Στο Ωραιόκαστρο της Θεσσαλονίκης, εδώ και 3 χρόνια υπάρχει ένα “σπίτι” στο όποιο ζουν έφηβοι από ταλαιπωρημένες χώρες της Αφρικής και της Ασίας. Έφηβοι, που έχουν φάει τον πόλεμο με το κουτάλι. Φεύγουν από την πατρίδα τους και ελπίζουν να μη γυρίσουν πίσω. Λογικό. Περπάτησαν για μέρες, ένιωσαν στο πετσί τους τη βία και εκμετάλλευση, ξενύχτησαν σε φυλακές και ήρθαν Ελλάδα. Στον Ξενώνα Φιλοξενίας και Στήριξης Ασυνόδευτων Ανηλίκων Αιτούντων Άσυλο της Μ.Κ.Ο «Άρσις», αυτή τη στιγμή φιλοξενούνται 30 έφηβοι. Από 12 έως 18 χρονών. Εδώ ζουν με ασφάλεια, πηγαίνουν σχολείο και κάνουν σχέδια για τη ζωή τους. Ο 17χρονος Naif Hassan είναι ένα από τα αγόρια του Ξενώνα…
«Δεν θυμάμαι πολλά πράγματα από τη Σομαλία. Ήμουν μικρός όταν έφυγα. Μόνο το σπίτι, από μέσα, θυμάμαι. Αδέρφια δεν έχω. Η μητέρα μου δεν με άφηνε να βγαίνω γιατί υπήρχε πόλεμος. Ο πατέρας μου σκοτώθηκε, όταν ήμουν 4 χρονών και η μαμά μου λίγο μετά».
«Μια γειτόνισσα, που γνώριζε την οικογένεια μου, με πήρε στο σπίτι της και μετά με πήγε στην Υεμένη. Όταν πήγαμε εκεί, η γυναίκα έπρεπε να παντρευτεί γιατί αλλιώς θα την έστελναν πίσω στον πόλεμο, στην Σομαλία. Παντρεύτηκε έναν άνδρα από την Υεμένη. Όταν έμαθε πως δεν είμαι παιδί της, με πήγε στην αστυνομία, η οποία με μετέφερε σε ορφανοτροφείο -ήμουν νομίζω 6 χρονών».
«Στο ορφανοτροφείο έζησα περίπου 5 χρόνια -εκεί ήταν σαν φυλακή. Δεν μας άφηναν να βγούμε έξω. Έβγαιναν μόνο όσοι έρχονταν οι γονείς τους, κι αυτό για λίγο. Σχολείο πηγαίναμε στο ίδρυμα. Δεν θυμάμαι κάτι καλό. Μόνο έναν φίλο που έκανα μέσα στο ίδρυμα. Αυτός είχε μπαμπά άλλα δεν μπορούσε να τον μεγαλώσει. Κάποια στιγμή ο φίλος μου μου υποσχέθηκε ότι όταν θα τον πάρει ο μπαμπάς του οριστικά στο σπίτι, θα του πει και για μένα έτσι ώστε να φύγω και εγώ από το ορφανοτροφείο. Κι έτσι έγινε. Έμεινα για πολύ λίγο μαζί τους στην Υεμένη. Εκεί, βρήκα μια οικογένεια από το Μογκαντίσου -την πόλη που ζούσα στην Σομαλία- τους είπα ότι δεν έχω κανένα και με πήραν για λίγο μαζί τους».
«Μετά από λίγο, ο πατέρας αυτής της οικογένειας είπε ότι θα κανόνιζε να φύγω, είπε ότι είχε κάποιους γνωστούς για να με πάνε στην Συρία. Ο γιος του, τελικά, με πήγε στην Συρία. Με άφησε εκεί που ζούσαν κι άλλοι πρόσφυγες από την Σομαλία. Μου είπε ότι δεν μπορεί να με πάει στην Τουρκία και ότι πρέπει να βρω μόνος μου τρόπο να πάω».
«Μαζί με άλλους πρόσφυγες, αποφασίσαμε να πάμε με τα πόδια στην Τουρκία, κάναμε πολλές μέρες. Λίγο μετά τα σύνορα μας έπιασε η αστυνομία και έμεινα στην φυλακή για 2 μήνες. Όταν με άφησαν, μου έδωσαν ένα χαρτί και μου έβγαλαν εισιτήρια για την Άγκυρα. Με το λεωφορείο πήγα στην Άγκυρα και από εκεί στην Σμύρνη. Όμως δεν είχα λεφτά να πληρώσω για να περάσω στην Ελλάδα. Έμεινα για λίγο στους δρόμους. Έψαχνα τρόπο να φύγω. Όταν βρήκα κάποιον του είπα ότι θέλω να πάω στην Ελλάδα αλλά δεν έχω λεφτά, με ρώτησε αν ξέρω να οδηγώ βάρκα και φυσικά του είπα ναι».
Ήξερες να οδηγείς; «Όχι, από πού να ξέρω; Έτσι απλά μ’ έβαλε οδηγό. Οι οδηγοί δεν πληρώνουν για να περάσουν Ελλάδα. Το ταξίδι ήταν πολύ δύσκολο. Είχα άλλα 20 παιδιά μαζί μου και ενώ μας είπαν ότι θα είχε καλό καιρό, είχε κάτι τεράστια κύματα. Πίσω δεν μπορούσαμε να γυρίσουμε οπότε παλεύαμε να πάμε μπροστά. Έπρεπε να φτάσουμε στη Μυτιλήνη. Όταν τα καταφέραμε, παρατήσαμε την βάρκα και αρχίσαμε να ψάχνουμε για βοήθεια. Φτάσαμε στο σημείο να θέλουμε να μας πιάσουν οι αστυνομικοί έτσι ώστε να μας δώσουν λίγο φαγητό – δεν είχαμε φάει και δεν είχαμε πιει τίποτα. Έμεινα στη φυλακή 3-4 μέρες, μου έδωσαν υπηρεσιακό σημείωμα και εισιτήρια πλοίου για την Αθήνα. Ήμουν 12 χρονών».
«Στην Αθηνά ήταν σκατά. Δεν ήξερα κανένα, δεν είχα σπίτι. Είχε πολύ αστυνομία, με έπιαναν, με άφηναν, με έπιαναν, με άφηναν… Τελικά βρήκα μια οργάνωση, που με βοήθησε και με έστειλε στον Ξενώνα της Άρσις».
«Εδώ είναι μια χαρά είναι. Έχει ασφάλεια. Έχω σπίτι, φαγητό και φίλους. Έχω φίλους. Κάνω μαθήματα καποέιρα στην Χ.Α.Ν.Θ., μου αρέσει πολύ ν’ ακούω μουσική -ρέγκε κυρίως και φυσικά internet και facebook».
O Ξενώνας της Άρσις
«Θέλω να μπορέσω να βρω μια δουλεία. Να χτίζω σπίτια, να καθαρίζω… δε με νοιάζει. Στα 18 μου θα πρέπει να φύγω από τον Ξενώνα. Ελπίζω να καταφέρω να βρω καμιά δουλειά, αλλά έτσι όπως είναι τα πράγματα… δύσκολα».
«Για να πάω σε άλλη χώρα χρειάζονται λεφτά. Στην Ελλάδα τα πράγματα για μας είναι δύσκολα. Το κράτος δε βοηθάει καθόλου. Μετά από τόσα χρόνια ακόμα δεν έχουν αποφασίσει για το άσυλό μου. Αν πάρω χαρτιά και μπορώ να βρω μια δουλειά θέλω να μείνω. Μου αρέσει η Ελλάδα».