Η ομιλία Θ. Ψύρρα στη συνεδρίαση της κεντρικής επιτροπής του κόμματος
Εδώ και τρεις μήνες η πολιτική ζωή κινείται αποκλειστικά και μόνον γύρω από τα «μέτρα» περικοπής των δημοσίων δαπανών και τις απαιτήσεις της τρόικας. Ο ορυμαγδός της (παρα)πληροφόρησης ενισχύει την ψυχολογική κόπωση ενός λαού που φοβάται, που αγανακτεί και σε ορισμένες περιπτώσεις απελπισμένος εύχεται: «ας πάμε στη δραχμή κι ό,τι θέλει ας γίνει». Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα -που βαραίνει περισσότερο από τις «λίστες» – καλούμαστε να αποφασίσουμε για τη πολιτική στάση μας.
Θα επισημάνω μια σειρά προβλήματα της πολιτικής μας έως τώρα.
Η ΔΗΜΑΡ πήρε απόφαση να συμμετέχει στην κυβέρνηση ειδικού σκοπού -και ορθά έπραξε-, αλλά στο πλαίσιο της συγκυβέρνησης “αναλώθηκε” στη χρονοβόρα διαδικασία της διαπραγμάτευσης με την τρόικα. Πάλεψε για ισοδύναμα, για τη ρήτρα, για την παραμονή των 150 χιλιάδων υπαλλήλων, για να διαφυλάξει τους πιο αδύναμους… Εκείνο όμως που της διέφυγε είναι ότι η διαπραγμάτευση είναι ένα τεχνικό ζήτημα (γιατί μπορεί να είναι μια σημαντική διαδικασία με σπουδαίες πολιτικές και κοινωνικές συνέπειες, αλλά δεν συγκροτεί από μόνη της μια μακρόπνοη πολιτική). Επομένως, το ζητούμενο των τριών μηνών, αν δηλαδή «κλείσει» ή δεν «κλείσει» το πακέτο των 11,5 δις ήταν μεν μια αναγκαία διαδικασία διαπραγμάτευσης, αλλά δεν ήταν η αποφασιστική, γιατί η διαπραγμάτευση τελικά θα κριθεί σε πολιτικό επίπεδο. Επομένως, η ΔΗΜΑΡ οφείλει να μεταφέρει την βασική αναζήτηση της λύσης σε πολιτικό επίπεδο κι όχι στη λογιστική των μέτρων. Να θέσει ως κύριο μέλημα την θεσμική ανατροπή και κατά δεύτερο λόγο τα «μέτρα».
Η ΔΗΜΑΡ στο διάστημα των εκατό ημερών έπρεπε να αναδείξει πιο αποφασιστικά το θεσμικό μέρος του προγράμματός της. Να δώσει το βάρος στα θεσμικά μέτρα που σχετίζονται με τη διαφάνεια και την εξυγίανση του πολιτικού συστήματος, να δώσει δείγματα ότι είμαστε αποφασισμένοι να συγκρουστούμε με τα καρτέλ και το πελατειακό κράτος, ότι επιβάλλουμε τη δημοσιονομική εξυγίανση και ένα δίκαιο φορολογικό σύστημα κλπ κλπ.
Για να επιβάλλει, όμως, η ΔΗΜΑΡ μια τέτοια θεσμική ατζέντα στη συγκυβέρνηση πρέπει να διαθέτει πιο πολιτική συμμετοχή στην κυβέρνηση. Και δεν εννοώ να διαθέτει περισσότερους (ή άλλους υπουργούς), αλλά να στελεχώσει κρίσιμες κρατικές λειτουργίες με πολιτικό προσωπικό που να διαθέτει ομοιογενή και συντεταγμένη αντίληψη για την ζητούμενη θεσμική μεταρρύθμιση. Αλλιώς, το πρόσωπα μένουν έκθετα να αυτοσχεδιάζουν μια αμφίβολης ποιότητας διαχείριση. Διότι σήμερα η ΔΗΜΑΡ συμμετέχει, αλλά δεν συγκυβερνά.
Τώρα όμως βρισκόμαστε μπροστά στα «μέτρα» και στο πιεστικό ερώτημα «τι πρέπει να κάνουμε;»
Κατ’ αρχάς να αποφασίσουμε ότι πλέον πρέπει να περάσουμε σε πολιτική διαπραγμάτευση (καιρός είναι οι Ευρωπαίοι να αναλάβουν και τις δικές τους ευθύνες ) και να ξεφύγουμε από τη λογιστική-υπαλληλική λογική της τρόικας.
Συγχρόνως η ψήφιση ή μη των μέτρων να συναρτηθεί από τέσσερις συνεκτιμώμενους παράγοντες:
– ποια ακριβώς θα είναι τα μέτρα (γιατί έως αυτή τη στιγμή δεν έχουν οριστικοποιηθεί πλήρως)
– με ποιο τρόπο θα παρουσιαστούν στη Βουλή (ως ένα άρθρο ή αναλυτικά)
– με ποια μορφή (ως κατάλογος μέτρων ή ως μέτρα ενταγμένα σε ένα πλαίσιο αναπτυξιακό, σε ένα είδος οδικού χάρτη ανάπτυξης)
– πότε θα παρουσιαστούν στη Βουλή προς ψήφιση (θα έρθουν «αύριο» ή μετά τη Σύνοδο, ώστε να γνωρίζουμε τις διαθέσεις και τις δεσμεύσεις των Ευρωπαίων εταίρων).
Παράλληλα, η ΔΗΜΑΡ στο μεσοδιάστημα της ψήφισης (ή μη) των μέτρων οφείλει διά του προέδρου της να απευθυνθεί στον ελληνικό λαό και:
α) να ξεκαθαρίσει ποια συγκεκριμένα θεσμικά στοιχεία θα επιβάλει στη συγκυβέρνηση, ώστε να προχωρήσουν οι μεταρρυθμίσεις, οι οποίες βεβαίως δεν μπορεί να είναι ξεκομμένες από τα μέτρα
β) να καταδείξει το «λόμπυ της δραχμής» και να δείξει τι σημαίνει «επιστροφή στη δραχμή» και «άτακτη χρεοκοπία», ώστε ο μέσος Έλληνας να κατανοήσει τι ακριβώς διακυβεύεται.
Η ΔΗΜΑΡ πρέπει να βρίσκεται στην κυβέρνηση. Πρέπει, όμως, να αποδεικνύει διαρκώς ότι η επιλογή της είναι η συνεργασία και όχι η συνέργεια.
Έτσι, είναι δυνατόν να έχουμε την αίσθηση ότι στα δύσκολα προσφέραμε στην έρμη πατρίδα το κατά δύναμιν.