Τη λένε Αγγελική και ήταν η αστυνομικίνα που συνέλαβε τον φονιά του Π. Φύσσα. Έτσι διάβασα στα σχετικά ρεπορτάζ. Διάβασα ακόμη, πως μόνη αυτή από την ομάδα ΔΙΑΣ που βρέθηκε στον τόπο του φονικού, με την απειλή του όπλου της, φόρεσε τις χειροπέδες στον Γ. Ρουπακιά. Διάβασα, τέλος, πως μονολόγησε «ε, όχι και μαχαίρι» και πως σήμερα βρίσκεται σε κακή ψυχολογική κατάσταση…
Τα διάβασα και μου κάθισε μια πέτρα στο στομάχι. Έγιναν έτσι τα πράγματα; Δεν ξέρω, αλλά αν η περιγραφή είναι σωστή, πώς περνά ασχολίαστη μια τέτοια είδηση; Πώς να μην αισθανθείς μικρός απέναντι σ΄ αυτή την κοπέλα, που έκανε στην μπάντα τους απαθείς, τους δειλούς, τους αμήχανους ή και τους τρομαγμένους και φέρθηκε σαν σωστός άνθρωπος; Που έδωσε πρόσωπο στην «πολιτεία», στην έννοια του κράτους, στην ανθρωπιά;
Γεια σου, κορίτσι μου, για τη λεβεντιά σου! Για τη θαρραλέα αποκοτιά σου να χωθείς – κορίτσι πράμα… – ανάμεσα στα λεβεντόπαιδα που χάζευαν το φονικό, να δώσεις ένα χέρι βοήθειας και να συλλάβεις τον φονιά. Γεια σου και πάλι γεια σου, για τα αντανακλαστικά σου, την καθαρή σου συνείδηση και το υψηλό αίσθημα ευθύνης.
Φυσικά η κοπέλα θα στοχοποιηθεί από τους Χρυσαυγίτες. Φυσικά θα απομονωθεί από όσους συναδέλφους της νιώθουν ντροπή για τη δική τους απραξία. Φυσικά δεν θα μπορεί να αντικρίσει αυτούς, που ως τη Δευτέρα το βράδυ καβαλούσαν μαζί τις μοτοσικλέτες, νέα παιδιά της βιοπάλης και που, όμως, στην κρίσιμη στιγμή την άφησαν μόνη – με τα θεριά.
Αχ, βρε κορίτσι μου, στις μέρες μας η ανθρωπιά φέρνει μοναξιά.