Αναφορά – καταγγελία για πλημμελή εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας για τον ειδικό φόρο κατανάλωσης καπνού εκ μέρους της Ελληνικής Κυβερνήσεως και κατάχρηση εκ μέρους της ημεδαπής και αλλοδαπής καπνοβιομηχανίας της δεσπόζουσας θέσης της στην αγορά καπνοβιομηχανικών προϊόντων εις βάρος των διανομέων και λιανοπωλητών καπνού,
κατέθεσαν στα αρμόδια ευρωπαϊκά όργανα οι ιδιοκτήτες περιπτέρων ελπίζοντας σε μια ευρωπαϊκή δικαίωση. Στην αναφορά τους του Συνδικάτου Επαγγελματιών Περιπτερούχων Καπνοπωλών Αττικής επισημαίνονται τα εξής:
«Λαμβάνουμε την τιμή να σας αναφέρουμε τα ακόλουθα και να ζητήσουμε την εκ μέρους σας άμεση διεξαγωγή έρευνας:
Σύμφωνα με την εγχώρια νομοθεσία που ίσχυσε μέχρι το 1993, η λιανική τιμή πώλησης των καπνοβιομηχανικών προϊόντων οριζότανε από τους καπνοβιομηχάνους και τελούσε υπό την έγκριση του αρμοδίου Υπουργείου Οικονομικών. Σύμφωνα με τον νόμο, η ελάχιστη προμήθεια των λιανοπωλητών καπνοβιομηχανικών προϊόντων ανερχότανε σε ποσοστό 9,1% και των διανομέων σε ποσοστό 2,9% επί της λιανικής τιμής και προέκυπτε ως έκπτωση παραχωρούμενη από την καπνοβιομηχανία επί της οριζόμενης από την ίδια λιανικής τιμής.
Το έτος 1993 και με αφορμή και πρόσχημα την προσαρμογή της εθνικής νομοθεσίας στην κοινοτική καταργήθηκε τόσο η παραπάνω νομοθετημένη προμήθεια, όσο και η έγκριση της λιανικής τιμής από το αρμόδιο Υπουργείο Οικονομικών. Έτσι, σταδιακά οι έξι συνολικά καπνοβιομηχανίες που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα αξιοποίησαν την ευχέρεια που τους παρείχε πλέον η νομοθεσία να προσδιορίζουν μονομερώς τόσο την λιανική τιμή διάθεσης προς τον καταναλωτή, όσο και την χονδρική τιμή διάθεσης στον μεταπωλητή, με αποτέλεσμα τη σταδιακή μείωση της παραπάνω προμήθειας σε μη βιώσιμα επίπεδα για το λιανεμπόριο καπνοβιομηχανικών προϊόντων.
Το πρόβλημα έγινε οξύτατο από του έτους 2009, οπότε λόγω της δημοσιονομικής συγκυρίας, η ελληνική κυβέρνηση αναδιάρθρωσε επτά συνολικά φορές τους συντελεστές του ειδικού φόρου κατανάλωσης καπνού και αύξησε σταδιακά το φόρο προστιθέμενης αξίας από το 18% αρχικά στο 21% και εν τέλει στο 23%, με αποτέλεσμα την γεωμετρική αύξηση της φορολογίας. Η παραπάνω κίνηση της κυβέρνησης αντιμετωπίστηκε από την καπνοβιομηχανία με πολιτική χαμηλών λιανικών τιμών με σκοπό τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας του προϊόντος. Το κόστος της παραπάνω πολιτικής χαμηλών τιμών επιρρίφθηκε εξ ολοκλήρου στην προμήθεια των λιανοπωλητών, με αποτέλεσμα την φθίνουσα διαμόρφωσή της σε μη βιώσιμα εμπορικά επίπεδα.
Χαρακτηριστικές εκδηλώσεις του παραπάνω φαινομένου είναι οι εξής:
1. Η αποσύνδεση της ελάχιστης φορολογίας και του παγίου στοιχείου του φόρου από την μέση σταθμισμένη τιμή και η έκφρασή τους με συγκεκριμένη χρηματική ποσότητα ανά φορολογική μονάδα, σε δυσανάλογα υψηλά επίπεδα σε σχέση με την μέση σταθμισμένη τιμή.
2. Η αποκλιμάκωση του αναλογικού στοιχείου του φόρου, με αποτέλεσμα τον περιορισμό του εύρους λιανικών τιμών και τη σύγκλισή τους στον άξονα των 3,40 ΕΥΡΩ, παρά την γεωμετρική αύξηση της συνολικής φορολογικής επιβάρυνσης επί της λιανικής τιμής σε επίπεδα που υπερβαίνουν το 90%.
3. Η άρνηση της ελληνικής κυβερνήσεως για την αξιοποίηση των ευχερειών σταδιακής προσαρμογής της αγοράς, τόσο μέσω της προσαρμογής της προς την τελευταία οδηγία για τη φορολογία καπνού μέχρι το 2017, όσο και δια της μείωσης του αναλογικού στοιχείου του φόρου για την ευχερέστερη αφομοίωση της αύξησης του Φ.Π.Α. στην λιανική τιμή.
4. Η διαμορφωσή δικτύου διανομής από τις καπνοβιομηχανίες μέσω αποκλειστικών ανά γεωγραφική περιοχή αντιπροσώπων, με απολύτως ομοιόμορφους όρους συναλλαγής και πίστωσης (σταθερή προμήθεια, συναλλαγές αποκλειστικά τοις μετρητοίς).
5. Η συρρίκνωση εν συνεχεία της προμήθειας του λιανικού εμπορίου καπνού σε ομοιόμορφα επίπεδα από τις καπνοβιομηχανίες, τόσο ως χρηματική ποσότητα, παρά την αύξηση των λιανικών τιμών, όσο και ως ποσοστό επί της αποφορολογημένης αξίας (από 39,6% το 2009 σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα) και της λιανικής τιμής (από 9,1% το 1993 σε 1-3% σήμερα).
6. Η κατάργηση υπό το πρόσχημα της απελευθέρωσης της αγοράς της απαγόρευσης λειτουργίας επιχειρήσεων διανομής και λιανικού εμπορίου καπνού από τις καπνοβιομηχανίες, καθώς και η κατάργηση της αναλογίας του αριθμού τους σε σχέση με τον πληθυσμό ανά γεωγραφική μονάδα, με αποτέλεσμα το προνόμιό της καπνοβιομηχανίας να διαμορφώνει τόσο το εργοστασιακό, όσο και το χονδρικό και λιανικό κέρδος να εξελίσσεται σε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε βάρος των επιχειρήσεων λιανικού εμπορίου.
7. Η άρνηση της ελληνικής κυβερνήσεως να επιβάλει στις καπνοβιομηχανίες μέτρα σήμανσης και τυποποίησης των προϊόντων καπνού στο επίπεδο των προτεινόμενων από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με αποτέλεσμα να οργιάζει η εξαγωγή προϊόντων σε χώρες με χαμηλότερη φορολογία και η λαθραία επανεισαγωγή και διάθεσή τους στην ελληνική επικράτεια. Ταυτόχρονα, η ελληνική κυβέρνηση έχει αυξήσει υπέρμετρα την ποσότητα εισαγωγής καπνοβιομηχανικών προϊόντων για ατομική χρήση από τρίτες χώρες, με αποτέλεσμα να ενθαρρύνει τη λαθρεμπορία.
Συνοπτικά, η ελληνική κυβέρνηση αποδίδει έμφαση μόνο στην είσπραξη υψηλής φορολογίας, επιτρέποντας στην καπνοβιομηχανία να μεταχειρίζεται την ταυτόχρονη διαμόρφωση λιανικής και εργοστασιακής τιμής σε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε βάρος των μεταπωλητών και να αφαιρεί εξ ολοκλήρου την αύξηση της φορολογίας από το κέρδος τους. Η ελληνική κυβέρνηση επιτρέπει στην καπνοβιομηχανία να μειώνει διαρκώς το κόστος διάθεσης των προϊόντων στο δίκτυο διακίνησης και να επιρρίπτει στο κέρδος του δικτύου διακίνησης το κόστος της πολιτικής των δυσανάλογα χαμηλών τιμών σε σχέση με την φορολογία. Η ελληνική κυβέρνηση επιτρέπει στην καπνοβιομηχανία να ανταγωνίζεται από δεσπόζουσα θέση τις επιχειρήσεις λιανικού εμπορίου καπνοβιομηχανικών προϊόντων. Η ελληνική κυβέρνηση αρνείται να υιοθετήσει να κατάλληλα μέτρα πάταξης του λαθρεμπορίου.
Κατόπιν των παραπάνω οι επιχειρήσεις λιανικής εμπορίας καπνού έχουν συρρικνωθεί δραματικά την τελευταία πενταετία από 2009 σε 2014.
Κατόπιν των παραπάνω, προσδοκούμε στην εκ μέρους σας έρευνα και παρέμβαση, ώστε η καταχρηστική εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας να μην αποτελεί το έδαφος για την ελληνική κυβέρνηση και καπνοβιομηχανία για την επιβολή δυσανάλογων, μη εύλογων και αθέμιτων ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων και να προστατευθεί η συναλλακτική ισοτιμία του λιανεμπορίου».