Της Ν. ΚΟΝΤΡΑΡΟΥ-ΡΑΣΣΙΑ
Καλά, εκείνος έφυγε νωρίς… είκοσι χρόνια πριν. Σήμερα θα ήταν 90 χρόνων ο Μάνος Χατζιδάκις, ο προφητικός, διορατικός Μάνος, όπως ήταν πάντα οι παλαιοί αυθεντικοί δημιουργοί. Ρομαντικός, αντισυμβατικός, ευθύβολος στις κρίσεις του, ιδεολόγος (με την Ελλάδα), φίλος του Κωνσταντίνου Καραμανλή, δεξιός, αλλά με αριστερή ψυχή και ευαισθησία.
Με τις τεταμένες κεραίες του ο Χατζιδάκις έβλεπε μακριά και αν ρίξει κανείς μια ματιά σε όσα έχει πει, πριν αφήσει τον μάταιο τούτο κόσμο (στις 15 Ιουνίου 1994) θα διαπιστώσει πως είχε διαβλέψει τη σημερινή κρίση (πνευματική και ιδεολογική πρωτίστως) και υπαινισσόταν ακόμη και τις πιθανές λύσεις της.
Ο ίδιος προσπάθησε όχι μόνο με τη μουσική του, αλλά και με τις θεσμικές πολιτιστικές παρεμβάσεις του (με το «Τέταρτο», τον «Σείριο», την Ορχήστρα των Χρωμάτων και το Γ’ Πρόγραμμα) να αλλάξει το τοπίο, να το μπολιάσει με ποιότητα και αξιοκρατία που έλειπαν τότε, όπως και τώρα, από την ελληνική πολιτικοκοινωνική πραγματικότητα.
Θα τον θυμάμαι πάντα στην τελευταία δημόσια εμφάνισή του στο Μέγαρο Μουσικής με δυόμισι χιλιάδες ανθρώπους όρθιους να τον χειροκροτούν επί δεκάλεπτο βουρκωμένοι. Ηταν ο τελευταίος ασπασμός σε έναν μεγάλο Ελληνα, σε μια προσωπικότητα αντίστοιχη ενός Οδυσσέα Ελύτη, ενός Νίκου Γκάτσου, ενός Ν. Χατζηκυριάκου-Γκίκα και μιας Μελίνας Μερκούρη.
Κατεβαίνοντας προ μηνών τη λεωφ. Κηφισίας άκουσα στο ραδιόφωνο την Κατερίνα Ακριβοπούλου (πριν εγκαταλείψει το ΣΚΑΙ) να ανοίγει την πολιτικού περιεχομένου εκπομπή της αναφέροντας ένα περιστατικό που είχε επισημάνει η δική μας Ναταλί Χατζηαντωνίου.
Η Ναταλί είχε διαβάσει στο «Τέταρτο» (αφήγηση Τάκη Θεοδωρόπουλου) πως ο Χατζιδάκις όταν πήγαινε στο παλιό στέκι του στου «Φλόκα» της Πανεπιστημίου διάβαζε κάθε πρωί επιδεικτικά τον «Ριζοσπάστη». Κι αυτό, γιατί συνήθιζε να κάθεται απέναντί του ο Γρηγόρης Μιχαλόπουλος, ο εκδότης της φιλοχουντικής «Ελεύθερης Ωρας». Ετσι, ο Χατζιδάκις αφενός δήλωνε την αντίθεσή του στον «απέναντι» και αφετέρου «καθάριζε» το οπτικό του πεδίο. Ο ίδιος έλεγε πως «είσαι ελεύθερος άνθρωπος όταν διατηρείς για τον εαυτό σου το δικαίωμα να λες καλημέρα σε όποιον εσύ επιλέγεις…». Κι εκείνος ήξερε να επιλέγει τους ανθρώπους με τους οποίους συνομιλούσε και συνεργαζόταν.
Ηταν πνεύμα ελεύθερο, ακηδεμόνευτο, που έδειχνε ακόμη και το δρόμο τον οποίο έπρεπε να είχε σήμερα η κατακερματισμένη Αριστερά. Πίστευε πως «η Αριστερά οφείλει να περιέχει κάθε άνθρωπο με ανησυχίες. Κάθε άνθρωπος που δεν συμβιβάζεται είναι αριστερός». Συνεπώς υπό αυτή την έννοια ήταν κι αυτός αριστερός.
Το επιβεβαιώνει και η θέση του απέναντι σε ένα γεγονός παρόμοιο με αυτό που συνέβη στον Αλέξη Γρηγορόπουλο. Το 1990 είχε γίνει η δίκη του αστυνομικού Αθ. Μελίστα, ο οποίος είχε σκοτώσει τον 15άχρονο Μιχάλη Καλτεζά κατά τη διάρκεια επεισοδίων στα Εξάρχεια. Ο αστυνομικός είχε μόλις αθωωθεί από το Εφετείο. Ο Πάνος Λουκάκος θυμάται (στο βιβλίο του «Η Αθέατη Οψη: Τύπος και Πολιτική στη Μεταπολίτευση») τον Μάνο Χατζιδάκι να μπαίνει αργοπορημένος ένα βράδυ στο σπίτι του Δημήτρη Χορν όπου είχε καλέσει μια παρέα για φαγητό. Οι καλεσμένοι του ήταν κυρίως του καλλιτεχνικού χώρου και συμφωνούσαν με την απόφαση του δικαστηρίου να αθωώσει έναν αστυνομικό που είχε πυροβολήσει και σκοτώσει το αγόρι, με το αιτιολογικό ότι τελούσε εν αμύνει καθώς ο 15άχρονος του είχε ρίξει μια μολότοφ. Υποστήριζαν οι καλλιτέχνες ότι ορθώς πυροβολεί ένας αστυνομικός όταν ο ίδιος κινδυνεύει να καεί. Ο Μάνος Χατζιδάκις όμως είχε άλλη άποψη:«Οταν έχω να κρίνω ανάμεσα σ’ ένα παιδί 15 χρόνων, που πετάει μολότοφ, κι έναν τριαντάρη εκπαιδευμένο αστυνομικό, που κρατάει πιστόλι, εγώ είμαι με το μέρος του παιδιού και όχι του αστυνομικού» τους είπε, προσθέτοντας αυτό που θα έλεγε ο καθείς σήμερα: «Εκτιμώ βαθύτατα ένα παιδί που εξεγείρεται και βγαίνει στους δρόμους για να διαμαρτυρηθεί, έστω κι αν υπερβάλλει, έστω και αν κρατάει μολότοφ. Και δεν εκτιμώ καθόλου έναν αστυνομικό που το πυροβολεί».
Ο πολιτικός Χατζιδάκις μοιάζει να είναι σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη περίοδο παρών. Κείμενα δικά του και δηλώσεις του σε συνεντεύξεις αποτυπώνουν τη διορατικότητα που είχε στην εποχή του.
– Για τη θέση της Ελλάδας στην Ενωμένη Ευρώπη: «Νιώθω Ελληνας αν αυτό σημαίνει Ευρωπαίος. Κι Ευρωπαίος, αν αυτό συμπεριλαμβάνει την ελληνικότητά μου».
– Για το νεοναζισμό, το φασισμό, το ρατισμό: «Ο νεοναζισμός, ο φασισμός, ο ρατσισμός και κάθε αντικοινωνικό και αντιανθρώπινο φαινόμενο συμπεριφοράς δεν προέρχεται από ιδεολογία, δεν περιέχει ιδεολογία, δεν συνθέτει ιδεολογία. Είναι η μεγεθυμένη έκφραση-εκδήλωση του κτήνους που περιέχουμε μέσα μας χωρίς εμπόδιο στην ανάπτυξή του, όταν κοινωνικές ή πολιτικές συγκυρίες συντελούν, βοηθούν, ενισχύουν τη βάρβαρη και αντιανθρώπινη παρουσία του (…)».
Η παιδεία έλεγε πως μπορεί να αντισταθεί στο κύμα αυτό που έβλεπε να έρχεται ολοταχώς στην ελληνική κοινωνία. Πίστευε πως «ο νεοναζισμός δεν είναι οι άλλοι. Οι μισητοί δολοφόνοι, που βρίσκουν όμως κατανόηση από τις διωκτικές αρχές λόγω μιας περίεργης αλλά όχι και ανεξήγητης συγγενικής ομοιότητος. Που τους έχουν συνηθίσει οι αρχές και οι κυβερνήσεις σαν μια πολιτική προέκτασή τους ή σαν μια επιτρεπτή αντίθεση, δίχως ιδιαίτερη σημασία που να προκαλεί ανησυχία. (Τελευταία διάβασα πως στην Πάτρα, απέναντι στο αστυνομικό τμήμα άνοιξε τα γραφεία του ένα νεοναζιστικό κόμμα. Καμιά ανησυχία ούτε για τους φασίστες ούτε για τους αστυνομικούς. Ούτε φυσικά για τους περιοίκους)».
– Για την εθνικοφροσύνη: θεωρούσε πως «οι παρελάσεις, τα εθνικόφρονα λογύδρια, οι σχολικές παραστάσεις ενισχύουν την ιδιότυπη φασιστική μας κληρονομιά. Το περίφημον “πας μη Ελλην βάρβαρος”». Και κατέληγε: «Δεν νομίζω ότι κινδυνεύουμε ως Ελληνες, αλλά ως Ελληνολάτρες».
enet.gr