Όταν την τοποθετείς στο τραπέζι για το μπάρμπεκιου με τους φίλους σου, ίσως κάνεις πολύ περισσότερα από το να προσθέτεις ένα καρύκευμα στο φαγητό. Μπορεί να δείχνεις ότι είσαι «trendsetter». Τα τελευταία χρόνια η μουστάρδα έχει αγκαλιαστεί ως «το» καρύκευμα από τις τάξεις των καλοφαγάδων και φυσικά… την αγορά.
Όλο και περισσότερα gourmet (γκουρμέ) εμπορικά σήματα λανσάρουν μουστάρδες, διευρύνοντας συνεχώς την ποικιλία των περιεχομένων και ενσωματώνοντας μία σειρά γεύσεων που μοιάζει ατέλειωτη: Μουστάρδες σε στυλ Ντίσελντορφ («ξεπεράστε τη Dijon», δήλωνε πρόσφατα αρθρογράφος μαγειρικής), φρουτώδεις μουστάρδες και η υπερ-τραχιά Tin Mustard (με μία υφή που θυμίζει χαβιάρι, σύμφωνα με τους οπαδούς της), είναι μόνο ελάχιστες από τις διαθέσιμες εκδοχές.
Πλέον και οι «παραδοσιακοί» παρασκευαστές αναλαμβάνουν δράση. Η French’s, που έχει τις υψηλότερες πωλήσεις στις ΗΠΑ, προσφέρει τώρα και την Sooo Creamy & Light εκδοχή, ένα «ήπιο μείγμα μουστάρδας» που στοχεύει να αποτελέσει την πιο υγιεινή εκδοχή της κλασικής Mayo. Ανάλογες κινήσεις κάνουν όλες οι γνωστές εταιρίες, μουστάρδες των οποίων υπάρχουν στα ράφια των super markets.
Αν μη τι άλλο, είναι εμφανές ότι η αγορά της μουστάρδας «έχει πάρει φωτιά».
Επίσης, η μουστάρδα ισούται με χρήμα, αν κρίνουμε από τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία. Το άρτυμα είχε πωλήσεις 508 εκατ. δολαρίων μόνο στις ΗΠΑ το 2012, αυξημένες κατά 11% σε σχέση με το 2007.
Η αλήθεια είναι ότι –ιδίως στις ΗΠΑ- η μουστάρδα δεν φτάνει την κέτσαπ (πωλήσεις 743 εκατ. δολαρίων το 2012).Όμως οι περισσότεροι «insiders» και ειδικοί της βιομηχανίας τροφίμων, πιστεύουν ότι το προϊόν αυτό είναι τώρα καλά τοποθετημένο ώστε να αυξήσει τη δημοτικότητά του, όχι μόνο επειδή είναι τόσο παγκόσμιο –το βρίσκουμε σε κάθε διατροφική κουλτούρα από τη Βραζιλία έως τη Μεγάλη Βρετανία- αλλά και επειδή είναι και εκ φύσεως υγιεινό. Όπως χαρακτηριστικά λέει και πρόσφατο διαφημιστικό της French, «Οι αγρότες κάνουν τη μουστάρδα μας μηδενικών θερμίδων, όχι οι επιστήμονες».
Επίσης, η μουστάρδα είναι «ευέλικτη»: Σίγουρα αποτελεί την κλασική συνοδεία για το hot dog, αλλά μπορεί εξίσου εύκολα να συνδυαστεί με ένα πολύ μεγάλο εύρος τροφών, ως «ντιπ», γαρνιτούρα, συστατικό μαγειρευτού ή ψητού φαγητού ή ως συστατικό μίας πιο σύνθετης σάλτσας.
Εν ολίγοις, «είναι το άρτυμα της στιγμής», λέει η σεφ και ιδιοκτήτρια γνωστού εστιατορίου στο Μανχάταν. «Η μουστάρδα είναι το νέο βούτυρο και η νέα μαγιονέζα» λέει, προσθέτοντας ότι δεν είναι σπάνιο στις μέρες μας να ακούμε πελάτες εστιατορίων να ζητούν μουστάρδα για το ψωμί ή τις τηγανιτές πατάτες τους.
Περαιτέρω, η δημοτικότητα του καρυκεύματος πάει πέρα από τα ράφια των καταστημάτων και τις σπιτικές κουζίνες. Η μουστάρδα βρίσκει το δρόμο της προς εστιατόρια υψηλής γαστρονομίας σε όλο τον κόσμο, ενώ προτείνεται όλο και περισσότερο από σεφ σε τηλεοπτικές εκπομπές και βιβλία μαγειρικής, βρίσκοντας θερμή ανταπόκριση τόσο από το ιδιαίτερα εκλεκτικό, όσο και από το ευρύ κοινό.
Εάν υπάρχει ένα μέρος που αποτελεί έναν πραγματικό «μουσώνα» μουστάρδας, αυτό πρέπει να είναι το Εθνικό Μουσείο Μουστάρδας στο Μίντλετον του Ουισκόνσιν στις ΗΠΑ. Εδώ ο έφορος του μουσείου, Μπάρι Λέβενσον, τέως βοηθός γενικός εισαγγελέας, μας δείχνει μία γκάμα περισσότερων από 5.500 ειδών μουστάρδας από τις 50 Πολιτείες των ΗΠΑ και περισσότερες από 70 κομητείες. Το μουσείο πουλάει επίσης μουστάρδες διεθνώς μέσω του online καταστήματός του, ενώ διοργανώνει και τον ετήσιο παγκόσμιο διαγωνισμό μουστάρδας, που φέτος προσέλκυσε σχεδόν 300 συμμετοχές.
sofokleousin.gr