Γράφει ο κ. Στέφανος Μιστάρας φυσικός – ιστορικός μελετητής
Οι Ελληνες έχουν βαθιά στην ψυχή τους το συναίσθημα της ελευθερίας του πνεύματος που εκφράζεται στο σύστημα της Δημοκρατίας που επέλεξαν να κυβερνηθούν. Η δύναμη αυτού του Δημοκρατικού πολιτεύματος, φαίνεται ξεκάθαρα στην πράξη εφαρμογής του, ώστε όλα τα έθνη να χρησιμοποιούν στην πολιτική φρασεολογία τους αυτήν την ελληνική ελεύθερη σκέψη.
Κάθε πράξη που ζητά τη φίμωση – υποδούλωση – και μάλιστα με βίαιο τρόπο και μέσα βρίσκει το σύνολο του ελληνικού λαού, απέναντί τους «κάθετα» με όποιες θυσίες και αν χρειαστούν. Αυτό συνέβη και με την παλαϊκή αντίσταση του ελληνικού λαού έναντι των Γερμανών και Ιταλών φασιστών – κατακτητών της πατρίδας μας.
Οι Ελληνες πρόταξαν τα στήθη τους και εκτελέστηκαν με ένα σκοπό και στόχο: Την αποτίναξη του απάνθρωπου και εγκληματικού σκοταδισμού που επέβαλαν στη χώρα και να την παραδώσουν σε μας ελεύθερη και αξιοπρεπή.
Σ’ αυτόν τον άνισο και τιτάνιο αγώνα δεν υπολόγισε τις ανθρώπινες θυσίες και τις ολικές καταστροφές των κοινωνικών υποδομών, ούτε είχε κατά νου της «τι θα είχε ως ανταμοιβή» των ανυπολόγιστων μαρτυριών της.
Υπάρχουν όμως θεσμοθετημένοι κανόνες δικαίου στην παγκόσμια κοινότητα (Ο.Η.Ε.) που ρυθμίζουν θέματα τέτοιων καταστροφών που προκαλούνται από βάρβαρες ενέργειες. Ανατρέχοντας κανείς όλους τους τόπους της ελληνικής επικράτειας, θα διαπιστώσει ότι υπάρχουν χιλιάδες περιπτώσεις ολοκαυτωμάτων με ανυπολόγιστες καταστροφές. Κυρίως όμως αυτό που «πονάει» τους κατοίκους είναι οι εκατόμβες των ανθρώπινων θυμάτων που δεν εξαλείφεται με τίποτε.
Θα αναφερθώ, χωρίς λεπτομέρειες, στην περίπτωση της ιδιαίτερης μου πατρίδας την Καστανιά Καλαμπάκας ή Ασπροποτάμου όπως συνηθίζεται να ονομάζεται, που πλήρωσε σκληρά τη βάρβαρη μανία των Γερμανών και Ιταλών κατακτητών.
Η ονομαστή αυτή κοινότητα – Δήμος από το 1883 – 1914 – ένα από τα μεγαλύτερα, ιστορικότερα και ωραιότερα χωριά της Πίνδου, έγινε το «θέατρο» μιας ολοκληρωτικής καταστροφής το 1943 και το 1944.
Κατά τις δύο αυτές βάρβαρες επιδρομές των Γερμανών κατακτητών, κάηκαν 300 σπίτια πέτρινα – 20 απ’ αυτά αρχοντικά – με 80 θύματα χωρίς διάκριση νεογέννητα μωρά, γυναίκες, άνδρες κάθε ηλικίας.
Αυτές τις τραγικές καταστάσεις τις έζησα και εγώ – 7 ετών – κοντά στην οικογένειά μου και μπορώ να σας τις μεταφέρω, ως αυτόπτης μάρτυρας, έχοντας δίπλα τον πατέρα μου (ο πατέρας μου ήταν υπεύθυνος του εφεδρικού ΕΑΜ – ΕΛΑΣ) που είχε το κουράγιο να καταγράψει αυτά τα τραγικά γεγονότα.
«Στις 20 του Οκτωβρίου 1943 λάβαμε μήνυμα για μεγάλη γερμανική δύναμη με ορειβατικό πυροβολικό και πολλά τροχοφόρα. Δεν ξέραμε ποιος ήταν σκοπός τους. Νομίσαμε ότι θα τραβήξουν προς Μέτσοβο – Γιάννενα.
Διαψευστήκαμε όμως και αντί να τραβήξουν προς Μέτσοβο, η γερμανική φάλαγγα στρίβει αριστερά, διαβαίνει τον Πηνειό – Σαλαμπριάς – και παίρνει τον δρόμο προς Καστανιά Ασπροποτάμου.
Η τύχη μας είχε κριθεί. Κι αυτό το περιμέναμε με σιγουριά ότι μια μέρα θα πληρώναμε τη «νύφη». Τρεις ήταν κυρίως οι λόγοι που μας έκαναν να είμαστε σχεδόν βέβαιοι για το τι μας περίμενε:
1) Η Καστανιά ήταν έδρα της Ι Μεραρχίας.
2) Η πραγματοποίηση σ’ αυτήν στις 7 Ιουλίου του 1943 του Βαλκανικού αντάρτικου συνέδριου μετη συμμετοχή όλης της ηγεσίας του ΕΛΑΣ, η Αγγλική αποστολή με εκπρόσωπο του Τίτλο (Τέμπο), εκπρόσωπο της Αλβανίας (Τζιότζα) κ.ά.
3) Ο τουφεκισμός 70 Γερμανών αιχμαλώτων στρατιωτών που ο Γερμανός στρατηγός αρνήθηκε την πρόταση για ανταλλαγή ισάριθμων Ελλήνων φυλακισμένων πατριωτών με τους Γερμανούς στρατιώτες!
Μέσω του εφεδρικού ΕΛΑΣ ειδοποίησα αμέσως τους κατοίκους να εκκενώσουν τα σπίτια τους παίρνοντας κάθε χρήσιμο πράγμα με προτεραιότητα στα τρόφιμα. Είχα να κάνω με «σκληρά» κεφάλια γιατί πολλοί δεν πείθονταν πως θα κάψουν το χωριό. Οσοι είχαν άλογα, κουβαλούσαν πολύ μακριά μέσα στο πυκνό δάσος που τους παρείχε απόλυτη ασφάλεια.
Οι άλλοι κουβαλούσαν στους ώμους τους ότι θεωρούσαν χρήσιμο και ωφέλιμο και τα έκρυβαν στο δάσος μέσα σε πυκνές φυλλωσιές από λεπτοκαρυές.
Το ίδιο έκανε και η αγγλική αποστολή με επικεφαλής τους Εντυ και Χίλς. Σε άρνησή μου να τους παραχωρήσω 8 άλογα για τη μεταφορά των πραγμάτων τους. (Ασύρματο, γυλιούς, αρχεία, λίρες, κ.λπ.) φορτώθηκαν οι ίδιοι και απομακρύνθηκαν από το χωριό ακολουθώντας το χωματόδρομο. Η άρνησή μου αυτή τους εξόργισε και σε άπταιστα ελληνικά με απείλησαν ότι «θα με στείλουν δεμένο για σαμποτάζ στο ανταρτοδικείο! Τους έδωσα την απάντηση που τους ταίριαζε! Είχε πει ο Τσώρτλ: «Και έναν Γερμανό στρατιώτη αν σκοτώσετε είναι κέρδος για τον αγώνα μας» Σκοτώνοντας όμως έναν Γερμανό – στρατιώτη, σε αντίποινα καίγονταν ένα ή περισσότερα χωριά με εκατοντάδες ανθρώπινα θύματα!
Γενικά η αγγλική αποστολή δεν μας εμπιστεύονταν και μας κρατούσαν σε απόσταση. Αυτό όμως το πλήρωσαν ακριβά γιατί παρά λίγο να πιαστούν αιχμάλωτοι οι ίδιοι στο χωριό μας, οι λίρες όμως (30.000 περίπου) έπεσαν στα χέρια των Γερμανών, ενώ μπορούσαν να σωθούν.
Αυτή η νύχτα ήταν για τους κατοίκους της Καστανιάς, νύχτα τρόμου και ολοκληρωτικής καταστροφής.
Από τα 300 διάφορα πέτρινα σπίτια κατά την πρώτη επιδρομή (1943) έκαψαν τα 260. Τα υπόλοιπα τα έκαψαν στη δεύτερη επιδρομή (1944) και έτσι ολοκληρώθηκε η τέλεια καταστροφή της όμορφης αυτής κοινότητας.
Αυτό όμως που πόνεσε περισσότερο στις οικογένειες του χωριού ήταν ο σκοτωμός (80) ογδόντα ανθρώπινων υπάρξεων από μωρά, μητέρες, άνδρες και γυναίκες πάσης ηλικίας ακόμη και αρρώστων που δεν μπορούσαν να μετακινηθούν και τους έριχναν στην πυρά χωρίς έλεος.
«Κατεβαίνω από ένα ψηλό δένδρο που χρησιμοποίησα ως παρατηρητήριο και φώναξα με όλη τη δύναμη των πνευμόνων μου: «Οι Γερμανοί φεύγουν…» Αρχισε η κάθοδος των κατοίκων για να μετρήσουν τις καταστροφές – ακόμη κάπνιζαν τα σπίτια τους – και να θάψουν τα θύματα της θηριωδίας των αδίστακτων κατακτητών.
Βαστάζοντας από τα χέρια τα δύο μικρά παιδιά μου – 7 και 8 ετών – αντικρίζω τους πρώτους σκοτωμένους.
Είχες την εντύπωση πως κοιμούνται, αυτό άλλωστε είπα στα παιδιά μου.
Προχωρώντας άλλη γυναίκα σκοτωμένη και λίγο πιο κάτω άλλοι σκοτωμένοι, μωρά να βυζαίνουν στα στήθη της πεθαμένης μάνας τους…
Επαψα πλέον να γίνομαι πιστευτός στα παιδιά μου ότι όλοι αυτοί το ’ριξαν στον ύπνο…
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Ελευθερία”
Σ.Σ.: Ανάλογες σκηνές με αυτές που περιγράφει ο κ. Μιστάρας έζησαν και οι κάτοικοι του διπλανού χωριού Αμάραντος, που είδαν επίσης τα σπίτια τους να καίγονται και κατεβαίνοντας στο χωριό αντίκρισαν στο δρόμο νεκρούς ανθρώπους και ζώα.