Προτείνει να παραπεμφθούν σε δίκη όλοι οι βουλευτές αλλά και στελέχη του κόμματος που το χαρακτηρίζει εγκληματική οργάνωση
«Δεν είναι νόμιμο ένα κόμμα που επιδιώκει την επίτευξη των στόχων του με τη χρήση σωματικής ή ένοπλης βίας», αναφέρει στην πρότασή του για τη Χρυσή Αυγή ο εισαγγελέας Εφετών Ισίδωρος Ντογιάκος, ο οποίος τονίζει ότι τα ελληνικά δικαστήρια δικαιούνται να κρίνουν ένα πολιτικό κόμμα ως εγκληματική οργάνωση.
Στην πολυσέλιδη πρότασή του προς το Συμβούλιο Εφετών, ο εισαγγελέας, που ζητά την παραπομπή ολόκληρης της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της Χρυσής Αυγής, ανάμεσά τους και ο ανεξάρτητος βουλευτής Λάρισας Χ. Αλεξόπουλος, και των συγκατηγορουμένων τους για εγκληματική δραστηριότητα, διατυπώνει την άποψη πως η ένωση προσώπων που «υπό τον μανδύα του πολιτικού κόμματος» δεν εξυπηρετεί τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, αλλά ασκεί καταχρηστικά το δικαίωμα στην ίδρυση κόμματος.
Η θέση αυτή του εισαγγελικού λειτουργού είναι σαφής στο ότι εφόσον οι κατηγορούμενοι στελέχη και μέλη της Χρυσής Αυγής καταδικαστούν για «εγκληματική οργάνωση» το κόμμα πρέπει να τεθεί εκτός νόμου.
Ο εισαγγελέας, αναφερόμενος στο αδίκημα της εγκληματικής οργάνωσης, τονίζει τα εξής:
«Απαραίτητη προϋπόθεση για τη νόμιμη λειτουργία ενός πολιτικού κόμματος είναι να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Κατά την εν λόγω συνταγματική επιταγή, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί νόμιμο πολιτικό κόμμα η ένωση προσώπων ή η οργάνωση η οποία, υπό τον μανδύα του πολιτικού κόμματος, επιδιώκει την επίτευξη των στόχων της με τη χρήση σωματικής ή ένοπλης βίας, εκτόξευση απειλών κατά της ανθρώπινης ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας οποιουδήποτε πολίτη με πραγματικό σκοπό την τέλεση αξιοποίνων πράξεων και την περαιτέρω διασάλευση της δημόσιας τάξης.
Στην περίπτωση αυτήν, η λειτουργία ενός τέτοιου κόμματος δεν θα μπορούσε να νομιμοποιήσει την οποιανδήποτε προσβολή, διακινδύνευση ή βλάβη των έννομων αγαθών των πολιτών αλλά και των εννόμων συμφερόντων του Κράτους.
Ειδικότερα, όπως γίνεται δεκτό “… τα ελληνικά ποινικά δικαστήρια δικαιούνται να κρίνουν και να θεωρήσουν και ένα πολιτικό κόμμα ως εγκληματική οργάνωση…”, ενώ κατ’ ερμηνεία του ως άνω άρθρου του Συντάγματος γίνεται επίσης δεκτό ότι το ίδιο το Σύνταγμα επομένως θέτει ως πρωταρχική προϋπόθεση για την υπόσταση και τη λειτουργία ενός πολιτικού κόμματος το να εξυπηρετεί η οργάνωση και η δράση του την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Με άλλα λόγια το Σύνταγμα λέει: Για να έχει αξίωση σεβασμού ένα πολιτικό κόμμα είναι ανάγκη να εξυπηρετεί με την οργάνωση και τη δράση του την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, κάτι που έρχεται σε διαμετρική αντίθεση με τη χρήση σωματικής ή ένοπλης βίας, την εκτόξευση απειλών κατά της ανθρώπινης ζωής και την επιδίωξη εγκληματικής δραστηριότητας.
Άλλωστε σε μια τέτοια περίπτωση όσοι άσκησαν το ατομικό δικαίωμα της ίδρυσης κόμματος με σκοπό τη διάπραξη κακουργημάτων έχουν ήδη προβεί σε καταχρηστική άσκηση δικαιώματος […], επειδή επιδιώκουν διαφορετικούς σκοπούς από την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, επιδιώκουν την προσβολή των δικαιωμάτων άλλων ανθρώπων […] και παραβιάζουν έτσι το Σύνταγμα.
Σε καμία περίπτωση η λειτουργία ενός τέτοιου κόμματος δεν θα μπορούσε να νομιμοποιήσει την προσβολή, με βλάβη ή διακινδύνευση των έννομων αγαθών των μελών της κοινωνίας ή του κράτους. Συμπερασματικά, δεν αποκλείεται να συνιστά εγκληματική οργάνωση, κατά την έννοια του άρθρου 187 του Ποινικού Κώδικα και το πολιτικό κόμμα, στο μέτρο και στον βαθμό που παρεκκλίνει από τη συνταγματική του αποστολή και συντρέχουν οι απαιτούμενες από το νόμο προϋποθέσεις για το χαρακτηρισμό του ως εγκληματική οργάνωση».