Του Φίλιππου Σαχινίδη*
Το προσχέδιο του προϋπολογισμού για το 2015 στοχεύει σε πρωτογενές πλεόνασμα 2,9% του ΑΕΠ με πρόβλεψη για ανάπτυξη 2,9%. Με το προσχέδιο αυτό συνεχίζεται η δημοσιονομική προσαρμογή που ξεκίνησε το 2010, προκειμένου να τεθεί υπό έλεγχο το έλλειμμα που έφτασε το 15,7% του ΑΕΠ το 2009.
Αυτή την πραγματικότητα δυσκολεύεται να την αποδεχτεί η ΝΔ, η οποία πιστεύει ότι είχε δίκιο στη φάση της αντιμνημονιακής περιόδου των «Ζαππείων», τότε που εναντιώνονταν στη δημοσιονομική προσαρμογή, αλλά έχει δίκιο και σήμερα που υπερασπίζονται με πάθος τη δημοσιονομική προσαρμογή και την διεκδικεί ως δικό της επίτευγμα.
Όμως τα 2/3 της δημοσιονομικής προσαρμογής στο διαρθρωτικό έλλειμμα ολοκληρώθηκαν μεταξύ 2010-2012, περίοδο κατά την οποία η ΝΔ ήταν ενάντια στην προσαρμογή. Αυτή η στάση οδηγεί σε απαξίωση του πολιτικού δυναμικού της χώρας, καθώς δυσκολεύεται να κάνει στοιχειώδη αυτοκριτική για λανθασμένες επιλογές.
Στη συζήτηση στη Βουλή ο εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ κ. Τσακαλώτος άσκησε κριτική στο προσχέδιο και τις στοχεύσεις του θέτοντας το ερώτημα αν το κόστος για την επιστροφή στην ανάπτυξη ήταν το ελάχιστο δυνατό και αν θα επιστρέψουμε σε δυνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης ανάλογους με αυτούς πριν από την κρίση. Θα ξεκινήσω από το δεύτερο ερώτημα. Η αποεπένδυση στη χώρα από το 2007 καθιστά αδύνατη την επιστροφή σε δυνητικούς ρυθμούς της τάξης του 3,5%. Για να αποκατασταθεί ο παραγωγικός ιστός χρειάζονται πάνω από 30 δισ. επενδύσεων την επόμενη τριετία πέρα από αυτές του ΠΔΕ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ όμως παραμένει εκκωφαντικά σιωπηλός ως προς τις θέσεις του για την προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων. Μήπως επειδή έχει ιδεολογικές «αλλεργίες» στις ιδιωτικές επενδύσεις σε μια μεικτή οικονομία;
Ο ΣΥΡΙΖΑ θέτει ως σημείο αναφοράς για την ανάπτυξη τους ρυθμούς πριν από την κρίση, αλλά πρέπει να απαντήσει αν οι ρυθμοί αυτοί προέκυπταν από ένα βιώσιμο παραγωγικό πρότυπο.
Η απάντηση είναι αρνητική. Γιατί την ανάπτυξη τροφοδοτούσε η ιδιωτική και δημόσια κατανάλωση, που στηριζόταν σε δανεικά και όχι στην αύξηση των εισοδημάτων από αύξηση της παραγωγικότητας ή από αύξηση των εξαγωγών.
Ως προς το πρώτο ερώτημα πρέπει ο ΣΥΡΙΖΑ να απαντήσει αν υπήρχε άλλη εναλλακτική για την Ελλάδα το 2010; Υποστηρίζει ότι το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι πρόβλημα περιορισμένης ζήτησης. Στη ΔΕΘ κατέθεσε προτάσεις με τις οποίες δίδεται προτεραιότητα στην αποκατάσταση της ζήτησης.
Αυτή είναι η κλασική πρόταση για να αντιμετωπίσεις την ύφεση. Έχει διαπιστωθεί ότι έχει τη μέγιστη αποτελεσματικότητα όταν εφαρμόζεται σε σχετικά κλειστές οικονομίες, που έχουν δικό τους εθνικό νόμισμα. Η εμπειρία όμως στην περίπτωση της Ελλάδας είναι αρνητική. Η κυβέρνηση της ΝΔ επί Καραμανλή αύξησε τα ελλείμματα μεταξύ 2007 και 2009 στο 15,7% του ΑΕΠ, χωρίς να καταφέρει να αποτρέψει την ύφεση από το 0,4% στο 4,4%. Άρα, ο εθνικός κεινσιανισμός σε αντίθεση με τις θεωρητικές προβλέψεις δεν είναι πάντα και παντού αποτελεσματικός στην αντιμετώπιση της ύφεσης, ειδικά σε νομισματικές ενώσεις.
Η μόνη αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση θα ήταν μια πιο αργή δημοσιονομική προσαρμογή για να μειωθεί το κόστος σε όρους απολεσθέντος ΑΕΠ και θέσεων εργασίας που καταστράφηκαν. Αυτό, όμως, προϋπέθετε συμφωνία των δανειστριών χωρών να δώσουν περισσότερα κεφάλαια από τα 240 δισ. που δόθηκαν στην Ελλάδα. Στο προσχέδιο ενσωματώνεται η υπόθεση ότι η χώρα το 2015 θα καλύψει τις χρηματοδοτικές της ανάγκες από τις αγορές. Η επιλογή αυτή, οδηγεί σε αύξηση του κόστους δανεισμού και σε συνεπακόλουθη επιβάρυνση του προϋπολογισμού.
Είναι, λοιπόν, σημαντικό να διασφαλιστεί ότι η χώρα θα βγει με ασφάλεια στις αγορές. Διότι, η προσφυγή στις αγορές, όταν γίνεται χωρίς να πληρούνται οι αναγκαίες οικονομικές προϋποθέσεις, ενέχει σημαντικούς κινδύνους.
Αναρωτήθηκε κανείς, τι θα συμβεί στη οικονομία και στο πολιτικό σύστημα αν η χώρα βγει για κάποιο διάστημα στις αγορές και μετά υποχρεωθεί να αναζητήσει εκ νέου στήριξη από θεσμικούς δανειστές;
Για μια βιώσιμη έξοδο στις αγορές είναι αναγκαίο να εξασφαλιστεί ότι η αποχώρηση των θεσμικών πιστωτών θα γίνει συναινετικά, θα υπάρξει μια προληπτική πιστωτική γραμμή μέσω των ευρωπαϊκών θεσμών, θα ληφθούν οι θετικές αποφάσεις για το χρέος από τους εταίρους, οι δανειακές ανάγκες των επόμενων χρόνων θα ελαχιστοποιηθούν και θα εξασφαλιστούν τα προβλεπόμενα έσοδα από αποκρατικοποιήσεις.
Είναι πλέον ανάγκη να γίνει μία εμπεριστατωμένη συζήτηση για την έξοδο από το Μνημόνιο και τη διαχείριση του χρέους. Από το Μνημόνιο πρέπει να βγούμε επειδή θα πείσουμε ότι μπορούμε να βγούμε. Αν δώσουμε την εντύπωση ότι θέλουμε να βγούμε επειδή απλά βολεύει πολιτικά, θα έχουμε τεράστιο οικονομικό κόστος. Δεν έχουμε κανένα δικαίωμα να ακυρώσουμε τα πέντε χρόνια προσπαθειών του ελληνικού λαού για πέντε ημέρες εφήμερης αντιμνημονιακής δόξας. Η χώρα χρειάζεται ασφαλείς και σταθερές επιλογές.
*Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην Ημερησία