Του Δημήτρη Παπανικολάου
Έλληνες δημοσιογράφοι, κατά κανόνα άσχετοι με τα πανεπιστημιακά πράγματα, ξεκινούν τις ερωτήσεις τους εκφράζοντας τη βαθιά τους ανησυχία για «την κατάντια των ελληνικών πανεπιστημίων» — χωρίς να εξηγούν ποτέ τι εννοούν, με συγκεκριμένα στοιχεία και συγκεκριμένες συγκρίσεις με διεθνή δεδομένα. Κι όμως, τα περισσότερα πανεπιστήμια σε όλο τον κόσμο σήμερα έχουν παρόμοια προβλήματα με το ελληνικό, με τη διαφορά ότι η δημόσια συζήτηση γι’ αυτά γίνεται με λιγότερο φοβικούς και προπαγανδιστικούς όρους…
Την εβδομάδα που πέρασε, κορυφώθηκε η αντιπαράθεση γύρω από το κεντρικό κτίριο του Πανεπιστημίου Αθηνών και τις προτάσεις του πρύτανη του Ιδρύματος για τον έλεγχο της πρόσβασης σε αυτό. Μάλλον κάπου στην πορεία, ανάμεσα σε τηλεοπτικές συνεντεύξεις του πρύτανη, υπουργικές δηλώσεις και αντεγκλήσεις ξεχάστηκε ποιο πραγματικά είναι το διακύβευμα όλης αυτής της ιστορίας. Μας βοηθάει να το θυμηθούμε και να το καταλάβουμε πολύ καλύτερα, η ανακοίνωση που εξέδωσε για το ζήτημα την προηγούμενη Παρασκευή (17.10.2014) το Συμβούλιο του Ιδρύματος.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση, το Συμβούλιο «συστρατεύεται με τις Πρυτανικές Αρχές στην προσπάθειά τους για την εμπέδωση αισθήματος ασφάλειας στην πανεπιστημιακή κοινότητα και την εύρυθμη λειτουργία του Ιδρύματος. Το πανεπιστήμιο είναι δημόσια περιουσία, ανήκει σε όλους τους Έλληνες […] και πρέπει να προστατεύεται αναλόγως». Ως εκ τούτου, «κρίνεται απαραίτητο να εκπονηθεί και υλοποιηθεί σύστημα ελέγχου της πρόσβασης όλων των μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας, αλλά και των πολιτών στις πανεπιστημιακές εγκαταστάσεις, όπως συμβαίνει σε κάθε σύγχρονο Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα». Τέλος, περνώντας κάπως αναπάντεχα από την ασφάλεια στην καθαριότητα, το Συμβούλιο καταλήγει με τη συμβουλή «να γίνουν άμεσα αναθέσεις», ώστε να αντιμετωπιστεί «το οξύτατο πρόβλημα καθαρισμού των πανεπιστημιακών χώρων. Αυτό απαιτεί η άμεση αντιμετώπιση της έκτακτης ανάγκης που συνδέεται με την προστασία της δημόσιας υγείας και της νεολαίας μας».
Έκτακτη ανάγκη, δημόσια υγεία, «η νεολαία μας»(!). Σύστημα ελέγχου, αίσθημα ασφαλείας, εύρυθμη λειτουργία. Αν σας ξενίζει η γλώσσα αυτής της ανακοίνωσης, σωστά σας ξενίζει. Είναι γλώσσα βιοπολιτικού οργάνου — γι’ αυτό άλλωστε φέρνει τόσο πολύ, ακόμα και στις λέξεις της, τον απόηχο άλλων εποχών και καθεστώτων. Είναι γλώσσα που δεν μιλάει για το πανεπιστήμιο, αλλά για διαχείριση πληθυσμών. Δεν στοχεύει στην ανάδειξη ενός προβλήματος λειτουργίας ενός ιδρύματος και στην αντιμετώπισή του, αλλά, με αφορμή τη δραματική και «εμπόλεμη» παρουσίασή του (το Συμβούλιο, ακούμε, «συστρατεύεται»!), κοιτάζει πώς να εντείνει τον ηθικό πανικό, να επιβάλει ως ανάγκη ένα καθεστώς επιτήρησης, να περιγράψει όλη αυτή την πολιτική επιβολής ως στρατηγική ανοσοποίησης και προστασίας.
Εκεί έξω παραμονεύουν εχθροί, και το ελληνικό πανεπιστήμιο πρέπει να οχυρωθεί: αυτό μας λέει και η ανακοίνωση, το ίδιο επαναλαμβάνουν τον τελευταίο καιρό και τόσοι άλλοι «αρμόδιοι». Το ελληνικό πανεπιστήμιο παρουσιάζεται ως εξαίρεση (= δεν είναι σαν τα άλλα «σύγχρονα πανεπιστημιακά ιδρύματα» του κόσμου), και στη βάση αυτής της ρητορικής στρατηγικής τού επιβάλλεται, σιγά σιγά, μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Προωθείται δηλαδή, ολοένα και περισσότερο, η εικόνα ενός ελληνικού πανεπιστημίου που νοσεί, και το οποίο κανονικά θα πρέπει να βρίσκεται υπό κηδεμονία.
Δεν είναι τυχαίο ότι όλα αυτά (πρύτανης σε υπερδιέγερση ασφαλείας, συμβούλια σε πατρική ζέση για την «υγεία της νεολαίας μας» κλπ. κλπ.), συμβαίνουν σε μια στιγμή και, δυστυχώς, εντελώς συντονισμένα με έναν πολύ ευρύτερο καθεστωτικό χειρισμό της εικόνας των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων όλης της χώρας ως γενικώς αποτυχημένων, ως χώρων ανομίας, ακαθαρσίας, πτώσης, κακοδιαχείρισης, τεμπελιάς (και «αιώνιας φοίτησης»), κυκλοφορίας περίεργων ιδεών και ανθρώπων, παντοδυναμίας της Αριστεράς, έκλυσης των ηθών· ως τόπων δηλαδή προς αστυνόμευση, ξεκαθάρισμα, αναμόρφωση, συμμόρφωση και, ως εκ τούτου, «προς εκσυγχρονισμό».
Την ίδια στιγμή, και δι’ αυτής της τακτικής, αποπροσανατολίζεται η συζήτηση για τις πραγματικές επεμβάσεις εναντίον του πανεπιστημίου: την ακραία υποχρηματοδότηση, την έλλειψη προσωπικού, την αποσάθρωση των υπαρχόντων δομών έρευνας (ερευνητικά κέντρα, χρηματοδότηση, υποτροφίες, βιβλιοθήκες· βλ. και το νομοσχέδιο «Για την Έρευνα, την Τεχνολογική Ανάπτυξη και την Καινοτομία», που έρχεται, σχεδόν χωρίς συζήτηση, στη Βουλή τις επόμενες εβδομάδες). Αποσιωπώνται επίσης οι (κοινωνικές, μαθησιακές και επιστημονικές) κατακτήσεις του ελληνικού πανεπιστημίου σε μια μακρά περίοδο, αλλά και η συχνά εντυπωσιακή, με βάση τα δεδομένα, σημερινή του δυναμική.
Ζω στην Αγγλία, και εργάζομαι τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια στο περιβάλλον που κάποιοι θα αποκαλούσαν «μεγάλα πανεπιστήμια του εξωτερικού». Aπό αυτήν ακριβώς την εμπειρία προκύπτει και η εκτίμησή μου για τους συναδέλφους μου στην Ελλάδα, η άποψη για την ουσιαστική δουλειά που γίνεται στους περισσότερους τομείς στο ελληνικό πανεπιστήμιο, αλλά και η δυνατότητά μου να το εντάσσω, πιστεύω, ήρεμα στον διεθνή χάρτη ανώτατης παιδείας.
Γι’ αυτό έχω βαρεθεί να ακούω έλληνες δημοσιογράφους, κατά κανόνα άσχετους με τα πανεπιστημιακά πράγματα, να ξεκινούν τις ερωτήσεις τους εκφράζοντας τη βαθιά τους ανησυχία για «την κατάντια των ελληνικών πανεπιστημίων» — χωρίς να εξηγούν ποτέ τι εννοούν, με συγκεκριμένα στοιχεία και συγκεκριμένες συγκρίσεις με διεθνή δεδομένα.
Κι όμως, τα περισσότερα πανεπιστήμια σε όλο τον κόσμο σήμερα έχουν παρόμοια προβλήματα με το ελληνικό, με τη διαφορά ότι η δημόσια συζήτηση γι’ αυτά γίνεται με λιγότερο φοβικούς και προπαγανδιστικούς όρους.
Έχω βαρεθεί την εκλαϊκευτική σύγκριση του ελληνικού πανεπιστημίου με ένα «ιδεατό σύγχρονο πανεπιστήμιο τύπου Χάρβαρντ», που την ίδια στιγμή, από άγνοια ή από υπολογισμό, δεν αναφέρει ότι για κάθε ιδιωτικό πανεπιστήμιο «τύπου Χάρβαρντ» υπάρχουν στην Αμερική πάρα πολλά, ιδιαίτερα προβληματικά και πολύ υποχρηματοδοτημένα, άλλα «κατώτερα» πανεπιστήμια. Διαφορετικό και ιδιαίτερα ταξικό μοντέλο, εντελώς — αυτό θέλουμε άραγε;
Έχω βαρεθεί όσους μιλούν για το προαύλιο ενός ελληνικού δημόσιου πανεπιστημίου λες και μιλούν για το προαύλιο ενός οξφορδιανού κολεγίου (αποκρύπτοντας, δηλαδή, ότι το σύγχρονο, εν προκειμένω, δεν είναι το οξφορδιανό ήσυχο γρασίδι, αλλά το πολύβουο, πολύχρωμο, δημοκρατικό και υπερκινητικό δημόσιο προαύλιο).
Έχω βαρεθεί να διαβάζω για επιχειρήσεις αρετής της αστυνομίας σε πανεπιστήμια, που ανακοινώνουν έπειτα σε εθνικό κοινό τα τρομερά τους ευρήματα — όπως για παράδειγμα την προηγούμενη εβδομάδα, όταν αναπαρήχθη με μανία στα εθνικά μίντια η σύλληψη φοιτητή με μικροποσότητα χασίς (!) στον προαύλιο χώρο του ΑΠΘ.
Έχω βαρεθεί όλες αυτές οι επιχειρήσεις αρετής να γίνονται, κατά σατανική σύμπτωση, σε εποχές που επίκεινται ανακοινώσεις άλλου τύπου μέτρων για την ανώτατη παιδεία, από υπουργούς, πρυτάνεις και συμβούλια ασφαλείας.
Αν θέλουμε να μιλήσουμε για εξαίρεση λοιπόν, μπορούμε να ξεκινήσουμε από εκεί: συνειδητοποιώντας, επιτέλους, ότι αυτή η προπαγανδιστική υπονόμευση του εθνικού δημόσιου πανεπιστημίου, ειδικά με τους χονδροειδείς όρους που γίνεται τούτη τη στιγμή στην Ελλάδα, αποτελεί, πραγματικά, μια παγκόσμια πατέντα.
Ο Δημήτρης Παπανικολάου διδάσκει νεοελληνική φιλολογία, θεωρία της λογοτεχνίας και σπουδές φύλου στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.
unfollow.com.gr