Με αφορμή τη χθεσινή συζήτηση στο δημοτικό συμβούλιο Λάρισας για την σύναψη προγραμματικής σύμβασης με το ΑΠΘ για την Πολεοδομική ανασυγκρότηση της πόλης, η Λαϊκή Συσπείρωση του δήμου που καταψήφισε τη συγκεκριμένη σύμβαση, σε ανακοίνωσή της αναφέρει τα εξής:
Με αφορμή την προγραμματική σύμβαση μεταξύ του Δήμου Λαρισαίων και του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με θέμα τη διερεύνηση της πολεοδομικής ανασυγκρότησης του Δήμου, ανοίγεται ξεκάθαρα μέσα από τις κατευθύνσεις του πολεοδομικού σχεδιασμού, το κεφαλαιώδες ζήτημα του χαρακτήρα του δρόμου ανάπτυξης και των στρατηγικών επιλογών της νέας δημοτικής αρχής οι οποίες συντάσσονται απόλυτα με τις κεντρικές πολιτικές επιλογές, τις κατευθύνσεις της ευρωπαϊκής ένωσης και τις επιταγές της επιχειρηματικότητας.
Βλέποντας συνδυαστικά το θέμα με τις πρόσφατες αποφάσεις στην επιτροπή τουρισμού συμπεραίνουμε ότι οι πολεοδομικές Παρεμβάσεις που παραγγέλλονται στον μελετητή Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης θα κινούνται στους άξονες που τέθηκαν στην τεχνοκρατική διαβούλευση, όπου το σχέδιο μάρκετινγκ προορίζει την πόλη να γίνει ένα ανταγωνιστικό επιχειρηματικό κέντρο εξασφαλίζοντας τα 3Α : ανάπτυξη, ανταγωνιστικότητα, αναγνωρισιμότητα.
Εδώ τίθεται το κομβικό ερώτημα ανάπτυξη για ποιον; Η ανάπτυξη που επιφυλάσσει και επιθυμεί η δημοτική αρχή έχει όνομα, είναι των επιχειρηματικών επενδύσεων, του κεφαλαίου που καμία σχέση δεν έχει με τις σύγχρονες διευρυνόμενες λαϊκές ανάγκες. Είναι αυτό το μοντέλο ανάπτυξης που έφερε την καπιταλιστική κρίση, την ανεργία, τις ελαστικές σχέσεις εργασίας. Οι εργατοϋπάλληλοι και τα υπόλοιπα λαϊκά στρώματα της πόλης δεν έχουν κανένα συμφέρον από μια τέτοια ανάπτυξη. Αντιθέτως ζημιώθηκαν μέσα από την καπιταλιστική κρίση τα τελευταία χρόνια, στην οποία οδηγηθήκαμε εξαιτίας αυτών των στρατηγικών επιλογών.
Συγκεκριμένα μέσα από την πρόταση – μελέτη του αριστοτέλειου πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης θα καταρτιστεί το σχέδιο – πλαίσιο που θα αξιοποιεί και τις πρόσφατες αντιλαϊκές αλλαγές στο επίπεδο του Πολεοδομικού χωροταξικού σχεδιασμού και των χρήσεων γης. Το αποτέλεσμα θα είναι η δημιουργία ενός σύγχρονου μεν αναπτυξιακού εργαλείου στο επίπεδο του πολεοδομικού σχεδιασμού, που όμως θα εξυπηρετεί κατά προτεραιότητα τις στρατηγικές επιδιώξεις του κεφαλαίου στην ευρύτερη περιοχή και την ανάπτυξη των επενδύσεων και όχι τις σύγχρονες υψηλές απαιτήσεις για μια νέα ποιότητα ζωής στην πόλη που θα εξυπηρετούν το λαό και τους εργαζόμενους.
Οι νέες κατευθύνσεις θα στοχεύουν σε επενδύσεις που θα προωθούνται στον κλάδο του τουρισμού που θεωρείται ότι έχει περιθώρια ανάπτυξης στην περιοχή και στον τομέα του ιατρικού τουρισμού μέσα από τις ιδιωτικές δομές υγείας που υπάρχουν και μπορούν να προσελκυστούν. Επίσης θα εξυπηρετούνται με τα νέα πολεοδομικά εργαλεία οι μελλοντικές επενδύσεις στον τομέα του χονδρεμπορίου και παράλληλα θα διευκολύνονται οι μεγάλες εμπορικές αλυσίδες που αναπτύχθηκαν τα τελευταία χρόνια στην περιοχή και συμπιέζουν την ντόπια αγορά και τους μικρούς εμπόρους της πόλης. Από παρόμοιες επενδύσεις τα προηγούμενα χρόνια δεν ωφελήθηκαν οι εργαζόμενοι της περιοχής οι οποίοι έχασαν δικαιώματα και κατακτήσεις, αφού γνώρισαν από πρώτο χέρι τις ελαστικές μορφές απασχόλησης που επιβλήθηκαν, τις ατομικές και επιχειρησιακές συμβάσεις των μισθών πείνας, την ανασφάλιστη και μαύρη εργασία και όλα αυτά στο βωμό της διαφύλαξης και της αύξησης της κερδοφορίας των καπιταλιστικών επιχειρήσεων και στις συνθήκες της καπιταλιστικής κρίσης.
Σε αυτού του είδους την ανάπτυξη στοχεύει και με τέτοια κριτήρια αντιμετωπίζει η δημοτική αρχή και το ζήτημα των ανοικτών χώρων της πόλης, υπαρχόντων και καινούργιων όπως η ενδεχόμενη αξιοποίηση κάποιων στρατοπέδων που βρίσκονται εντός του αστικού ιστού και πιθανόν να αποδεσμευτούν και να παραδοθούν προς αξιοποίηση. Η κατασκευή και εκμετάλλευση τους θα περνά μέσα από την ανάπτυξη επιχειρηματικής δραστηριότητας στοιχιζόμενη πίσω από επιλογές που γίνονται σε κεντρικό επίπεδο παραδείγματος χάρη με την λεγόμενη αξιοποίηση του ελληνικού από τον όμιλο Λάτση και την πολυεθνική κοινοπραξία, χωρίς ουσιαστικά έτσι να αποδίδονται στο λαό της πόλης αλλά αντιθέτως να χαρίζονται σαν φιλέτο και μέσα από τη λειτουργία τους με τους όρους της ανταποδοτικότητας στην κερδοφορία των επιχειρηματικών συμφερόντων.
Τα θέματα που έχουν να κάνουν με τον χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό, την πολιτική γης συνολικότερα, η έννοια της οργάνωσης του κοινωνικού χώρου πρέπει να απαντήσουν στο κρίσιμο θεμελιώδες ερώτημα “χωροταξικός σχεδιασμός για ποιον”, δηλαδή είναι βαθύτατα ταξικό ζήτημα και όχι τεχνοκρατικό και συνδέεται άμεσα με τα ζητήματα της οικονομίας. Στο πλαίσιο των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, ο χωροταξικός σχεδιασμός εντάσσεται και υποτάσσεται, αντικειμενικά, στους νόμους της αγοράς, της κερδοφορίας του κεφαλαίου και των μονοπωλιακών ομίλων. Είναι άρρηκτα δεμένος με την τάση της εμπορευματοποίησης της γης, των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων και ιδιωτικοποιήσεων που προωθούνται στο πλαίσιο της ΕΕ.
Ο μοναδικός χωροταξικός σχεδιασμός που μπορεί να λειτουργήσει πραγματικά για την κάλυψη των λαϊκών αναγκών προϋποθέτει κοινωνική ιδιοκτησία στη γη, κοινωνικοποίηση του συνόλου των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, επιστημονικό κεντρικό σχεδιασμό και εργατικό έλεγχο, σε καθεστώς εργατικής λαϊκής εξουσίας. Χωροταξικός σχεδιασμός στη βάση των αποτελεσμάτων ερευνών για τη διάγνωση νέων αναγκών που θα ανταποκρίνονται στη νέα διάρθρωση της οικονομίας και της κοινωνίας. Χωροταξικός σχεδιασμός που θα χωροθετήσει με κριτήριο της προτεραιότητες αναδιάρθρωσης και ανάπτυξης της της παραγωγής που θα προκύπτουν μέσω του επιστημονικού κεντρικού σχεδιασμού.
Σύμφωνα με τα παραπάνω κριτήρια και ιδιαίτερα στο επίπεδο οργάνωσης της πόλης και της ευρύτερης περιοχής θα προκριθούν τα ζητήματα προσαρμογής των χρήσεων γης που θα απαντούν της νέες ανάγκες. Συγκεκριμένα προτεραιότητα δίνεται στην οργάνωση παραγωγικών ζωνών και με την διεύρυνση των υπαρχόντων που θα προωθούν τη συγκέντρωση-αποθήκευση της συνεταιριστικοποιημένης πρωτογενούς παραγωγής και προώθησής της στο δεύτερο στάδιο της μεταποίησης σύμφωνα με τον κεντρικό σχεδιασμό.
Εξαιτίας των νέων δεδομένων στην παραγωγή θα μελετηθεί ξανά η αύξηση του πληθυσμού στη πόλη και η οργανωμένη υποδοχή σε νέες οικιστικές ζώνες κοινωνικών κατοικιών που θα απαντούν με σύγχρονους όρους στα οξυμένα στεγαστικά ζητήματα, ενώ ταυτόχρονα προκρίνεται η ανάπτυξη δικτύου νέων πολυλειτουργικών κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων που θα εξασφαλίζουν ελεύθερη πρόσβαση στο λαό της πόλης σε πολιτιστικές, αθλητικές, ψυχαγωγικές δραστηριότητες. Της θα πρέπει να προβλεφθεί-μελετηθεί η σταδιακή συνένωση τουλάχιστον των όμορων της πόλης οικισμών στα πλαίσια της ενοποίησης και κοινωνικοποίησης των παραγωγικών δομών και της γης μέσω του κεντρικού σχεδιασμού και της οργάνωσης της οικονομίας με στόχο σταδιακά να οδηγηθούμε στην εξάλειψη των ανισοτήτων μεταξύ πόλης και χωριού.
Της προτεραιότητα θα δίνεται στη διαφύλαξη και ανάδειξη της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς που έχει απομείνει στην πόλη, η οποία βάναυσα έχει αλλοιωθεί της τελευταίες δεκαετίες εξαιτίας της εμπορευματοποίησης της γης και του επιχειρηματικού κέρδους.
Καλούμε άμεσα της εργαζόμενους και τα υπόλοιπα λαϊκά στρώματα της πόλης μέσα από της φορείς που οργανώνονται της χώρους δουλειάς και κατοικίας να οξύνουν την πάλη της για διεκδίκηση νέων κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων με ελεύθερη πρόσβαση για όλους, που δεν θα χαρίζονται για εκμετάλλευση στο μεγάλο κεφάλαιο, αλλά θα κατασκευαστούν μέσω διεκδίκησης κρατικής χρηματοδότησης και θα αποδοθούν για την εξυπηρέτηση των λαϊκών συμφερόντων και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής.