Από το Γραφείο Τύπου του ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ Δημοκρατών Σοσιαλιστών εκδόθηκε η ακόλουθη ανακοίνωση:
Πραγματοποιήθηκε σήμερα, Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου, στα κεντρικά γραφεία του ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ, ενημερωτική συνάντηση για την αποτίμηση και αξιολόγηση της διαπραγματευτικής διαδικασίας.
Στην συνάντηση, συμμετείχαν υποψήφιοι βουλευτές του ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ και μέλη των Ομάδων Πρωτοβουλίας και των Δικτύων Αυτοοργάνωσης του Λεκανοπεδίου.
Στην εισηγητική του παρέμβαση, ο Πρόεδρος του ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ, Γιώργος Α. Παπανδρέου, μεταξύ άλλων, ανέφερε:
“Τώρα που η σκόνη από τις πρώτες εντυπώσεις – επαναστατικές ή αντιπολιτευτικές – κάθισε, και γνωρίζουμε το βασικό πλαίσιο της συμφωνίας στην οποία οδηγήθηκε η κυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου, με τους εταίρους μας, είναι η ώρα να μιλήσουμε με τη γλώσσα της πραγματικότητας και να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, πρώτα απ’ όλα έχασε πολύτιμο χρόνο.
Με δεδομένα και τα περιορισμένα χρονικά περιθώρια που ανεύθυνα διαμόρφωσε η κυβέρνηση Σαμαρά, κατάφερε τελικά, να έρθει σε επαφή με τα πραγματικά ζητήματα που είχε να αντιμετωπίσει.
Με πρώτο και καλύτερο, την ανάγκη να διασφαλίσει πόρους, από τους δανειστές μας, για να καλύψει τα χρηματοδοτικά κενά, για όσο διάστημα η Ελλάδα δεν μπορεί να προσφύγει στις αγορές. Πόροι που θα δίνονται με προϋποθέσεις, τις οποίες μάλιστα, θα συζητά με τους εταίρους – δανειστές.
Την αυτονόητη αυτή παραδοχή, αποδέχτηκε η Ελληνική Κυβέρνηση, αφού πρώτα έθεσε τη χώρα σε κατάσταση απελπιστικής μοναξιάς.
Ουσιαστικά, ήρθε σε επαφή με όσα συστηματικά και συνειδητά απέφευγε να αντιμετωπίσει, από την πρώτη ημέρα που ξέσπασε η κρίση μετά το 2009. Ηρθε σε επαφή με τους πραγματικούς συσχετισμούς δυνάμεων στην Ευρώπη – αλλά και τα πραγματικά δεδομένα της οικονομίας στο εσωτερικό της χώρας.
Αν και δεν το αναγνώρισε ευθέως, ελπίζουμε να κατανόησε πλήρως η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, ότι το πρόβλημα της χώρας δεν είναι η σύμβασή μας με τους δανειστές – με τους οποίους τελικά υπέγραψε συμφωνία, αλλά οι πραγματικοί λόγοι, τα πραγματικά αίτια τα οποία μας ανάγκασαν και μας αναγκάζουν ακόμα και σήμερα, να τους έχουμε ανάγκη.
Ένα πελατειακό και παρασιτικό οικονομικό και πολιτικό σύστημα.
Η προσωρινή και υπό προϋποθέσεις απόφαση του Eurogroup να συνεχίσει τις επαφές με την Ελληνική κυβέρνηση, έδωσε το φιλί της ζωής στην Ελλάδα. Απέκλεισε επί του παρόντος το ενδεχόμενο να στερηθεί της παρουσίας του μοναδικού παράγοντα δανεισμού της Ελλάδας. Είχε κύριο στόχο την προστασία του τραπεζικού συστήματος της χώρας, για όσο διάστημα η Κυβέρνηση θα συζητά με τους εταίρους την – δυστυχώς – άδηλη επί του παρόντος μελλοντική τους σχέση.
Και μάλιστα, χωρίς η απόφαση να προβλέπει χρηματοδότηση και με τα χρήματα του ΤΧΣ να έχουν επιστρέψει στους εταίρους, προφανώς για να επισημανθεί η απουσία εμπιστοσύνης, ένεκα των χειρισμών αλλά και των εύκολων λόγων της κυβέρνησης.
Δηλαδή, με την αβεβαιότητα, ως προς την χρηματοδότηση των αναγκών της χώρας, να έχει φτάσει στο μη περαιτέρω.
Αυτή όμως η προσωρινή και με προϋποθέσεις απόφαση, αποτελεί μια ακόμη προσχώρηση της κυβέρνησης στην άποψη ότι, οι πρωτοβουλίες για την στήριξη των καταθετών, δεν ισοδυναμούν με πρωτοβουλίες για τη στήριξη των τραπεζιτών – όπως αρέσκονταν να υποστηρίζουν στο παρελθόν τα ηγετικά – και σήμερα κυβερνητικά, στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Τα οποία, όταν η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, το 2011, υποστήριζε την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών με κοινές μετοχές μετά ψήφου, ποιούσαν την νήσσαν.
Στις προϋποθέσεις κάλυψης των χρηματοδοτικών κενών μας από τους εταίρους-δανειστές, περιλαμβάνονται προτάσεις για μεταρρυθμίσεις στον τρόπο λειτουργίας του κράτους και της οικονομίας, ώστε σύντομα η Ελλάδα να μπορεί να σταθεί στα πόδια της και να ανακτήσει την οικονομική της αυτοδυναμία.
Περιλαμβάνεται δηλαδή, ό,τι από το ξέσπασμα της κρίσης ήταν και παραμένει το μεγάλο ζητούμενο για τη χώρα και τους πολίτες, το οποίο από τότε και μέχρι σήμερα αποστρέφονταν τα κόμματα της τότε αντιπολίτευσης, που με τη σειρά τους κλήθηκαν και αυτά να κυβερνήσουν και τελικά, να “ανακαλύψουν” – αντιμέτωπα με την πραγματικότητα και την αλήθεια.
Μια αλήθεια, που αποτελεί και την μοναδική ουσιαστική απάντηση στις παθογένειες του πελατειακού κράτους, με το οποίο, κρυπτόμενα πίσω από τις δήθεν αντιμνημονιακές κορώνες, ουδέποτε είδαν ως τον πραγματικό αντίπαλο με τον οποίο οφείλουν να αναμετρηθούν.
Δυστυχώς, η Κυβέρνηση δεν θέλησε να ακούσει τις ειλικρινείς, δημιουργικές και καθόλου υποκριτικές προτάσεις που είχε καταθέσει το ΚΙΝΗΜΑ από την προεκλογική περίοδο και ο Γιώργος Α. Παπανδρέου πριν από πολύ καιρό.
Προτάσεις που θα συνέβαλαν ουσιαστικά στη βελτίωση των όρων αποπληρωμής του χρέους και την ανακούφιση από την αυστηρή λιτότητα.
Προτάσεις που εάν είχαν κατατεθεί πολύ νωρίτερα, θα είχε αποφύγει η Ελλάδα την ανασφάλεια και την εκροή καταθέσεων από τις τράπεζες.
Προτάσεις, που θα εξόπλιζαν με πραγματική διαπραγματευτική ισχύ την χώρα και βεβαίως, την κυβέρνηση, θα πρόσθεταν αξιοπιστία και θα έδειχναν ότι, η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να θέσει τον δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων.
Και μάλιστα, με τη συμμετοχή και αδιαμεσολάβητη έκφραση των Ελλήνων πολιτών μέσω δημοψηφίσματος.
Η κατάργηση όσων προοδευτικών μεταρρυθμίσεων έγιναν το 2009-11, για την εξυπηρέτηση προεκλογικών εξαγγελιών όπως και η στροφή σε πολιτικές προνομίων σε όσους διασφαλίζουν προνομιακές εκλογικές σχέσεις με την εκάστοτε κυβέρνηση, σε βάρος των άλλων πολιτών, δεν μπορούν να δικαιολογηθούν.
Τώρα, η κυβέρνηση έχει μια μοναδική ευκαιρία να προωθήσει προοδευτικές μεταρρυθμίσεις, όχι ως αυτοσκοπό, αλλά ως μέσο οικοδόμησης κράτους δικαίου και κοινωνικής δικαιοσύνης.
Σε μια τέτοια περίπτωση, θα μας βρει συμμάχους, όπως και πολλούς άλλους, που δεν έπαψαν στιγμή να μιλούν για τις πραγματικές αιτίες που μας οδήγησαν ένα βήμα πριν από μια εθνική καταστροφή – όταν άλλοι διακατέχονταν από την τα εύκολα λόγια της “αριστεροδεξιάς” ρητορικής.
Η επισήμανση αυτή είναι αναγκαία, καθώς η κυβέρνηση ουδέποτε είχε συμπεριλάβει στο σκεπτικό της, μεταρρυθμιστικό πλαίσιο, με αποτέλεσμα σήμερα, να βρίσκεται αντιμέτωπη με περίπου αναγκαστικής φύσεως ρυθμίσεις.
Είναι γεγονός ότι, οι μέχρι τώρα επιλογές της κυβέρνησης, δεν επιτρέπουν ιδιαίτερη αισιοδοξία. Γιατί, καθώς φαίνεται, η ανάγκη την οδηγεί σε δεύτερες και πιο πραγματικές θέσεις, όχι η ανιδιοτελής πρόθεσή της να αναμετρηθεί με τα μεγάλα διακυβεύματα που έχουν η χώρα και οι Έλληνες μπροστά τους.
Ας μην εκθέσει σε κινδύνους, λοιπόν, την διαπραγμάτευση που μόλις τώρα αρχίζει. Και μάλιστα, ενώ δεν υπάρχει ολοκληρωμένη συμφωνία – με δική της ευθύνη, αλλά θα είναι αναγκασμένη να κρίνεται από την ανταπόκριση της στις δεσμεύσεις της, σε τακτά χρονικά διαστήματα.
Η ελπίδα, όμως, ποτέ δεν ήταν κακός συμπαραστάτης.
Όσο για το τι πραγματικά πέτυχε η Κυβέρνηση σε αυτήν πρώτη αλλά επώδυνη επαφή της με τους εταίρους, θα ήταν καλό να μάθει από τώρα να ομιλεί με τη γλώσσα της αλήθειας.
Αυτήν την αλήθεια απαιτεί από όλους ο Ελληνικός λαός.
Οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου, οφείλουν να κατανοήσουν ότι, η αξιοπρέπεια των Ελλήνων θωρακίζεται όταν αντιμετωπίζουμε τον λαό, τους πολίτες, με αλήθειες.
Λυτρώνουμε δυνάμεις του Ελληνικού λαού, όταν δεν καλλιεργούνται μύθοι και δεν χτίζονται κάστρα στην άμμο.
Ελπίζουμε ότι, αφού σχεδόν όλες οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας έχουν έρθει αντιμέτωπες με την πραγματικότητα εντός και εκτός Ελλάδας, θα σταματήσουμε να καλλιεργούμε ψευτοδιλήμματα ή να αναζητούμε εξιλαστήρια θύματα.
Και θα μπορέσουμε επιτέλους, να ενώσουμε τις δυνάμεις του Ελληνικού λαού αντιμετωπίζοντας συλλογικά τα πραγματικά διακυβεύματα για την πορεία της χώρας και το μέλλον της Ελληνικής κοινωνίας.”