Του Σταύρου Λυγερού
Ήταν εξαρχής δεδομένο ότι η επταμερής συνάντηση τη νύχτα της Πέμπτης, από τη φύση της, δεν μπορούσε να οδηγήσει σε συγκεκριμένη αναλυτική συμφωνία. Δεν ήταν, άλλωστε, αυτός ο σκοπός του Τσίπρα. Σκοπός του ήταν να θέσει το ελληνικό πρόβλημα στο ανώτατο πολιτικό επίπεδο της Ευρωζώνης, να επαναπροσδιορίσει τις σχέσεις της κυβέρνησής του με το ευρωιερατείο και στο πλαίσιο αυτό να επιλύσει το ζωτικό πρόβλημα της χρηματοδότησης εν όψει των επόμενων δανειακών υποχρεώσεων της χώρας.
Οι διατυπώσεις της συμφωνίας στο Eurogroup της 20ης Φεβρουαρίου αποδείχθηκαν στην πράξη αρκετά ασαφείς, ώστε να επιδέχονται διπλή ανάγνωση. Δεδομένου ότι υπήρχαν αντιτιθέμενες επιδιώξεις, το αποτέλεσμα ήταν στη συνέχεια η κάθε πλευρά να επικαλείται την ανάγνωση που την βόλευε.
Σε αντίθεση με την Αθήνα, που θεωρούσε παρελθόν τα προαπαιτούμενα της 5ηςαξιολόγησης του Μνημονίου, ο Σόιμπλε και οι δορυφόροι του έθεταν ουσιαστικά ως προϋπόθεση την ολοκλήρωση αυτής της αξιολόγησης. Μ’ αυτή την εντολή διαπραγματεύθηκαν και τα τεχνικά κλιμάκια, γεγονός που προκάλεσε όχι μόνο αδιέξοδο, αλλά και μεγάλη ένταση.
Σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες, στην προ ημερών τηλεδιάσκεψη του Euro Working Group, ο γενικός γραμματέας Νίκος Θεοχαράκης και η σύμβουλος Έλενα Παναρίτη βρέθηκαν αντιμέτωποι με τόσο αδιάλλακτες απαιτήσεις, που τελικώς υποχρεώθηκαν να διακόψουν τη σύνδεσή τους!
Όλοι σχεδόν οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι καλούσαν το προηγούμενο διάστημα την Αθήνα να τηρήσει τις δεσμεύσεις της. Δεν διευκρίνιζαν, όμως, σε ποιες δεσμεύσεις αναφέρονταν. Στην προώθηση των μεταρρυθμίσεων που περιλαμβάνονταν στην εγκεκριμένη λίστα του Βαρουφάκη, ή στα επώδυνα προαπαιτούμενα της 5ης αξιολόγησης που ούτε και η κυβέρνηση Σαμαρά δεν είχε τολμήσει να εφαρμόσει;
Η εν λόγω ασαφής ρητορική εκ μέρους των αφεντικών της Ευρωζώνης αντανακλούσε τη δεδομένη επιφυλακτικότητά τους για τις προθέσεις της κυβέρνησης Τσίπρα. Όπως, όμως, ομολογεί κοινοτική πηγή, εξέφραζε, όμως, και την ανομολόγητη πρόθεσή τους να εμφανίσουν την Αθήνα σαν ασυνεπή κι αναξιόπιστη, ώστε να δικαιολογήσουν πολιτικά την επιχειρούμενη πρόκληση ελεγχόμενης ασφυξίας. Με εκτελεστικό βραχίονα την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έδιναν στην Ελλάδα τόσον “αέρα” ώστε να μην καταρρεύσει, επειδή αυτό δεν συμφέρει ούτε αυτούς, αλλά όχι όσο χρειάζεται για να σταθεί στα πόδια της η οικονομία.
Σ’ αυτή την τακτική εντάσσονταν και οι καθημερινές υπονομευτικές δηλώσεις, σκοπός των οποίων ήταν να καλλιεργήσουν κλίμα αβεβαιότητας. Αναμφισβήτητος πρωταγωνιστής σ’ αυτό το σήριαλ ήταν ο Σόιμπλε, αν και η δήλωση Ντάισελμπλουμ για το ενδεχόμενο εφαρμογής στην Ελλάδα της συνταγής Κύπρου υπερέβη κάθε όριο. Είχαν συνείδηση πως με τον τρόπο αυτό προκαλούν νέα αιμορραγία στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα και ξαναπαγώνουν την εγχώρια αγορά. Με άλλα λόγια, κρατούσαν την Ελλάδα στα γόνατα.
Στόχος αυτής της τακτικής ήταν να υποχρεωθεί η ελληνική κυβέρνηση σε παράδοση άνευ όρων. Θεωρούσαν όχι αδικαιολόγητα ότι ακόμα κι αν ο Τσίπρας αντιστεκόταν, η οικονομική ασφυξία θα έστρεφε εναντίον του τα μικρομεσαία στρώματα που δεν έχουν ακόμα πέσει στον γκρεμό. Κατ’ αυτό τον τρόπο θα τον αποσταθεροποιούσαν και ως εκ τούτου θα τον καθιστούσαν πολιτικά ευάλωτο. Θα εξουδετέρωναν, δηλαδή, το μοναδικό του πλεονέκτημα.
Στο σημείο αυτό είναι χρήσιμο να υπογραμμισθεί ότι την τακτική των γερακιών δεν συμμερίζονταν οι παράγοντες του ευρωιερατείου που εξαρχής επιδιώκουν να λύσουν με συμβιβασμό το πρόβλημα στη σχέση της νέας ελληνικής κυβέρνησης με την Ευρωζώνη. Όχι, βεβαίως, επειδή συμπαθούν ιδεολογικοπολιτικά τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά επειδή φοβούνται πως μία δυναμική ρήξης θα αποσταθεροποιήσει την Ευρωζώνη. Επίσης, δεν επιθυμούν να προσφέρουν στο Βερολίνο μία εύκολη νίκη, η οποία θα ενισχύσει τον κυρίαρχο ρόλο του στα ευρωπαϊκά πράγματα.
Στη συνάρτηση αυτή υπάρχει και η γεωπολιτική παράμετρος. Μπορεί ο Σόιμπλε να την υποτιμά, αλλά δεν συμβαίνει το ίδιο με όλους τους παράγοντες του ευρωιερατείου. Ιδιαιτέρως, όταν η Ουάσιγκτον έχει παρέμβει και δημόσια, προκειμένου να αποτρέψει μία ρήξη, επικαλούμενη τις σκοπιμότητες που πηγάζουν από τη “μεγάλη εικόνα”. Ας σημειωθεί πως και η Κίνα άσκησε πιέσεις στη Μέρκελ προς την ίδια κατεύθυνση, δεδομένου ότι αντιμετωπίζει την Ελλάδα σαν την εμπορική πύλη της στην ευρωπαϊκή αγορά.
Οι πιέσεις αυτές, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η ελληνογερμανική ανταλλαγή πυρών είχε δηλητηριάσει συνολικά το κλίμα και έβλαπτε σοβαρά το γόητρο του Βερολίνου, ώθησαν την καγκελάριο να τηλεφωνήσει και να προσκαλέσει τον Έλληνα ομόλογό της στη Γερμανία τη Δευτέρα. Κατά μία πληροφορία, η θετική ανταπόκριση της Αθήνας είχε εξασφαλισθεί.
Παραλλήλως, ο Τσίπρας ανέλαβε ο ίδιος τις διαπραγματεύσεις με το ευρωιερατείο στο ανώτατο πολιτικό επίπεδο. Ζήτησε από τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Τουσκ μία συνάντηση στο περιθώριο της συνόδου κορυφής με τους Γιούνκερ, Ντράγκι, Ολάντ και Μέρκελ για να συζητηθεί η σχέση της Ελλάδας με την Ευρωζώνη. Σύμφωνα με ξένη πηγή, το αίτημά του υποβλήθηκε κατόπιν παρότρυνσης από παράγοντες που προσπαθούν να αποτρέψουν τη ρήξη και τη συνεπακόλουθη ανεξέλεγκτη δυναμική.
Το κλίμα που καλλιεργήθηκε από όλους σχεδόν τους παράγοντες του ευρωιερατείου στις παραμονές αυτής της συνάντησης ήταν απογοητευτικό. Άφηναν να εννοηθεί πως αφού είχε υποβληθεί το ελληνικό αίτημα, η συνάντηση θα γινόταν, αλλά θα διαρκούσε λίγο και κυρίως δεν θα άλλαζε τίποτα. Επρόκειτο για κλασική μέθοδο ψυχολογικού πολέμου εν όψει δύσκολων διαπραγματεύσεων.
Στην πραγματικότητα, έτσι όπως είχαν εξελιχθεί τα πράγματα, το άνοιγμα μίας διεξόδου το επιθυμούσε εξίσου με την Αθήνα και το ευρωιερατείο. Μπορεί στην παρέα να προστέθηκε και ο πρόεδρος του Eurogroup Ντάισελμπλουμ, αλλά αυτό δεν εμπόδισε τη συνάντηση να είναι ουσιαστική.
Παρά τις σημαντικές διαφορές απόψεων και τις αντιπαραθέσεις που έλαβαν χώρα, τελικώς το κλίμα συνεργασίας εν μέρει αποκαταστάθηκε και η διαδικασία ξαναμπήκε στις ράγες, σύμφωνα με την έκφραση του πρωθυπουργού. Αυτό, άλλωστε, είναι η παράδοση στην ΕΕ κι αυτό υπαγορεύουν τα συμφέροντα και των δύο πλευρών.
Ο Τσίπρας διαβεβαίωσε δημοσίως πως στη συνάντηση επετεύχθη κοινή ανάγνωση της συμφωνίας του Φεβρουαρίου και πως η 5η αξιολόγηση του Μνημονίου έχει φύγει από το τραπέζι, όπως και τα σχετικά υφεσιακά μέτρα (κυρίως μειώσεις μισθών και συντάξεων). Αυτό δεν αποτυπώνεται και δεν θα μπορούσε να αποτυπωθεί στο σύντομο κοινό ανακοινωθέν. Εάν, όμως, επιβεβαιωθεί στην πράξη το επόμενο διάστημα θα πρόκειται για σημαντική επιτυχία της ελληνικής πλευράς. Όπως επιτυχία είναι –οφείλεται στον Γιούνκερ– και η διοχέτευση κονδυλίου δύο δισ για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης.
Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει πως τα πράγματα είναι εύκολα για την κυβέρνηση. Για να εκταμιευθεί το ποσό των 1,9 δισ που οφείλει να επιστρέψει η ΕΚΤ στην Ελλάδα (λόγω των κερδών της από τα ελληνικά ομόλογα) θα πρέπει προηγουμένως να έχουν εγκριθεί οι τεκμηριωμένες μεταρρυθμίσεις που ο Τσίπρας δεσμεύθηκε πως θα κατατεθούν το συντομότερο στο Eurogroup.
Ο Τσίπρας παρουσίασε στη συνάντηση κάποιες μεταρρυθμίσεις, αλλά το πακέτο θα προκύψει από την επεξεργασία του Εθνικού Σχεδίου Μεταρρυθμίσεων που πραγματοποιεί εδώ και αρκετό καιρό το επιτελείο του Δραγασάκη. Το Εθνικό Σχέδιο αναμενόταν να είναι έτοιμο στα μέσα Απριλίου, αλλά οι διαδικασίες θα επιταχυνθούν κατά το δυνατόν, προκειμένου αυτό να κατατεθεί εγκαίρως και να αξιολογηθεί από τους τεχνοκράτες των τεχνικών κλιμακίων και να εγκριθεί από το Eurogroup.
Σύμφωνα με καλά ενημερωμένες πηγές, στο τραπέζι θα βρεθούν τρεις κατηγορίες ζητημάτων: Η πρώτη είναι τα δημόσια οικονομικά. Οι “θεσμοί” απαιτούν πρωτογενές πλεόνασμα. Η ελληνική πλευρά είναι έτοιμη να συμφωνήσει υπό την προϋπόθεση ότι το ύψος του δεν θα υπερβεί το 1,5% του ΑΕΠ. Αν και για να προσδιορισθεί το ύψος θα υπάρξει διαπραγμάτευση, η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας δεν επιτρέπει μεγαλύτερο ποσοστό. Αυτό σημαίνει ότι οι δανειστές θα δώσουν έμφαση κυρίως στη βιωσιμότητα παρά στο ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος.
Η ελληνική πλευρά επιδιώκει να επιτύχει τον στόχο με τον δικό της τρόπο. Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση να μπορεί να κυβερνήσει πραγματικά κι όχι να εκτελεί τις εντολές των “θεσμών”, όπως κατά κανόνα συνέβαινε μέχρι πρότινος. Σύμφωνα με κυβερνητική πηγή, η Αθήνα είναι έτοιμη να υφίσταται ελέγχους και είναι διατεθειμένη να παίρνει ισοδύναμα μέτρα, όταν εφαρμόζει πολιτικές που έχουν δημοσιονομικό κόστος, το οποίο απειλεί να προκαλέσει δημοσιονομική απόκλιση. Με άλλα λόγια, υπάρχει βάση για συμφωνία σ’ αυτό το επίπεδο.
Το δεύτερο επίπεδο που ενδιαφέρει ιδιαιτέρως τους “θεσμούς” είναι οι ιδιωτικοποιήσεις. Η πολιτική κουλτούρα του ΣΥΡΙΖΑ αντιτίθεται στις ιδιωτικοποιήσεις, αλλά η υπό τον Τσίπρα ηγετική ομάδα συνειδητοποιεί ότι δεν έχει άλλη επιλογή από το να εισέλθει σ’ αυτό τον δρόμο.
Σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, για να γεφυρώσει ιδεολογικά την υποχώρησή της, αντί της καθαρής ιδιωτικοποίησης θα προωθήσει το μικτό σχήμα. Το κράτος θα διατηρεί την οριακή πλειοψηφία των μετοχών, αλλά θα παραχωρήσει τη διοίκηση στους ιδιώτες επενδυτές. Το σχήμα αυτό είναι δοκιμασμένο και εφαρμόζεται συχνά στις ευρωπαϊκές χώρες, ειδικά στη Γερμανία και στη Γαλλία. Ως εκ τούτου, δεν αναμένεται να προκαλέσει αντιδράσεις, παρότι θα φέρει λιγότερα έσοδα.
Αντιδράσεις, όμως, αναμένεται να προέλθουν από το εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ. Η Αριστερή Πλατφόρμα διαφωνεί μ’ αυτά, αλλά μένει να αποδειχθεί στην πράξη εάν η αντίθεσή της θα προσλάβει έμπρακτη μορφή. Αξίζει να σημειωθεί ότι –σύμφωνα με κοινοτική πηγή– το ευρωιερατείο αναμένει με πολύ ενδιαφέρον να διαπιστώσει εάν ο Τσίπρας είναι σε θέση να επιβάλει στο κόμμα του μέτρα που αποκλίνουν από τις εξαγγελίες του. Αυτό θα φανεί όταν οι μεταρρυθμίσεις και τα μέτρα που θα συμφωνηθούν θα πάνε στη Βουλή για ψήφιση.
Το τρίτο επίπεδο είναι οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις. Τα μέτρα για την καταπολέμηση της διαφθοράς, της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής, καθώς και τα μέτρα για την επιβολή κανόνων, οι οποίοι θα στρέφονται εναντίον της διαπλοκής και θα περιορίζουν την ισχύ των εγχώριων ολιγαρχών είναι κοινή επιδίωξη των δύο πλευρών. Ως εκ τούτου εκεί δεν θα υπάρξει δυσκολία.
Αντιθέτως, στα εργασιακά και σε ορισμένα επώδυνα μέτρα για το ασφαλιστικό, όπως π.χ. η ρήτρα του μηδενικού ελλείμματος, υπάρχει χάσμα. Διαφωνίες υπάρχουν και για άλλες θεσμικού χαρακτήρα μεταρρυθμίσεις, αλλά σ’ αυτές είναι δυνατόν να βρεθούν συμβιβασμοί.
Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, παρά τις διαφωνίες, υπάρχει αντικειμενική βάση για ένα συμβιβασμό. Το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν θα εκδηλωθεί η αναγκαία πολιτική βούληση. Αυτό δεν αφορά τόσο την Αθήνα, η οποία έχει ήδη κάνει αρκετά βήματα πίσω, όσο τα γεράκια.
Σύμφωνα με Ευρωπαίο διπλωμάτη, ο Σόιμπλε δεν ήθελε το παιχνίδι να φύγει από το Eurogroup, το οποίο είναι το γήπεδό του. Πίεσε για να συμμετάσχει ο Ντάισελμπλουμ, προκειμένου να αποτρέψει μία ουσιαστική συζήτηση-διαπραγμάτευση. Έχει συνείδηση ότι έχει το πλεονέκτημα όταν οι διαπραγματεύσεις διεξάγονται με οικονομίστικούς όρους κι όχι με πολιτικούς. Απ’ αυτή την άποψη, η εξέλιξη της συνάντησης συνιστά ήττα για τη δική του τακτική να προκαλέσει ελεγχόμενη ασφυξία στην Ελλάδα, προκειμένου να οδηγήσει σε άνευ όρων παράδοση την κυβέρνηση Τσίπρα.
Δεν είναι χωρίς σημασία το γεγονός ότι ενώ έκανε καθημερινά υπονομευτικές δηλώσεις εναντίον της Ελλάδας, μέχρι το βράδυ της Παρασκευής που γράφονται αυτές οι γραμμές είχε παραμείνει σιωπηλός. Θα έχει μεγάλον ενδιαφέρον η αντίδρασή του. Κι αυτό, επειδή –όπως αναφέρουν αξιόπιστες πηγές– στην επταμερή συμφωνήθηκε να αποφευχθούν εφεξής δηλώσεις που δηλητηριάζουν το κλίμα.
Μόνη εξαίρεση ήταν η δήλωση του Γερμανού επιτρόπου Έντιγκερ σε γερμανικό ραδιόφωνο. Αφού είπε κάτι για την εκταμίευση πόρων, προσέθεσε χωρίς αιτία πως οι Έλληνες θα έχουν καταλάβει τώρα ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι δεν εκβιάζονται(!) Σαν να μην έφθανε αυτό πρόσβαλε ευθέως τον Τσίπρα, δηλώνοντας: «ίσως χρειαζόταν το “εγώ” του την επί ίσοις όροις νυχτερινή συνάντηση με τους αρχηγούς κυβερνήσεων»! Δεν έχει άδικο, λοιπόν, ο Αυστριακός καγκελάριος Φάιμαν, ο οποίος χαρακτήρισε ανάρμοστη τη χαιρεκακία και τον κυνισμό που χαρακτηρίζουν τη συμπεριφορά πολλών Ευρωπαίων αξιωματούχων προς την Ελλάδα.
Το πλαίσιο που διαμόρφωσε η επταμερής συνάντηση μπορεί να μη δίνει λύσεις, αλλά επιτρέπει στην κυβέρνηση Τσίπρα να “παίξει μπάλα”. Το Εθνικό Σχέδιο Μεταρρυθμίσεων είναι ζωτικά αναγκαίο να έχει συνοχή και στρατηγική εμβέλεια όχι μόνο για να εξασφαλισθεί η αναγκαία χρηματοδότηση για τις εφεξής δανειακές υποχρεώσεις της, ούτε μόνο για να έχει η Αθήνα διαπραγματευτική δύναμη στις δύσκολες σχέσεις της με το ευρωιερατείο. Είναι ζωτικά αναγκαίο για να σταθεί η ελληνική οικονομία στα πόδια της και να εισέλθει σε τροχιά ανάπτυξης.
protothema.gr/mignatiou.com