Ανακοίνωση των Οικολόγων Πράσινων με αφορμά τα όσα ισχυρίστηκε ο Μ. Παναγιωτάκης
Ο κ. Παναγιωτάκης, πρώην πρόεδρος της ΓΕΝΟΠ, είναι ο νέος Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της ΔΕΗ με τη θετική ψήφο των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ και το “παρών” από αυτούς προερχόμενους από το Ποτάμι, το ΠΑΣΟΚ και τη Χρυσή Αυγή.
Τη στιγμή που ακόμα και οι πιο φανατικοί υπερασπιστές του λιγνίτη ζητούν να γίνει αργά η -αναπόφευκτη- μείωση της χρήσης του, ο κ. Παναγιωτάκης υποστηρίζει την “αλλαγή του ενεργειακού μείγματος της Ελλάδας με ενίσχυση του ποσοστού του λιγνίτη”. Μια τέτοια θέση όχι μόνο είναι απλά αδύνατο να υλοποιηθεί κάτω από οποιεσδήποτε τεχνικο-οικονομικές παραδοχές γύρω από το εθνικό Σύστημα Ηλεκτρισμού, αλλά επιπλέον δεν είναι ρεαλιστική, τουλάχιστον όσο παραμένουμε στην ΕΕ και δεσμευόμαστε από τους -έστω ανεπαρκείς- ενεργειακούς και κλιματικούς της στόχους.
Επίσης, η αναφορά του ότι “το κόστος της μεγαβατώρας από ανανεώσιμες πηγές έχει φτάσει να είναι πάνω από 300 ευρώ” είναι τουλάχιστον ατυχής αν όχι προκλητική.
Ακόμα κι αν δεν προσπαθεί να δημιουργήσει αρνητικές εντυπώσεις για τις ΑΠΕ, ο κ. Παναγιωτάκης συγχέει το μεσοσταθμικό κόστος των ΑΠΕ που εγκαταστάθηκαν τα τελευταία 5 χρόνια σε εποχές οπότε το κόστος και οι εγγυημένες τιμές ήταν πολύ ψηλές, με την πολύ διαφορετική σημερινή κατάσταση. Γιατί άραγε αποκρύπτει το γεγονός πως εδώ και πάνω από 3 μήνες η εγγυημένη τιμή στα φωτοβολταϊκά για παράδειγμα έχει πλέον καταρρεύσει περίπου στα 65 ευρώ ανά μεγαβατώρα;
Με βαθιά απογοήτευση οι Οικολόγοι Πράσινοι βλέπουμε τον νέο Πρόεδρο της ΔΕΗ να κλείνει πεισματικά τα μάτια μπροστά στο δραστικό μετασχηματισμό των ενεργειακών συστημάτων που φέρνει σε διεθνές επίπεδο η ραγδαία ανάπτυξη και μείωση του κόστους των ΑΠΕ, και να λειτουργεί με νοοτροπίες της δεκαετίας του 50 και του 60 και με κριτήριο την ικανοποίηση συντεχνιακών και πελατειακών συμφερόντων εις βάρος του περιβάλλοντος αλλά και της τσέπης μας.
Η ΔΕΗ χρειάζεται μία ανοιχτόμυαλη οραματική στρατηγική ώστε να αντιληφθεί τις σύγχρονες προκλήσεις και να διατηρήσει την ανταγωνιστικότητα της, στρεφόμενη αποφασιστικά σε καθαρές, έξυπνες, σύγχρονες, αποκεντρωμένες λύσεις, όπως άλλωστε κάνουν ήδη οι μεγαλύτερες εταιρίες παραγωγής ηλεκτρισμού στην Ευρώπη.