Ο Σύλλογος των Απανταχού Αποδήμων Σκαμνιωτών “Ο ΟΛΥΜΠΟΣ,, δημοσιεύει το παρακάτω κείμενο, που οφείλουν να θυμούνται οι μεγαλύτεροι και να μαθαίνουν και να τιμούν τη μνήμη οι νεότεροι
Στις 20 Απριλίου 2015, συμπληρώνονται εβδομήντα δύο χρόνια από την καταστροφή της Σκαμνιάς από τους Γερμανούς και οι απανταχού Σκαμνιώτες θυμούνται:
-Το όμορφο παραδοσιακό κεφαλοχώρι που ζούσαν από αιώνες οι πρόγονοί τους.
-Το χωριό που καταστράφηκε και δεν ξανακτίστηκε και οι Σκαμνιώτες διασκορπίστηκαν σε όλο τον κόσμο.
-Το χωριό, με το μόνο κτίσμα που δεν έκαψαν οι Γερμανοί, είναι η εκκλησία της Αγίας Τριάδας. ΚΤΙΣΜΑ που αποτελεί το σημείο αναφοράς για όλους τους Σκαμνιώτες.
Η Σκαμνιά ήταν το μεγαλύτερο Ελληνόφωνο χωριό που συνδέονταν πάντοτε με την ιστορική Μονή της Αγίας Τριάδας Σπαρμού.
Το χωριό όπως ήταν πριν την καταστροφή και η ισοπέδωση του από τους Γερμανούς περιγράφονται, στο βιβλίο, ΕΤΣΙ ΗΤΑΝ, που έγραψε και εκδόθηκε το 2014, ο Σκαμνιώτης Ιωάννης Α. Αγοραστός, Ομότιμος Καθηγητής Ιατρικής ΑΠΘ.
ΤΟ ΧΩΡΙΟ
Το χωριό ήταν κτισμένο στη ρίζα του βουνού, στον Όλυμπο. Είχε δύο πλατείες την πάνω και την κάτω πλατεία, οι οποίες είχαν μία μικρή υψομετρική διαφορά. Τις έλεγαν πάνω ράχη και κάτω ράχη, γιατί ήταν απλωμένες σε δύο μικρά υψίπεδα και γύρω από αυτές ήταν κτισμένα τα σπίτια, ο πάνω και ο κάτω μαχαλάς.
Επίσης υπήρχαν δύο βρύσες πάνω και κάτω βρύση. Στην πάνω πλατεία ήταν η Εκκλησία, η Αγία Τριάδα. Δίπλα στην εκκλησία προς το ιερό υπήρχε μία μεγάλη μουριά (Σκαμνιά).
Το χωριό είχε τέσσερες μύλους, ένα μέσα στο χωριό που λειτουργούσε με μηχανή και τρεις νερόμυλους, που ήταν στο ίδιο ποτάμι σε διαφορετικές τοποθεσίες. Οι νερόμυλοι λειτουργούσαν το φθινόπωρο και την άνοιξη, γιατί το καλοκαίρι δεν είχε αρκετό νερό το ποτάμι και το χειμώνα έκανε κρύο και πάγωνε το νερό…
Μπροστά από το χωριό, ξεκινούσε ο μεγαλύτερος δρόμος κατέβαινε προς το ποτάμι και μετά ανέβαινε σε ένα βουνό, απέναντι από τον Όλυμπο… Στην κορυφή αυτού του βουνού ήταν ένα εικονοστάσι…
Το χωριό βρισκόταν μακριά από τα μεγάλα κέντρα της περιοχής που βρισκόταν οι Γερμανοί κατακτητές. Δηλαδή τη Λάρισα και την Ελασσόνα, έτσι προσφέρονταν για κρησφύγετο των αντάρτικων αντιστασιακών ομάδων.
Η προσπέλαση στην περιοχή ήταν δύσκολη και μπορούσε να γίνει μόνο με τα πόδια.
Η πρώτη επίθεση που δέχτηκε το χωριό ήταν ο βομβαρδισμός από τα Γερμανικά αεροπλάνα. Αναφέρεται στο βιβλίο
Η ΑΝΑΤΡΟΠΗ
Το χιόνι είχε φύγει από το χωριό και από τα βουνά γύρο από το χωριό. Μόνον ο ΄Ολυμπος ήταν σκεπασμένος με χιόνι από τα μέση και πάνω….
Ήταν μεσημέρι, όταν ακούστηκε ένας έντονος άγνωστος θόρυβος, που ερχόταν από την πλευρά του κάμπου. Πάνω από το εικονοστάσι. Σε λίγο φάνηκαν δύο τεράστια αεροπλάνα να έρχονται καταπάνω στο χωριό προς τον Όλυμπο. Πέρασαν πάνω από το χωριό και πριν ακουμπήσουν τον Όλυμπο έκαναν στροφή και έφυγαν πάλι προς την πλευρά από την οποία ήρθαν.
Στο χωριό επικράτησε πανικός, όλοι φώναζαν ότι ήρθαν οι Γερμανοί και άρχισαν να τρέχουν. Κανένας δεν ήξερε τι γίνεται…
Μετά από κάποια ώρα όμως, ακούστηκε πάλι ο θόρυβος και τότε όλοι άρχισαν να τρέχουν να κρυφτούν, αρκετοί έξω από το χωριό. Άλλοι πήγαν προς το ποτάμι, άλλοι προς τον Όλυμπο…
Θυμάμαι που με άρπαξε η μάνα με έβαλε στην πλάτη και έτρεξε προς τον Όλυμπο…
Η μάνα με εμένα στην πλάτη ανέβηκε την ανηφόρα προς τον Όλυμπο, σε ένα σημείο που το έλεγαν ‘τρανή πέτρα’…
Εκεί κουρνιάσαμε για να μη φαινόμαστε. Θυμάμαι πολύ καλά το θόρυβο από τα αεροπλάνα που περνούσαν πολύ χαμηλά πάνω από το βράχο πριν κάνουν στροφή. Δεν μπορούσα να ξεχωρίσω αν o θόρυβος προέρχονταν από τα αεροπλάνα μόνο ή και μέσα από το βράχο. Σε λίγο άρχισαν να πέφτουν οι βόμβες στο χωριό.
Δεν θυμάμαι πόσος χρόνος πέρασε ούτε πόσες φορές πηγαινοέρχονταν τα αεροπλάνα. Πάντως ο ήλιος είχε γείρει και πλησίαζε στη κορυφή του βουνού στα δυτικά, όταν έφυγαν οριστικά τα αεροπλάνα. (5-3-1943)
Γυρίσαμε στο χωριό. Στους δρόμους του χωριού κυκλοφορούσαν οι χωριανοί, πηγαίνοντας προς τα σπίτια τους και ψάχνοντας να δουν τι απέγιναν οι δικοί τους. Υπήρχε σύγχυση, κάποιοι έλεγαν ότι σκοτώθηκαν και τραυματίστηκαν άνθρωποι…
Σε λίγο μαθεύτηκε, ότι μία βόμβα σκότωσε ένα συγγενή της μάνας τον Νικόλα τον Κόρακα, που ήταν άνδρας της μεγαλύτερης αδερφής του παππού του Κώστα, της Σταυρούλας. Είχε φύγει προς το ποτάμι κρατώντας από το χέρι τη μικρή του κόρη τη Ζωή, η οποία, ως από θαύμα, ευτυχώς δεν έπαθε τίποτε. Επίσης σκοτώθηκε η γιαγιά η Πασχαλιά Μαλάμη, που έμεινε μερικά σπίτια παραπέρα από το σπίτι μας. Υπήρχαν και κάποιοι τραυματίες… όπως ο Αδάμος Δημήτριος, ο οποίος ξεψύχησε αργότερα από αιμορραγία ..
Η ζωή στο χωριό άλλαξε. Όλοι μιλούσαν για τους Γερμανούς..
Για να έρθουν οι Γερμανοί στο χωριό, έπρεπε να περπατήσουν μέρες από τον κάμπο της μεγάλης πόλης, τη Λάρισα ή λίγο πιο δυτικά και πιο κοντά, από την μικρή πόλη, από όπου ψώνιζαν οι χωριανοί, την Ελασσόνα…
ΤΟ ΚΑΨΙΜΟ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ
Οι μέρες περνούσαν το χιόνι έφυγε από τον Όλυμπο και περιορίστηκε στην κορυφή, στους ‘εννιά πύργους’…
Από τις συζητήσεις στο χωριό αλλά και στο σπίτι, καταλάβαινα, ότι υπήρχε κάποια ετοιμότητα για τον πιθανό ερχομό των Γερμανών. Μια μέρα, πριν το μεσημέρι, άρχισαν να ακούγονται πυροβολισμοί από το απέναντι χωριό (Πουλίανα) και άρχισαν να βγαίνουν πυκνοί καπνοί. Στο χωριό επικράτησε πανικός, όλοι άρχισαν να τρέχουν.
Θυμάμαι ότι η μάνα και ο παππούς, που είχαν λύσει από πριν τη ραπτομηχανή, τη μετέφεραν έξω από το χωριό σε κάποιους θάμνους…
Μετά θυμάμαι τη μάνα να παίρνει μια μικρή φλοκάτη να τη δένει στη πλάτη και να με βάζει επάνω και να ξεκινάει προς τον Όλυμπο μαζί με άλλους. Αυτή τη φορά προχωρήσαμε πιο ψηλά, μέσα στα πιξάρια, μέχρι να φτάσουμε σε μία βρύση. Αυτή η βρύση ήταν η τελευταία, από εκεί και πάνω μέχρι την κορυφή του Ολύμπου, δεν υπήρχε νερό …
Μόλις ο ήλιος χάθηκε πίσω από το βουνό, εκτός από τον καπνό φάνηκαν και οι φλόγες. Καίγονταν το απέναντι χωριό. Μετά που έπεσε το σκοτάδι, ζάρωσα στην αγκαλιά της μάνας, κάτω από τη φλοκάτη που είχε κουβαλήσει στην πλάτη της και αποκοιμήθηκα …
Ξύπνησα, όταν είχε βγει ο ήλιος και δεν φαίνονταν οι φλόγες αλλά μόνο ο καπνός από το καμένο χωριό. Δεν μπορούσα να υπολογίσω πόσοι ήταν εκεί, αφού δεν ήξερα να μετράω…
Όταν ο ήλιος ανέβηκε, αρκετές ‘οργιές’ πάνω από την κορυφή του Ολύμπου, φάνηκαν καπνοί από το χωριό μας. Κάποιοι άρχισαν να κλαίνε, άλλοι έβαλαν το κεφάλι στα χέρια τους, λες και έκαναν προσπάθεια να το κρατήσουν για να μην πέσει, ενώ κάποιοι αγρίεψαν και άρχισαν να βρίζουν τους Γερμανούς. (20-4-1943) …
Οι προμήθειες τελείωναν και άρχισαν οι προβληματισμοί και οι συζητήσεις για το τι θα έκαναν. Η δεύτερη νύχτα πέρασε αργά… Κοιμήθηκα και την επόμενη μέρα τα πράγματα δυσκόλεψαν περισσότερο…
Προς το μεσημέρι αποφάσισαν να γυρίσουμε στο χωριό. Στην καλύτερη περίπτωση οι Γερμανοί, αφού έκαψαν ό,τι ήθελαν να κάψουν, να έφυγαν.
Η μάνα φορτώθηκε στην πλάτη τη φλοκάτη και μετά κάθισε στο πεζούλι της βρύσης για να ανέβω πάνω στη φλοκάτη και πήραμε την κατηφόρα για το χωριό.
Μετά από ώρα φάνηκε το χωριό. Πυκνοί καπνοί και φλόγες απλώνονταν από παντού. Όταν πλησιάσαμε στο χωριό, πρώτο στο δρόμο μας, ήταν το καινούργιο σχολείο. Το ήξερα, το είχα δει μία φορά και με έκανε εντύπωση γιατί ήταν μεγάλο, άσπρο, όμορφο με μεγάλη αυλή. Δεν είχα μπει μέσα ποτέ. Τώρα ήταν μαυρισμένο χωρίς σκεπή.
Προχωρήσαμε μέσα στο χωριό, όλα τα σπίτια ήταν καμένα, άλλα κάπνιζαν, άλλα είχαν καεί τελείως και άλλα είχαν φλόγες…
Καθώς προχωρούσαμε αργά προς το σπίτι, που ήταν στην κάτω πλατεία, καιγόταν το σπίτι της γιαγιάς Καστόρους. Έτσι την ήξερα, ήταν ακουστή στο χωριό, γιατί μπορούσε να ξεματιάζει. Οι φλόγες εδώ ήταν μεγάλες και οι πλάκες από τη σκεπή έπεφταν κάτω κάνοντας μεγάλο θόρυβο. Επέβλεπαν το κάψιμο κάμποσοι Γερμανοί: ψηλοί, ανέκφραστοι με ατσαλάκωτες στολές.
Μας σταμάτησαν, μας έβαλαν στην άκρη του δρόμου, μας έλεγχαν και έπαιρναν κάποια πράγματα που θεωρούσαν ύποπτα.
Ένας πλησίασε τη μάνα, της είπε κάτι με αυστηρό ύφος αλλά η μάνα δεν καταλάβαινε και δεν αντέδρασε. Το επανέλαβε μερικές φορές ακόμη και επειδή η μάνα δεν αντιδρούσε, της έδειξε με το χέρι να με κατεβάσει από την πλάτη και στη συνέχεια και τη φλοκάτη, την οποία άρπαξε και έριξε στη φωτιά.
Στη συνέχεια μας οδήγησαν προς την κάτω πλατεία του χωριού. Περάσαμε μπροστά από το σπίτι. Ήταν καμένο, χωρίς σκεπή, μόνο οι πέτρινοι τοίχοι, τα ‘ντουβάρια’ κατάμαυρα, έχασκαν προς τα επάνω…
Από εκεί, μετά από κάμποση ώρα, μας διέταξαν να κατηφορίσουμε προς το ποτάμι και μας πέρασαν απέναντι στη θέση Καβακούλι…
Ήμασταν αρκετοί, κυρίως γυναίκες και παιδιά. Η ώρα πέρασε, άρχισε να σκοτεινιάζει και να δυναμώνει το κρύο. Από όλη την ομάδα, μόνο μία γυναίκα είχε μια μάλλινη βελέντζα, χωρίς φλόκια ‘στείρα’. Μαζεύτηκαν όλοι, καθισμένοι δίπλα ο ένας στον άλλο, ακουμπώντας μεταξύ τους, έριξαν επάνω από τα κεφάλια τη μοναδική μάλλινη βελέντζα…
Η κούραση και η ταλαιπωρία δεν άφησαν περιθώρια για σκέψεις, με πήρε ο ύπνος. Όταν ξύπνησα την άλλη μέρα ο ήλιος ήταν ψηλά.
Στο χωριό οι καπνοί ανέβαιναν προς τα επάνω σαν να ήθελαν να πλησιάσουν και αναμετρηθούν με την κορυφή του Ολύμπου. Από συζητήσεις μαθεύτηκε, ότι κάψανε όλα τα σπίτια, τους μύλους, τα εξωκλήσια έξω από το χωριό και μόνο την εκκλησία άφησαν ανέπαφη.
Οι Γερμανοί ξεκίνησαν για το άλλο χωριό προς τα ανατολικά, που ήταν πίσω από ένα βουνό, που το λένε οξιά. Η οξιά έχει σχήμα πυραμίδας και στην πλευρά που βλέπει στο χωριό, υπήρχε η πηγή του νερού που ερχόταν στο χωριό…
Οι Γερμανοί γκρέμισαν τις καμάρες και έτσι δεν είχε νερό το χωριό.
Μετά από κάποια ώρα οι Γερμανοί μας διέταξαν να προχωρήσουμε προς το δρόμο που πήγαινε στα κτήματα αλλά όταν φτάσαμε στην κορυφή, στο εικονοστάσι, πήραμε το δρόμο ανατολικά, προς τον κάμπο που ανήκει στο ανατολικό χωριό.
Η ομάδα προχωρούσε αργά γιατί ο δρόμος ήταν ανηφορικός στην αρχή και κατηφορικός στη συνέχεια. Ήταν όλοι ταλαιπωρημένοι.
Η μάνα με κουβαλούσε πότε στη πλάτη και πότε με κρατούσε από το χέρι. Δεν ξέραμε που πάμε. Κάτι ακούστηκε για ένα χωριό, Ραψάνη. Μετά από κάποιες ώρες, ξαφνικά οι Γερμανοί, χωρίς κουβέντα, μας εγκατέλειψαν και έφυγαν. Φαίνεται η αδυναμία της μετακίνησης της ομάδας ή πιθανόν βαρέθηκαν ή διατάχτηκαν οι Γερμανοί, μας παράτησαν και έφυγαν…
Έτσι έσβησε το χωριό Σκαμνιά με τα τριακόσια πετρόκτιστα σπίτια, αρκετά από τα οποία ήταν διώροφα. Οι Σκαμνιώτες προσπαθώντας να συνέλθουν από την καταστροφική λαίλαπα των Γερμανών, μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, έμπλεξαν με τον εμφύλιο. Αναγκάσθηκαν να μετακινηθούν σε κεντρικά μέρη για να απομονωθούν οι αντάρτες.
Μετά τον εμφύλιο έκτισαν το καινούργιο χωριό στη νέα θέση που βρίσκεται τώρα, κοντά στα κτήματα. Οι περισσότεροι Σκαμνιώτες, όμως, μετανάστευσαν στο εσωτερικό και κάποιοι στο εξωτερικό.
Σήμερα ένας μικρός αριθμός Σκαμνιωτών ζει στο νέο χωριό τη Συκαμινέα, επτά χιλιόμετρα μακριά από τη Σκαμνιά των Απανταχού Σκαμνιωτών.
Ο συνεκτικός κρίκος που ενώνει τους απανταχού Σκαμνιώτες είναι το όνομα Σκαμνιά και η ύπαρξη της εκκλησίας της Αγίας Τριάδας στη θέση του παλιού χωριού.
Οφείλουν να θυμούνται οι μεγαλύτεροι και να μαθαίνουν και να τιμούν τη μνήμη οι νεώτεροι. Η μνήμη αποτελεί τη γέφυρα που συνδέει τις παλαιές με τις νέες γενεές . Αν χαθεί η μνήμη θα σβήσει η Σκαμνιά για τους απανταχού Σκαμνιώτες.
Χωρίς την ιδέα της Σκαμνιάς οι απανταχού Σκαμνιώτες μπορούν να συνυπάρχουν και να αισθάνονται Σκαμνιώτες;
Το Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου ευχαριστεί τον συμπατριώτη μας Ιωάννη Α. Αγοραστό, Ομότιμο Καθηγητή Ιατρικής ΑΠΘ. για την προσεγμένη και λεπτομερή αποτύπωση των ιστορικών γεγονότων της μαρτυρικής γενέτειρα μας της Σκαμνιάς και τη απλόχερη παραχώρηση των παραπάνω αποσπασμάτων από το εξαιρετικό βιβλίο, ΕΤΣΙ ΗΤΑΝ, που έγραψε και εκδόθηκε το 2014.