Της Κωνσταντινιάς Πατσή*
Πάνε κι έρχονται καράβια
Φορτωμένα προσφυγιά
Βάψαν τα πανιά τους μαύρα
Τα κατάρτια τους μαβιά
Σε ποια πέτρα
Σε ποιο χώμα
Να ριζώσεις τώρα πια
Κι απ΄τον θάνατο ακόμα πιο πικρή είσαι προσφυγιά
(Πυθαγόρας)
ΔΙΔΩ ΣΩΤΗΡΙΟΥ “Οι νεκροί περιμένουν”
Ἔρχεται μιὰ τραγικὴ στιγμὴ στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ τὸ θεωρεῖ τύχη νὰ μπορέσῃ νὰ παρατήσῃ τὸ ἔχει του, τὴν πατρίδα του, τὸ παρελθὸν του και νὰ φύγει, νὰ φύγει λαχανιασμένος ἀποζητώντας ἀλλοῦ τὴ σιγουριὰ.
Ἄρπαξαν οἱ ἄνθρωποι βάρκες, καΐκια, σχεδίες, βαπόρια, πέρασαν τὴ θάλασσα σ΄ ἕναν ὁμαδικό, φοβερὸ ξενιτεμὸ.
Κοιμήθηκαν ἀποβραδίς νοικοκυραῖοι στὸν τόπο τους καὶ ξύπνησαν φυγᾶδες, θαλασσοπόροι, ἄστεγοι, ἄποροι, ἀλῆτες καὶ ζητιάνοι στὰ λιμάνια τοῦ Πειραιᾶ, τῆς Σαλονίκης, τῆς Καβάλας, τοῦ Βόλου, τῆς Πάτρας.
Ἑνάμισι ἑκατομμύριο ἀγωνίες καὶ οἰκονομικά προβλήματα, ξεμπαρκάρανε στὸ φλούδι τῆς Ἑλλάδας, μὲ μιὰ θλιβερὴ ταμπέλα κρεμασμένη στὸ στῆθος: «Πρόσφυγες!»
Έλληνες πρόσφυγες 1922 (Library of Congress Prints and Photographs Division Washington)
Που να ακουμπήσουν οι πρόσφυγες; Τι να σκεφτούν; τι να ξεχάσουν; τι να πράξουν; που να δουλέψουν; πώς να ζήσουν;
Τρέμαν ακόμα απ΄ το φόβο. Τα μάτια τους ήταν κόκκινα απ΄ το αιμάτινο ποτάμι της κόλασης που διάβηκαν.
Και σαν πάτησαν σε στέρεο έδαφος, μετρήθηκαν να δουν πόσοι φτάσανε και πόσοι λείπουν.
Κι οι ζωντανοί δεν το πιστεύανε, μόνο άπλωναν τα χέρια τους στο κορμί τους και το ψάχνανε, για να βεβαιωθούνε πως δεν ήταν βρικόλακες. Και ψάχναν και για την ψυχή τους, να δουν αν ήταν στη θέση της.
Μ΄ αυτή ήταν άφαντη. Είχε μείνει πίσω στην πατρίδα κοντά στους αγαπημένους νεκρούς και στους αιχμαλώτους, κοντά στα σπιτάκια, στα χωράφια, στις δουλειές…
Κι είπαν : περαστικοί είμαστε, ας βολευτούμε όπως όπως , κι αύριο θα ματαγυρίσουμε στα μέρη μας.
Κι αποζητούσαν, τούτη την ελπίδα, με την ίδια λαχτάρα σαν το ψωμί το νερό και τ΄ αλάτι.
Τόσοι ήταν, ενάμισι εκατομμύριο ρωμιοί μικρασιάτες, που στριφογύριζαν τώρα στο καύκαλο της Ελλάδας, σαν περιπλανώμενοι ιουδαίοι διωγμένοι από τη γη της Χαναάν.
Χωρίς πατρίδα χωρίς δουλειά χωρίς σπίτι. Και μόλις χτες να θυμάσαι πως ήσουνα νοικοκύρης.
Ψάχναν για τον αίτιο , αναθεμάτιζαν τον ουρανό, τη γης ,τον Κεμάλ το Βενιζέλο τον Κωνσταντίνο, την Αντάντ, τον πόλεμο.
Μα πριν απ΄ όλα τον ύπουλο τον Άγγλο, τον υπολογιστή ,το διπλοπρόσωπο, το σφετεριστή που έκανε μπίζνες και αυτοκρατορική πολιτική με το αίμα και τη δυστυχία ενός λαού…
ΔΙΔΩ ΣΩΤΗΡΙΟΥ “Οι νεκροί περιμένουν”
“Το τραγούδι των Προσφύγων” (ποίημα του Κωστή Παλαμά)
Μα πώς τα μάγια λύθηκαν! Πώς έκαμε η κατάρα
την όψη σου όψη κλαίουσας γυρτής προς μνήμα ιτιάς!
καμιά κορδή σου ας μη σου μείνη ασύντριφτη, κιθάρα
της δάφνης και της λεβεντιάς! Όχι, Μακριά κι η απελπισία, μακριά και οργή και θρήνος!
Στο μαύρο απάνου Γολγοθά των εθνικών καημών,
θείε Άγγελε του τραγουδιού βοήθα ν’ ανθίση ο κρίνος των Ευαγγελισμών!.
Νεκροί, σπαρμένοι στις πεδιάδες και στα περιβόλια
και στα ερμοτόπια και στα βράχια της Ανατομής,
τα που σας ρίξανε σπαθιά, που σας φάγανε βόλια,
βαθιά στα σπλάχνα της Φυλής. Ας ριζωθούν, α! να στοιχειώσουν ύστερα, μυστήρια,
και βούκεντρα πάντα για νέα οργώματα, αι γενούν,
αίματα, νεύρα και θύμα και χέρια εκδικητήρια.
Πάντα οι νεκροί ας μας κυβερνούν! Κ’ εσείς! Χαρά και η φτώχια σας, του όλβου κι εσείς καμάρια,
εκέτει τώρα απλώνοντας το δίσκο του χεριού,
της αργατιάς της αρχοντιάς δαρμένο, απομεινάρια
της φλόγας και του μαχαιριού, τα κλαίτε εσείς τα πάντα σας, σπίτια, αγαθά, θεία δώρα
παρατημένα, αφανισμένα, πλάσματα: πουλιά,
όπου όργωνε ο έρωτας, θερίζει ο χάρος τώρα,
πάει κι η πατρίδα κι η φωλιά. Στάχια όπου χρύσωναν τη γη μαυρολογών κοράκου
Τα δάκρυα καταπίνονται, ζητάτε (όϊ με η στιγμή
που σας τρυπάει τα σωθικά σαράκι και φαρμάκι!) γωνιά ζητάτε και ψωμί Κι ό,τι θα αισθάνεστε πως είναι απάνου απ’ όλα τ’ άλλα
και πως αξίζει θησαυρούς, της ξεκληριάς παιδιά
κι ό,τι ζητάτε ανείπωτο, το ξέρω είναι μια στάλα αγάπη και καλή καρδιά.
Και οι λυτρωμένοι, αλύτρωτοι. Κι’ οι αλύτρωτοι εδώ πέρα.
δώστε να ιδούν του λυτρωμού μια χάρη, όσο φτωχή
Η Ελλάδα μια, ακομμάτιαστη και αμέτρητη Μητέρα,
μια των Ελλήνων η ψυχή!
Τύραννος όταν ή όλεθρος καίει στου πιστού το σπίτι
τα’ άγια κονίσματα, του καίει τον ιερό ναό,
του μένει η πίστη σαν εικόνα εντός του αχειροποίητη
στον ένα αόρατο Θεό. Τέτοια η πατρίδα. Θεός κι αυτή. Απάνου από τα σπίτια,
απάνου από τα χώματα κι από τ’ αμπελοφύτια,
μια ειν’ η πατρίδα, και παντού. Μια ειν’ η Πατρίδα του αιμάτων και δραμάτων, το άστρο
της Ιστορίας το πολικό, του τραγουδιού τροφή,
χωρίς καρδιές από παντού μια ψυχή σ’ ένα κάστρο,
κι η προσταγή της Αδελφοί! Και το που δέρνει ανάθεμα και ο που δέρνεται θρήνος
μακριά! Στο μαύρο Γολγοθά των ξεθεμελιωμών,
βοήθα, Άγγελε του Τραγουδιού, ν’ ανθίση ο άσπρος κρίνος
των Ευαγγελισμών.
*Η Κωνσταντινιά Πατσή είναι Διευθύντρια του ΓΕΛ Φαλάνης. Πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, κάτοχος Μεταπτυχιακού διπλώματος Master of Business Administration (MBA) του Staffordshire University