Είναι το κεντρικό ερώτημα των ημερών: Θα υπογραφεί συμφωνία ή οι σχέσεις της χώρας με τους εταίρους της θα υποστούν ρήξη με απρόβλεπτες συνέπειες;
Επιπλέον της κοινής λογικής και της πληθώρας των αντικειμενικών λόγων που συνηγορούν στην επίτευξη συμφωνίας, υπάρχει ακόμη ένας λόγος που αναφέρεται στα υποκείμενα της διαπραγμάτευσης με την πιο στενή έννοια και κινείται στην ίδια κατεύθυνση: Ο λόγος είναι ότι κανένας από τους παράγοντες της διαπραγμάτευσης δεν αντέχει να σηκώσει το βαρύ κόστος που συνεπάγεται για τον ίδιο η αποτυχία επίτευξης μιας συμφωνίας.
Πώς, άραγε, οι ευρωπαϊκές πολιτικές ηγεσίες θα μπορούσαν να εξηγήσουν στους ψηφοφόρους τους αλλά και στις ομότιμες ηγεσίες άλλων κρατών άλλων ηπείρων ότι, ενώ δάνεισαν 230 δισ. ευρώ σε μία μικρή χώρα που αντιπροσωπεύει το 2% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ, απέτυχαν παταγωδώς να την επηρεάσουν και να την πείσουν, με αποτέλεσμα αυτή η χώρα να συρθεί εκτός Ευρωζώνης, να απειλεί την ισχύ του ευρώ και τη σταθερότητα της εύθραυστης παγκόσμιας ανάκαμψης και, τέλος, να καθίσταται ένα κράτος-παρίας σε μια τόσο επικίνδυνα ταραγμένη περιοχή του κόσμου; Θα κατάφερναν να απολογηθούν πειστικά γι’ αυτή τη δραματική εξέλιξη, άραγε θα άντεχαν το κόστος αυτού του ανεξίτηλου στίγματος απίστευτης ανικανότητας, πανθομολογούμενης ανεπάρκειας; Πιστεύω όχι.
Από την άλλη πλευρά, πώς θα μπορούσε η ελληνική κυβέρνηση να εξηγήσει ότι δεν επιτεύχθηκε η συμφωνία που δις την εβδομάδα επί είκοσι εβδομάδες ανακοίνωνε ότι οσονούπω υπογράφεται; Οτι, αντί για σταθεροποίηση της χώρας εντός της Ευρωζώνης και την αναστροφή της υφεσιακής πορείας, περίπου τέσσερις μήνες μετά τις εκλογές επιβάλλονται περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων και στην ανάληψη καταθέσεων, ότι βυθίζεται η χώρα σε ανασφάλεια, βαθαίνει η ύφεση και επιτείνεται η καταστροφή θέσεων εργασίας; Θα μπορούσε να υπάρξει, άραγε, κυβέρνηση που θα επιχειρούσε να αιφνιδιάσει τόσο επώδυνα ολόκληρη την ελληνική κοινωνία χωρίς να καταρρεύσει η ίδια πολύ πριν; Θα υπήρχε κάποια, όποια, κυβερνητική ηγεσία, πρόθυμη να αναλάβει να σηκώσει το τόσο βαρύ, ιστορικό κόστος ενός τέτοιου εκτροχιασμού; Πιστεύω όχι.
Το ζήτημα είναι τι είδους συμφωνία θα επιτευχθεί, ποιο θα είναι το περιεχόμενό της. Κι όταν το ζητούμενο είναι η επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας ώστε να αρχίσει να παράγεται νέος πλούτος, η εύκολη ροπή και των δύο πλευρών (κυβέρνησης και δανειστών) να συνεχιστεί η παράδοση υπερφορολόγησης οποιουδήποτε είτε κινείται είτε όχι στην επικράτεια, δεν είναι καλός οιωνός. Ιδιαίτερα όταν, πέραν των συνήθων υποζυγίων, πρόθυμα αποφασίζεται η επιβάρυνση της επιχείρησης (στην κυβερνητική πρόταση μέσω έκτακτης εισφοράς, στην πρόταση της τρόικας μέσω αύξησης της προκαταβολής του φόρου και του φορολογικού συντελεστή) για να κλείσουν κάποιες μαύρες τρύπες των κρατικών ταμείων. Αραγε, αυτό χρειάζεται η χώρα; Δεν νομίζω.
Αφότου ξέσπασε η κρίση μέχρι σήμερα, όλο το βάρος πέφτει στη δημοσιονομική προσαρμογή και αγνοείται (ή: με προφανή στόχο να αγνοείται…) η ανάγκη μεγάλων μεταρρυθμίσεων – αυτών που είναι το 70% στο Μνημόνιο, για να χρησιμοποιήσω τη γνωστή κυβερνητική διατύπωση.
Αυτό, ακριβώς, έκανε και η προηγούμενη συγκυβέρνηση: Θυμίζω ότι μέχρι τις εκλογές 2012 είχε επιτευχθεί το 81% της συνολικής δημοσιονομικής προσαρμογής, είχε γίνει το «κούρεμα» (PSI), είχε υπογραφεί η νέα δανειακή σύμβαση (172 δισ. ευρώ), είχε μπει στα κρατικά ταμεία η πρώτη δόση (τα 75 δισ. ευρώ), από εκείνη τη δανειακή σύμβαση χρηματοδοτήθηκε η μετέπειτα επαναγορά ομολόγων, από εκείνην υπάρχουν τα λεφτά που περίσσεψαν στο ΤΧΣ. Το τραπέζι ήταν περίπου στρωμένο όταν η προηγούμενη συγκυβέρνηση κάθισε σε αυτό. Και τι πέτυχε; Ολοκλήρωσε το υπόλοιπο 19% της συνολικής δημοσιονομικής προσαρμογής, διαλύοντας το κράτος, αποδιοργανώνοντας την οικονομία και εξουθενώνοντας την ελληνική κοινωνία. Αυτή είναι η αλήθεια, δεν δικαιολογείται η βραχεία μνήμη της αντιπολίτευσης. Η χώρα χρειάζεται μεταρρύθμιση. Τα διλήμματα ήταν και είναι, αν θα αποκατασταθεί και διευρυνθεί η αστική δημοκρατία με τη διάλυση του πελατειακού κράτους, με την ανασυγκρότηση των θεσμών, με την εκτόπιση του κομματισμού υπέρ της αξιοκρατίας. Αν θα αφυπνιστούν οι τράπεζες και θα μεταφερθούν πόροι από τα λιμνάζοντα ύδατα χρεοκοπημένων κρατικοδίαιτων επιχειρήσεων προς τον καπιταλισμό της εξωστρέφειας, του ανταγωνισμού, της γνώσης, της καινοτομίας. Αν θα αποκατασταθούν η κοινωνική αλληλεγγύη, η ισονομία, το κράτος δικαίου, η έντιμη πολυφωνική ενημέρωση. Αν θα κηρυχθεί πόλεμος στη διάχυτη (οριζοντίως και καθέτως) διαφθορά στο πολιτικό σύστημα και στη διαπλοκή. Αυτά προσδιόριζαν και προσδιορίζουν το πεδίο σκληρών, κοινωνικών, πολιτικών συγκρούσεων. Οχι οι ρητορείες, οι ανεύθυνες κορώνες.
kathimerini.gr