ΈΝΑΣ ΜΥΘΙΚΟΣ, ΑΝΕΚΠΛΗΡΩΤΟΣ ΕΡΩΤΑΣ …ΣΤΙΣ ΟΧΘΕΣ ΤΟΥ ΠΗΝΕΙΟΥ

Της Κωνσταντινιάς Πατσή*
Ο Απόλλωνας,  ο θεός του φωτός, της μαντικής τέχνης, προστάτης των καλών τεχνών , των οραμάτων, της θεραπείας κ.α  είναι ο δίδυμος αδελφός της θεάς Άρτεμης. Πατέρας του είναι ο Δίας και μητέρα του η Λητώ. Ο Δίας σε μία από τις πολλές απιστίες του στην Ήρα, ερωτεύτηκε την Λητώ και έσμιξε μαζί της. Μη μπορώντας η Ήρα να τιμωρήσει τον άπιστο σύζυγό της έστρεψε την οργή της στη Λητώ και δεν της επέτρεπε να βρει τόπο να γεννήσει.

Η Λητώ τελικά μετά από αναζήτηση γέννησε σε ένα πλεούμενο ξερονήσι, το οποίο φανέρωσε ο Ποσειδώνας και το οποίο δεν φοβόταν την οργή της Ήρας. Το νησί ήταν άγονο και δεν προσφερόταν ούτε για καλλιέργεια, ούτε για κτηνοτροφική δραστηριότητα, έτσι δεν είχε να χάσει τίποτα, όταν η οργή της βασίλισσας των Θεών θα έπεφτε πάνω του. Το όνομά του αρχικά ήταν Ορτυγία και σήμαινε γη των ορτυκιών στη συνέχεια, όμως, μετά την γέννηση του Απόλλωνα και αφού ο Θεός το  στερέωσε με τέσσερις πασσάλους στο βυθό, το ονόμασε Δήλο (Φωτεινό).

Το μέρος  είχε βρεθεί για την γέννηση των θεών, παρόλα αυτά όμως η Λητώ δεν μπορούσε να  γεννήσει τους θεούς, αφού η Ήρα, κράταγε στον Όλυμπο την Ειλειθυία, την θεά των  αίσιων τοκετών. Η Δήμητρα, η Αθηνά και η Αφροδίτη έσπευσαν σε βοήθεια της σπαράζουσας τιτάνιδας όμως, ήταν αδύνατο να γεννήσει η Λητώ παρά την παρουσία τους, χωρίς την συγκατάθεση της Ήρας. Τότε οι θεές έστειλαν την Ίριδα στην Ήρα για να την πείσει, προσφέροντάς της και ένα περίτεχνο περιδέραιο  κατασκευασμένο από τον Ήφαιστο. Η Ήρα το δέχτηκε και ηρέμησε, αφήνοντας την Ειλειθυία να πάει στη Δήλο. Μετά από την τεράστια ταλαιπωρία της η Λητώ κατάφερε να γεννήσει, πρώτα την Άρτεμη και μετά τον Απόλλωνα.

Ο Απόλλωνας ήταν ένας από τους ομορφότερους Ολύμπιους θεούς. Κι όμως, αρκετές φορές δεν βρήκε ανταπόκριση στον έρωτά του. Αυτές που κυρίως έκαναν την καρδιά του θεού να χτυπήσει ήσαν οι Νύμφες. Ο πρώτος αποτυχημένος έρωτάς του η Νύμφη Δάφνη, η οποία μεταμορφώθηκε στο ομώνυμο δέντρο.

Η Δάφνη, κόρη του Πηνειού ποταμού και της Γαίας, πολύ γρήγορα ακούστηκε παντού για την ομορφιά της. Η Νύμφη ολημερίς κυνηγούσε στα δάση, σαν τη θεά Άρτεμη, και κουβέντα δεν ήθελε να ακούσει για τα τόσα παλικάρια που την πολιορκούσαν. Του κάκου αυτά τη ζητούσαν για γυναίκα. Άδικα πάσχιζε ο πατέρας της, ο Πηνειός, να την πείσει να παντρευτεί και να του χαρίσει εγγόνια. Ο Απόλλων ερωτεύτηκε  τη Νύμφη Δάφνη, την κόρη του θεού ποταμού Πηνειού της Θεσσαλίας. Όταν κάποτε τη συνάντησε ο Απόλλωνας, θαμπώθηκε από την ομορφιά της και θέλησε να την κάνει δική του. Η Νύμφη όμως δεν ανταποκρίθηκε στον έρωτα του θεού και κατέφυγε στο βουνό.

Μερόνυχτα ολόκληρα ο Φοίβος (προσωνυμία του Απόλλωνα) την κυνηγούσε ανάμεσα στους θάμνους και τα πουρνάρια, φωνάζοντάς της πως δεν ήταν ένας τυχαίος γαμπρός, αλλά ο λαμπρός Απόλλωνας, που τον τιμούσαν θεοί και θνητοί.  Ο μύθος λέει ότι για να ξεφύγει από τον Απόλλωνα και να γλυτώσει από την επίμονη πολιορκία του, παρακάλεσε τον πατέρα της, τον Πηνειό, να την μεταμορφώσει. Εκείνος της έκανε το χατίρι και τη μεταμόρφωσε σε δέντρο-τη δάφνη- που ρίζωσε στις όχθες του ποταμού Πηνειού. Απελπισμένος και μετανιωμένος ο Απόλλωνας καθαγίασε τη δάφνη και την έκανε ιερό φυτό της λατρείας του. Ο Απόλλωνας απαρηγόρητος έκοψε φύλλα από τα κλαδιά της και στέφτηκε με αυτά. Από τότε προς τιμήν του έρωτά του οι ήρωες και οι νικητές στέφονται με ένα δάφνινο στεφάνι.

Ο Λατίνος ποιητής Οβίδιος στο πρώτο βιβλίο των Μεταμορφώσεων δίνει με στίχους τον μύθο ( μετάφραση του Αλκιβιάδη- Μιχάλη Κωνσταντόπουλου):

«Τη Δάφνη πρωταγάπησε κάποτε ο Απόλλων,

που από θυμό τον έσπρωξε ο Έρωτας σε εκείνη.

Όταν ο Φοίβος σκότωσε το Δράκο και χαιρόταν,

τον Έρωτα ειρωνεύθηκε, για τα δικά του βέλη.

«Τι θες, εσύ, μικρό παιδί κι έχεις τέτοια όπλα;

Αυτά μόνο ταιριάζουνε στους ώμους τους δικούς μου.

Εγώ μπορώ τον κάθε εχθρό με αυτά να εξοντώνω.

Πριν από λίγο ξάπλωσα τον Πύθωνα στο χώμα,

και τον τεράστιο όγκο του τον γέμισα σαΐτες.

Να μην ανακατεύεσαι με τα δικά μου όπλα

και μη ζητάς να σ’ επαινούν για τις δικές μου χάρες.

Μείνε με τη λαμπάδα σου, αγάπες να φουντώνεις.»

Αμέσως ανταπάντησε ο γιος της Αφροδίτης.

«Εσύ, που όλους τους στόχους σου με βέλη σημαδεύεις

και κάθε πλάσμα ζωντανό στο έδαφος ξαπλώνεις,

πάντα θα υπολείπεσαι της δόξας της δικής μου,

κι ετοιμάσου να δεχτείς τα ερωτικά μου βέλη.»

Με τα φτερά του πέταξε σκίζοντας τον αέρα

κι απ’ την κορφή του Παρνασσού στρώθηκε στο σημάδι.

Απ’ τις χορδές του τόξου του έφυγαν δυο σαΐτες,

που η μια σβήνει τον έρωτα κι η άλλη τον ανάβει.

Η δεύτερη, η ολόχρυση, με αιχμηρή τη μύτη

κάρφωσε τον Απόλλωνα και του ανάβει πόθο.

Η πρώτη, που ήταν χάλκινη με μύτη στομωμένη

στη Δάφνη πάνω κάρφωσε, στου Πηνειού την κόρη..

Ο Απόλλων ερωτεύεται την όμορφη τη Νύμφη,

μα αυτή δεν καταδέχεται να μάθει το όνομά του,

και μοναχή της κυνηγά αγρίμια μες στο δάσος

με μια ταινία στα μαλλιά, στην Άρτεμη να μοιάζει.

………………………………………………………

Ο Απόλλωνας την αγαπά. Θέλει να την κερδίσει.

Γυρεύει ανταπόκριση, μα όλα τον προδίδουν

κι η μαντική η τέχνη του ανώφελη του είναι.

Όπως αρπάζουνε φωτιά τα καλαμένια στάχυα,

από δαδί που άτυχα πλησίασε το φράχτη

ή το ‘ριξε απρόσεχτα, σαν έφεξε η μέρα,

διαβάτης κι άρπαξε φωτιά και φούντωσε η φλόγα

έτσι φλογίζεται ο θεός, καίγεται η καρδιά του

γιατί εκεί μέσα κατοικεί ο μάταιος ερωτάς του

Βλέπει τα αστόλιστα μαλλιά να χύνονται στους ώμους

-αλήθεια πώς να έμοιαζαν σαν θα ‘ταν στολισμένα;-

Τα μάτια της παρατηρεί, που λάμπουνε σαν άστρα.

Τα δάχτυλα, τα χέρια της με τα γυμνά της μπράτσα

και το μικρό το στόμα της, -τι μάταιο να βλέπει!

Με το μυαλό φαντάζεται και τα κρυφά της μέρη.

Η Δάφνη φεύγει γρήγορα όταν τον συναντάει.

Δεν κάθεται ούτε λεπτό τα λόγια του ν’ ακούσει.

«Σε ικετεύω, Νύμφη μου, μείνε! Δεν είμ’ εχθρός σου.

Μην τρέχεις όπως φεύγουνε τα αρνιά μπροστά στο λύκο,

τα ελάφια μπρος στο λέοντα κι όπως τα περιστέρια

με τα τρεμάμενα φτερά μπρος στ’ αετού τη θέα.

Εκείνα έχουν πίσω τους καθένα τον εχθρό του,

όμως εσύ ξοπίσω σου τον ερωτά μου έχεις.

Φυλάξου να μην γκρεμιστείς και πέσεις στα αγκάθια

και χαραχτούν οι γάμπες σου μ’ αταίριαστα σημάδια

και προκαλέσω άθελα τέτοιο δικό σου πόνο.

Μην είσαι τόσο βιαστική! Σταμάτα να φοβάσαι,

θα περπατάω πίσω σου αν πάψεις τη φυγή σου.

Να μάθεις δε με ρώτησες ποιο είναι το όνομά μου.

Δεν είμαι εγώ απ’ τα βουνά, μα ούτε και τσοπάνος

να βόσκω τα κοπάδια μου σε τούτα εδώ τα μέρη.

Αν ήξερες ποιος ήμουνα δε θα ‘τρεχες καθόλου.

Δική μου η χώρα των Δελφών, η Τένεδος κι η Κλάρος,

κι εμένα όλοι προσκυνούν στην πόλη των Πατάρων.

Ο Δίας είν’ πατέρας μου, κι εγώ αποκαλύπτω

μελλούμενα και τωρινά κι αυτά που έχουν γίνει.

Με τις χορδές της λύρας μου δένονται τα τραγούδια.

Τα βέλη μου αλάθευτα, βρίσκουν παντού το στόχο,

όπως αυτό που άνοιξε πληγή μες στην καρδιά μου.

Την ιατρική ανακάλυψα κι ο κόσμος με ικετεύει,

στα χέρια μου τα βότανα βρίσκουν τη δύναμή τους,

μα βότανο δε βρίσκεται τον έρωτα να γιάνει

κι όλες οι τέχνες άχρηστες είναι για μένα τώρα.»

Θα ‘λεγε περισσότερα, μα η Πηνειίδα Νύμφη

τα λόγια του δεν κάθισε ούτε στιγμή ν’ ακούσει,

και προσπαθούσε να σωθεί με βήμα φοβισμένο.

Ο αέρας, καθώς έτρεχε, γύμνωνε το κορμί της,

το ρούχο της ανέμιζε. Και τα λυτά μαλλιά της

η αύρα με απαλές πνοές τα ‘στελνε προς τα πίσω.

Και η φυγή την έκανε πιο όμορφη να μοιάζει.

Στο ρέμα που συνάντησε κάνει την προσευχή της.

«Πατέρα, αν έχουν δύναμη ακόμη τα ποτάμια

βοήθα με και άλλαξε την όμορφη θωριά μου

γιατί αιτία είναι αυτή της περιπέτειάς μου.»

Σαν τέλειωσε η προσευχή, μούδιασε το κορμί της,

φλοιός λεπτός της κάλυψε τα δροσερά της στήθη.

Τα χέρια έγιναν κλαδιά και τα μαλλιά της φύλλα,

τα πόδια της τα γρήγορα στη γη βαθιά ριζώσαν.

Το πρόσωπό της σκέπασε η φυλλωσιά του θάμνου

κι από όλη της την ομορφιά απόμεινε η λάμψη.

Μα ο Θεός δεν έπαψε και τώρα να τη θέλει.

Το δέντρο σαν πλησίασε τ’ αγγίζει με το χέρι

και κάτω απ’ το λεπτό φλοιό ακούει την καρδιά της.

Σφιχταγκαλιάζει τα κλαδιά, φιλάει τον κορμό της

-σαν να ‘χε σάρκα και οστά- μ’ αυτός τον αποφεύγει.

«Αφού γυναίκα δεν μπορείς να γίνεις πια δική μου,

το δέντρο τώρα που ‘γινες αιώνια θα μ’ ανήκει.

Στεφάνι θα σε βάζω εγώ επάνω στα μαλλιά μου,

στολίδι και στη λύρα μου και γύρω απ’ τη φαρέτρα

και τους Ρωμαίους στρατηγούς, εσύ θα συνοδεύεις,

όταν με ατέλειωτες πομπές το θρίαμβο θα ψάλλουν

και θ’ αντηχούν στο Λάτιο χαρμόσυνα τραγούδια

Σαν τα μαλλιά μου που ποτέ δε γνώρισαν ψαλίδι

και το κεφάλι μου ανθηρό για πάντα το κρατάνε,

έτσι κι εσύ τα φύλλα σου ποτέ σου δε θα χάνεις.»

Κούνησε η Δάφνη την κορφή όπως ένα κεφάλι

που γνέφει καταφατικά, δείγμα πως συμφωνούσε.» (Οβίδιος, “Μεταμορφώσεις”, στ. 452-567»

 

Πηγές

Ελληνική Ιστορία – Ελληνική Ιστορία – Απόλλωνας

http://www.dionisos12.com/ierarchia-onton/theoi/olympioi-theoi/theos-apollon

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%94%CE%AC%CF%86%CE%BD%CE%B7_(%CE%BD%CF%8D%CE%BC%CF%86%CE%B7)

http://vagiablog.blogspot.gr/2014/08/blog-post_27.html

 

* Η Κωνσταντινιά Πατσή είναι Διευθύντρια του ΓΕΛ Τυρνάβου. Πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, κάτοχος Μεταπτυχιακού διπλώματος Master of Business Administration (MBA) του Staffordshire University

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ ΗΜΕΡΩΝ