Μια εξαιρετικά επίκαιρη ανάλυση των αποτελεσμάτων των Ελληνικών εκλογών της 20ης Σεπτεμβρίου, από το γνωστό Ρώσο Μαρξιστή φιλόσοφο, Μπόρις Γκαγκαρλίτσκι*.
Μετάφραση από τα ρώσικα-επιμέλεια κειμένου: BAΣΙΛΗΣ ΜΑΚΡΙΔΗΣ
ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ
Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στις 03/10/2015 στην αριστερή-μαρξιστική ρωσική ιστοσελίδα Rabkor.ru, της οποίας αρχισυντάκτης και ουσιαστικός δημιουργός είναι ο ίδιος ο συγγραφέας του. Αποτελεί μια εξαιρετικά οξυδερκή και χωρίς λεκτικές «περικοκλάδες» ανάλυση της κατάστασης που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα τους τελευταίους μήνες και διαμέσου των αποτελεσμάτων των τελευταίων βουλευτικών εκλογών. Ο Μπορίς Καγκαρλίτσκι είναι ιδιαίτερα σκληρός, αλλά απολύτως δίκαιος στις εκφράσεις του και λέει τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Η ιδιαίτερη αξία του άρθρου έγκειται στο γεγονός, ότι προέρχεται: α) από το εξωτερικό, όπου η γνώση της λεγόμενης «ελληνικής πραγματικότητας» είναι, αρκετές φορές ελλειπής και β) από συνεπείς αριστερές-μαρξιστικές θέσεις, που δεν μένουν μόνο στις διαπιστώσεις, αλλά προχωρούν και στο «δια ταύτα», καταλήγοντας σε συμπεράσματα ιδιαίτερα χρήσιμα για την ελληνική και την ευρωπαϊκή Αριστερά.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο του άρθρου:
ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Αφότου βγήκαν τα τελικά αποτελέσματα των ελληνικών εκλογών και κατακάθισε ο πληροφοριακός κουρνιαχτός των πολυάριθμων σχολίων, τα νέα από την Αθήνα μετατοπίστηκαν σε δεύτερο πλάνο ή εξαφανίστηκαν εντελώς από τις σελίδες του Τύπου. Στο μεταξύ όμως, η σημασία αυτού που συνέβη στις 20 Σεπτεμβρίου 2015 κάθε άλλο παρά έχει έχει κατανοηθεί πλήρως – όχι μόνο εκτός Ελλάδας, αλλά και μέσα στην χώρα.
Η Ελλάδα υφίσταται μιαν ανεπανάληπτη ιστορική καταστροφή. Ο Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας κατάφερε όχι μόνο να «σπάσει» ψυχολογικά τον ίδιο του το λαό, αλλά και να καταστρέψει πολιτικά την ελληνική Αριστερά. Με άλλα λόγια, κατάφερε να πετύχει αυτό που δεν πέτυχαν ούτε οι Γερμανοί κατακτητές τα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ούτε ο Ουίνστον Τσόρτσιλ το 1944-1945, ούτε οι «μαύροι συνταγματάρχες», ούτε οι εναλλασσόμενες μεταξύ τους δεξιές κυβερνήσεις – δημοκρατικές και… όχι και τόσο. Οι συνέπειες αυτού του γεγονότος για την ελληνική Δημοκρατία θα διαφανούν πολύ σύντομα, δεδομένου ότι το να υπολογίζει κανείς στην αποτελεσματική λειτουργία των δημόσιων, ακόμη και των κονωνικών Οργανισμών σε μια τέτοια κατάσταση δεν είναι δυνατό. Κατ’ ουσίαν η χώρα είναι καταδικασμένη σε μια συλλογική παράλυση βούλησης, που εμποδίζει την επιτυχημένη άσκηση οποιασδήποτε πολιτικής, συμπεριλαμβανομένης και της νεοφιλελεύθερης.
Ταυτόχρονα, σε πολιτικό επίπεδο η νίκη του νεοφιλελευθερισμού αποδείχθηκε πλήρης και ολόπλευρη. Τα αποτελέσματα του καλοκαιρινού Δημοψηφίσματος, όταν η χώρα είπε «ΌΧΙ» στις απαιτήσεις των δανειστών, διαγράφτηκαν με τις εκλογές του Σεπτεμβρίου. Και από εδώ κι εμπρός, όσο και να αναφέρονται οι αριστεροί στη λαϊκή βούληση, αυτό στην αλλαγμένη αυτή κατάσταση δεν πρόκειται να ηχεί παρά ως «κενό γράμμα». Όπως, μεταξύ μας και οποιεσδήποτε κουβέντες για τη λαϊκή κυριαρχία, τα δικαιώματα των πολιτών και την τήρηση του Συντάγματος.
Η παρισινή Le Monde συνόψισε θριαμβευτικά τα αποτελέσματα των εκλογών: «Οι Έλληνες αποδέχθηκαν (valident) την πολιτική των μεταρρυθμίσεων και της λιτότητας, που εφαρμόζει ο Τσίπρας» (1)
Τώρα η προηγμένη ελληνική εμπειρία θα μεταφερθεί και θα χρησιμοποιηθεί και σε άλλες χώρες. Ο Πρόεδρος της Γαλλάς Φρανσουά Ολάντ και ο Πρωθυπουργός του Μανουέλ Βαλς δεν κρύβουν, ότι τα αποτελέσματα των εκλογών στην Ελλάδα έγιναν ένα πρόσθετο επιχείρημα υπέρ της εφαρμοζόμενης από τους ίδιους νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Είναι η νίκη αυτών των αριστερών, οι οποίοι “έχουν το θάρρος να αποδεχθούν την πραγματικότητα” (2)
Με άλλα λόγια, οι «ρεαλιστές» αριστεροί απέδειξαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο την αφοσίωση τους, απέδειξαν, ότι στην υπόθεση της συντριβής του κοινωνικού κράτους και της καταστολής της αντίστασης των εργαζομένων, αυτοί μπορούν όχι μόνο να συγκριθούν με τους δεξιούς, αλλά και να τους ξεπεράσουν. Τα κομματικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, από την πλευρά τους, πανηγυρίζουν για την ήττα της «Λαϊκής Ενότητας», που τόλμησε εναντιωθεί στην συμφωνία με τους δανειστές και να υπερασπιστεί τα αποτελέσματα του Δημοψηφίσματος: «Τώρα οι δυσαρεστημένοι θα το σκεφτούν δύο φορές, πριν να διαμαρτυρηθούν» (3)
Είναι εξαιρετικά σημαντικό το γεγονός, ότι η «Λαϊκή Ενότητα» δεν έκανε τίποτε άλλο, από το να υπερασπίζεται το πρόγραμμα, με το οποίο η πλειοψηφία των Ελλήνων έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία 8 μήνες νωρίτερα και απαιτούσε την τήρηση της απόφασης του Δημοψηφίσματος. Ακριβώς η αναγνώριση από τον ίδιο το λαό της δικής του αδυναμίας προκαθόρισε την ήττα αυτής της συμμαχίας.
Σε ό,τι αφορά στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, το οποίο κατά τη διάρκεια του Δημοψηφίσματος, αλλά και σήμερα κατ’ ουσίαν αγνοεί τα βασικά θέματα της συζήτησης, η σεχταριστική θέση που πήρε το κόμμα το οδήγησε σε «γκέτο», όχι μόνο εκλογικό, αλλά πάνω απ’ όλα πολιτικό. Εν ολίγοις, όποιον δεν έχει τίποτε να πει, δεν πρόκειται να τον ακούσει κανείς.
Γιατί οι Έλληνες, έχοντας αποφασίσει να πάνε να ψηφίσουν, επέτρεψαν τη διατήρηση του Τσίπρα και των «πρωτοπαλίκαρών» του στην εξουσία; Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ, έχοντας χάσει ουσιαστικά όλη την ενεργό του βάση, η οποία σήκωσε στις πλάτες της την πίεση της προεκλογικής εκστρατείας του Ιανουαρίου, αυτή τη φορά δεν χρειάστηκε ούτε κομματικά μέλη, ούτε οπαδούς, ούτε καν τη λαϊκή συμπάθεια για τη νίκη στις εκλογές; Η απάντηση είναι απλή: η (ελληνική) κοινωνία, έχοντας χάσει το ηθικό της και την πίστη στον εαυτό της, συμφιλιώθηκε με τα βασανιστήρια, ελπίζοντας να επιλέξει τον πιο «ανθρώπινο» δήμιο, ο οποίος, την ώρα που τους βασανίζει, τουλάχιστον δεν πρόκειται να νιώθει μια σαδιστική ευχαρίστηση. Όμως κι εδώ κάνουν λάθος. Σε «εκτέλεση» Τσίπρα, η λιτότητα, οι ιδιωτικοποιήσεις και τα υπόλοιπα αντικοινωνικά και αντεθνικά μέτρα όχι απλώς δεν θα είναι λιγότερο επώδυνα, αλλά θα είναι και εξαιρετικά σκληρά. Δεδομένου ότι θα τα εφαρμόζουν άνθρωποι που έχουν χάσει ό,τι τους είχε απομείνει από τη συνείδηση και την προσωπική τους αξιοπρέπεια, οι οποίοι δεν έχουν κανενός είδους, έστω και συντηρητικές αρχές και κανένα, έστω και καμία, έστω και αστική, ηθική.
Και είναι αλήθεια, ότι ο Τσίπρας απέδειξε σε όλη την Ευρώπη, ότι η προδοσία, η αθλιότητα και η δειλία επιβραβεύονται, ενώ η «Λαϊκή Ενότητα» έδειξε, ότι η ακεραιότητα, η εντιμότητα και η πίστη στις υποσχέσεις της είναι ο σίγουρος δρόμος για την αποτυχία. Όχι, αυτό δεν είναι μία μακιαβελική πολιτική της κυνικής επιλογής των μέσων που «αγιάζουν» τους σκοπούς του κράτους, αλλά ακριβώς η συνειδητή άρνηση της πολιτικής ως δράσης για την αλλαγή ή, ακόμη και για τη διατήρηση της κοινωνίας.
Ωστόσο, ηθική και πολιτική κατάρρευση δεν υφίσταται μόνο η ελληνική κοινωνία, αλλά και η Ευρωπαϊκή Αριστερά. Το πιο φοβερό σε αυτό που συνέβη, είναι ότι τον Τσίπρα και τον «γενετικά μεταλλαγμένο ΣΥΡΙΖΑ» (έκφραση του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου) εξακολουθούν όπως και πριν να τον θεωρούν τμήμα του αριστερού κινήματος. Το να αναγνωρίζει κανείς τον Τσίπρα ως «δικό του», σημαίνει και το ότι φέρει ευθύνη για ό,τι έχει πράξει και πρόκειται να πράξει στο εγγύς μέλλον η κυβέρνησή του. Αυτό σημαίνει, ότι οι Ευρωπαίοι αριστεροί στερούν από τον εαυτό τους το δικαίωμα στη λαϊκή εμπιστοσύνη, έτσι όπως και οι Έλληνες σύντροφοί τους, οι οποίοι επέτρεψαν τη σημερινή καταστροφή.
Σε συνθήκες, όπου σχεδόν όλα τα κόμματα που εισήλθαν στο Κοινοβούλιο είτε εγκρίνουν τη Συμφωνία με την «Τρόικα», είτε κάνουν σαν αυτή να μην τα αφορά, η μοναδική φωνή στο Κοινοβούλιο που μιλάει εξ ονόματος της πλειοψηφίας που ψήφισε το «ΟΧΙ» στο Δημοψήφισμα απομένει αυτή της «Χρυσής Αυγής». Ήδη σήμερα είναι το τρίτο σε δύναμη κοινοβουλευτικό κόμμα, έστω και αν υστερεί σημαντικά (σε ποσοστά) από τον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ. Όμως η εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ δείχνει, πόσο εύκολα η Αντιπολίτευση σε συνθήκες κρίσης θεσμών μπορεί να ανεβεί από την τρίτη θέση στην πρώτη. Και το κυριότερο, πότε τους φασίστες τους σταμάτησε η έλλειψη κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας;
Συνέπεια των εκλογών του Σεπτεμβρίου στην Ελλάδα αναπόφευκτα αποτελεί η υποβάθμιση και, πιθανότατα, η συντριβή της Δημοκρατίας στη χώρα, η οποία θεωρεί τον εαυτό της ως την ιστορική της πατρίδα.
Οι συνέπειες αυτού του γεγονότος για την υπόλοιπη Ευρώπη και για το αριστερό της κίνημα θα είναι αισθητές για αρκετό καιρό ακόμη – τόσο ακριβώς, όσο θα χρειαστεί για την κατανόηση των διδαγμάτων της Ελλάδας από τους ακτιβιστές και τους αριστερούς πολιτικούς των άλλων χωρών. Τα διδάγματα αυτά, στην ουσία, είναι πολύ απλά. Πρώτον, δεν μπορεί να υπάρξει κανένας συμβιβασμός και καμία ανακωχή με την πολιτική ελίτ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και με τους νεοφιλελεύθερους θεσμούς της και όσοι προσπαθούν να υπερασπιστούν αυτή την πολιτική από «αριστερές» θέσεις, υποσχόμενοι την πραγματικά απατηλή προοπτική ενός θετικού μετασχηματισμού αυτών των δομών σε ένα απροσδιόριστο μέλλον, όχι απλώς δεν είναι αφελείς ουτοπιστές, αλλά είναι απολύτως συνειδητοποιημένοι και επικίνδυνοι εχθροί. Δεύτερον, η ρήξη με αυτόν τον εσμό πρέπει να είναι απολύτως συνεπής και απολύτως «λενινιστική», αδιάλλακτη και μη αναστρέψιμη. Τρίτον, η επίθεση της νεοφιλελεύθερης Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Νότια και στην Ανατολική Ευρώπη, συμπεριλαμβάνοντας πρώτα και κύρια τη Ρωσία, είναι δύο μέρη της ίδιας διαδικασίας. Στο Νότο της Ευρώπης παρατηρούμε τώρα την ηθική κατάπτωση και την αμηχανία, ενώ η ρωσική κοινωνία, σύμφωνα με τη δίκαιη έκφραση της Άννας Οτσκινά (4), «μέχρι σήμερα παραμένει κοιμώμενη». Θα αφυπνισθεί, άραγε, στο εγγύς μέλλον, ποιος και τι θα την αφυπνίσει, θα το μάθουμε σύντομα.
Επί της ουσίας, τα διδάγματα της ελληνικής καταστροφής είναι απλά και προφανή. Μόνο που, για να αποδειχθούν χρήσιμα για το μέλλον χρειάζεται πολιτική βούληση. Εάν αυτή απουσιάζει, καμία εμπειρία και καμία γνώση δεν πρόκειται να φέρει όφελος.
Εν παρόδω, δεν πρέπει να ξεχνούμε, ότι και η η λέξη «καταστροφή» και η ο όρος «δημοκρατία» είναι ελληνικής προέλευσης.
1. Le Monde, 22.09.2015
2. Liberation, 22.09.2015
3. Le Monde, 22.09.2015
4. Οτσκινά Άννα Βλαντίμιροβνα – Υποψήφια Διδάκτωρ Φιλοσοφικών Επιστημών, Επίκουρη Καθηγήτρια της Έδρας Πολιτικών Επιστημών της Σχολής Κοινωνιολογίας και Κοινωνικής Εργασίας του Κρατικού Παιδαγωγικού Πανεπιστημίου της Πένζα (Ρωσία), δημοσιογράφος και τηλεπαρουσιάστρια.
*ΜΠΟΡΙΣ ΚΑΓΚΑΡΛΙΤΣΚΙ
Αρχισυντάκτης του περιοδικού «Rabkor.ru», Διευθυντής του Ινστιτούτου Παγκοσμιοποίησης και Κοινωνικών Κινημάτων (IGSM), ιστορικός και κοινωνιολόγος.
**Ο Βασίλης Μακρίδης είναι δημοσιογράφος και μεταφραστής ρωσικής γλώσσας, απόφοιτος της Σχολής Δημοσιογραφίας του πρώην Κρατικού Πανεπιστημίου του Ροστόβ-να-Ντονού, νυν Νοτίου Ομοσπονδιακού Πανεπιστημίου της Ρωσίας.
nostimonimar.gr