ΤΟ ΑΓΝΩΣΤΟ ΟΔΙΚΟ ΔΙΚΤΥΟ ΤΗΣ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ ΑΠΟ  ΤΑ ΤΕΜΠΗ ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ ΤΥΡΝΑΒΟ

Οι περιοχή που αναφερόμαστε είναι σχεδόν παρθένα και ανεξερεύνητη. Παρ’ όλο που σκοντάφτει κανείς στα πολλά ακόμα εναπομείναντα ευρήματα και έτσι ο ελάχιστος χρόνος που αντικειμενικά δίνεται απ’ αυτό το βήμα με προβλημάτισε πολύ τι απ’ αυτά και πως θα παρουσιαστούν. Εκ των προτέρων ζητώ την κατανόηση για τα κενά που πιθανόν να υπάρχουν.

dromos2Από την περίοδο που ο άνθρωπος άρχισε να κοινωνικοποιείται, ανάμεσα στα ανεξίτηλα αποτυπώματα που άφησε κατά την ιστορική του διαδρομή, είναι οι δρόμοι, οι γέφυρες, οι οδοδείκτες,  που μας βοηθούν σήμερα και αυτά, να συνθέσουμε την πολιτισμική του εξέλιξη. Οι δρόμοι άλλωστε έγιναν στη βάση της ανάγκης επικοινωνίας του ανθρώπου, όσο ο βαθμός κοινωνικοποίησής του μεγάλωνε.

Τα οδικά δίκτυα, και οι δρόμοι, αποτελούν  ένα απ’ αυτά τα «εργαλεία» που έχουν στην φαρέτρα τους οι αρχαιολόγοι, οι ιστορικοί, οι μηχανικοί, οι κοινωνιολόγοι για να μελετούν το παρελθόν μέσα και από τις τεχνολογικές εφαρμογές του ανθρώπου και να συνθέτουν το κοινωνικό του προφίλ σε κάθε ιστορική στιγμή.

Η χάραξη μιας διαδρομής ή ενός οδικού δικτύου, δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Προϋποθέτει ένα άθροισμα παραγόντων που συνθέτουν και υποδηλώνουν εμπειρία, γνώση και το επίπεδο εξέλιξης των τεχνολογικών μέσων.

Το πέρασμα του δρόμου από τα συγκεκριμένα σημεία και οι λόγοι που έγιναν, αποτύπωναν μια απτή αναγκαιότητα της εποχής, για τις κοινωνικές, οικονομικές, στρατιωτικές ή και άλλες ανάγκες.

Ανατολικό τμήμα της επαρχίας Τυρνάβου –

Από την Περραιβία μέχρι την Οθωμανική κατάκτηση.

Μας είναι γνωστή η σύνδεση και η επικοινωνία που υπήρχε από πολύ πρώιμη ιστορική περίοδο, σ’ αυτό το γεωγραφικό τμήμα της Θεσσαλίας. Ο άξονας που συνδέει τα Τέμπη με τον Τύρναβο και βρίσκεται στην βόρια πλευρά του Πηνειού και στα πόδια του Κάτω Ολύμπου, υπήρξε ένας δευτερεύον διαχρονικά, αλλά σημαντικός διάδρομος επικοινωνίας.

dromos3Όσο η ιστορική έρευνα βαθαίνει, άλλο τόσο και νέα στοιχεία αποκαλύπτονται που επιβεβαιώνουν την μακρόχρονη ύπαρξη των ανθρώπων και τις δραστηριότητες τους σ’ αυτή τη γωνιά της γης. Τα Ομηρικά έπη, τα νεολιθικά ευρήματα, που στο διάβα του χρόνου όλο και πληθαίνουν, επιβεβαιώνουν την επικοινωνία του ντόπιου πληθυσμού με γείτονές του αλλά και με λαούς που ζούσαν πολύ μακριά. Στη σημερινή μας εργασία αυτή η περίοδος όπως και μέχρι την ύστερη Βυζαντινή δεν θα μας απασχολήσει.

Άλλωστε σ’ αυτήν την περίοδο, την ύστερη Βυζαντινή, πολύ λίγα σχετικά πράγματα μας είναι γνωστά σε σχέση με άλλες εποχές, λόγω κυρίως των συνεχών εσωτερικών συγκρούσεων εξουσίας και των μεγάλων πολεμικών επιδρομών που δέχτηκε η Θεσσαλία. Ιδιαίτερα η περιοχή που αναφερόμαστε, πληθυσμιακά είχε απογυμνωθεί και επομένως κάθε σοβαρή κοινωνική δραστηριότητα είχε ατονήσει, εκτός από κάποια στρατιωτική ή θρησκευτική παρουσία, όπως φυλάκια και μοναστήρια, λείψανα των οποίων βρίσκουμε και σήμερα.

Η οθωμανική περίοδος ανασταίνει την περιοχή.

Οι Οθωμανοί αφού πλέον οριστικά κατέκτησαν την Θεσσαλία το 1423  δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για μια δημογραφική έκρηξη στην περιοχή που αναφερόμαστε, αφού ήταν σχεδόν ακατοίκητη για αρκετές δεκαετίες, ίσως και αιώνες, μεταφέροντας και εγκαθιστώντας ένα μεγάλο αριθμό νέων μουσουλμάνων κατοίκων, των γνωστών Γιουρούκων (Yörükler) Κονιάριδων .

Έτσι δημιουργήθηκαν οι μουσουλμανικοί οικισμοί, από τις 5 με 6 χιλιάδες  οικογένειες  Κόνιαρων Γιουρούκων που κατανεμήθηκαν περιμετρικά στη Θεσσαλία και ένα σημαντικό τμήμα απ’ αυτούς εγκαταστάθηκε στις παρυφές του Ολύμπου και του Κισσάβου. Αυτό έγινε:

α) για να αποτελούν την πρώτη αμυντική γραμμή θωράκισης του κάμπου που η οικονομία με τον ασιατικό τρόπο παραγωγής , αποτελούσε τον πιο δυναμικό και παραγωγικό πυλώνα στο φεουδαρχικό σύστημα.

β) Το πληθυσμιακό αυτό κομμάτι αποτελούσε την επιμελητεία του οθωμανικού στρατού , έτσι άλλωστε έφτασε και ως την Θεσσαλία.

γ) Υπήρξε η δεξαμενή άντλησης στρατιωτικών δυνάμεων και εφεδρείών  , που ορίζονταν από ειδικές κανονιστικές διατάξεις εκπαιδευμένων στρατιωτικών μονάδων.

Οι οικισμοί αυτοί στην περιοχή που αναφερόμαστε ξεκινώντας από τα δυτικά ήταν οι εξής: το Καραντερέ (Λυγαριά), το Καρατζιόλ (Αργυροπούλι), Δελέρια (που αποτελούνταν από τους τρεις οικισμούς, Ντελέρ, Εβρενός και Κουτάβι), το Τσαϊρλί (Βρυότοπος), το Μουσαλάρ (Ροδιά), οι εγκατελειμένοι οικισμοί Ουρτσούν ή Ρουντζιούν , Κου(ω)φαλάδες, Καραδεμιρλέρ, Κοσδερέ ή Κόντρεσι, το Κιτσιλέρ (Ελιά), το Δερελί (Γόννοι) και το Μπαλαμούτ (Ιτιά) .

Η οθωμανική αυτοκρατορία επέβαλε ένα εσωτερικό σύστημα ασφάλειας  και οι ανάγκες λειτουργίας της την ανάγκασε να οργανώσει την κρατική μηχανή με τεχνικές υποδομές και οργανωτικές διοικητικές δομές που θα ανταποκρίνονταν στο δικό της πολιτικο–οικονομικό μοντέλο, χρησιμοποιώντας παλιότερες και νέες εφαρμογές που ανταποκρίνονταν στις απαιτήσεις των καιρών .

Με την οθωμανική κατάκτηση του ελλαδικού χώρου οι κοινωνικές σχέσεις που επικράτησαν άλλαξαν γιατί πλέον δεν ανάγονται στον δυτικό- βυζαντινό φεουδαρχικό τρόπο παραγωγής, όπως συχνά υποστηρίζεται, αλλά στον ασιατικό τρόπο παραγωγής.

Το αποφασιστικό στοιχείο του ασιατικού τρόπου παραγωγής, που αποτελεί και την ειδοποιό διαφορά του σε σχέση με όλους τους άλλους προκαπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής είναι, ότι τόσο οι σχέσεις ιδιοκτησίας όσο και οι σχέσεις κατοχής οργανώνονται όχι σε ατομική, αλλά σε συλλογική βάση.

Μόνο μια τέτοια συλλογική βάση οργάνωσης της παραγωγής, της τοπικής διοίκησης και οικονομίας θα μπορούσε να δημιουργήσει υποδομές για ένα τόσο μεγάλο οδικό δίκτυο. Οι γέφυρες για παράδειγμα στους προϋπολογισμούς των δρόμων, ακόμα και σήμερα είναι από τα πιο κοστοβόρα κομμάτια του έργου. Οι νέες συνθήκες στο τμήμα αυτό επέβαλαν την ανάγκη κατασκευής τριών μεγάλων γεφυρών . Στον Πηνειό, τη γέφυρα του Εβρενός ή Βερνέζι και στο Λασποχώρι (Ομόλιο) τη δεύτερη που ήταν η μεγαλύτερη στον ελλαδικό χώρο . Η τρίτη μεγάλη πολύτοξη γέφυρα κατασκευάσθηκε στον Τιταρήσιο, στην νότια είσοδο του Τυρνάβου. Υπήρχε ακόμα ένας  σημαντικός αριθμός γεφυρών – κάποιες στέκουν ακόμα όρθιες – που είχαν κατασκευασθεί για το πέρασμα μικρότερων ποταμιών και ρεμάτων, χώρια οι ξύλινες.

Χάραξαν πάρα πολλούς δρόμους ημιονικούς ή αμαξιτούς, λιθόστρωτους ή με ειδική επίστρωση, με αντιστηρίγματα, λάξευση βράχων, κ.ά. Όλη αυτή η τεχνογνωσία εφαρμόζεται και αποτυπώνεται με πολύ χαρακτηριστικά παραδείγματα στο οδικό δίκτυο που αναφερόμαστε.

Η ανατολική πλευρά της παλιάς επαρχίας Τυρνάβου περιλαμβάνει έναν Κεντρικό Άξονα αυτού του δικτύου που είναι χαραγμένος παράλληλα σχεδόν του Πηνειού στην βόρεια πλευρά του και περνάει από τον Τύρναβο – Ροδιά – Γόννοι – Τέμπη και παράλληλα ενώνει τους δύο Εθνικούς δρόμους, ανατολικά (Λάρισα – Τέμπη – Θεσσαλονίκη) και δυτικά (Λάρισα – Τύρναβος – Ελάσσονα – Κοζάνη).

Αλλαγή συνθηκών χερσαίας επικοινωνίας.

Οι αμαξιτοί και ημιονικοί δρόμοι

Κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους αλλά και την Τουρκοκρατία οι συνθήκες της χερσαίας επικοινωνίας και μεταφορών αλλάζουν ριζικά. Αυτά τα χρόνια η χρήση της άμαξας περιορίζεται πολύ και κυριαρχεί το υποζύγιο. Οι χερσαίες μεταφορές γίνονται αποκλειστικά με καραβάνια. Η ανασφάλεια των καιρών υπαγορεύει τη συγκέντρωση μεγάλου αριθμού υποζυγίων, που έχουν τη δυνατότητα να αλλάξουν πορεία, να αποκρυβούν πιο εύκολα, ή να διαφύγουν ταχύτερα από την όποια επιβολή, σ’ αντίθεση με τις δυσμετακίνητες άμαξες

Τότε κατασκευάζονται λιθόστρωτα μονοπάτια, «καλιγομένοι» δρόμοι τα γνωστά καλντερίμια, που αποτελούν μια συνηθισμένη τεχνολογική εφαρμογή για την κατασκευή δρόμων, για να αντιμετωπίζεται η λάσπη, οι βραχώδεις περιοχές, το «φάγωμα» του δρόμου από τις βροχές (νεροφαγιές). Σε κάποια σημεία κυρίως ορεινά, για να καλύψουν υψομετρικές διαφορές συχνά διαμόρφωναν τον δρόμο με σκαλοπάτια ανά τακτά διαστήματα .

Βέβαια υπάρχουν και αμαξιτά τμήματα, κυρίως σε πεδινές περιοχές και πολλές φορές γύρο από τους οικισμούς ή μέσα στον οικιστικό τους ιστό.

Αμαξιτοί δρόμοι.

Αυτοί βρίσκονται όπως μας τους περιγράφουν οι περιηγητές, αλλά και άλλες πηγές στον ευρύτερο κάμπο του Τυρνάβου δημιουργώντας ένα πυκνό δίκτυο. Από τον Τύρναβο ως την Μελούνα, από το Καραντερέ (Λυγαριά) ως το Μουσαλάρ (Ροδιά), ανατολικά στο Καζακλάρ (Αμπελώνα), Τσαϊρλί(Βρυότοπος), Τατάρ(Φαλάνη) και νότια στη Λάρισα, οι αραμπάδες και οι «σούστες» καλά κρατούν.

Ο Τούρναβος ή Τύρναβος. Ήταν το δυτικό πέρας του Κεντρικού Άξονα που εφάπτονταν του κύριου δυτικού οδικού δικτύου που συνέδεε την νότιο Ελλάδα με την Μακεδονία. Από μόνη της η πόλη αποτελούσε ένα μεγάλο πολυεπίπεδο κεντρομόλο πυρήνα κυρίως των χριστιανών. Λόγω των σημαντικών προνομίων που δόθηκαν από τον Τουραχάν.

Όπως προείπαμε από δω περνάει ένας κύριος αμαξιτός από την αρχαιότητα δρόμος που συνδέει την Μακεδονία με την Θεσσαλία, ακλουθώντας την κοιλάδα του Τιταρήσιου και φτάνει στην Ελασσόνα. Παίρνοντας αυτόν τον δρόμο λίγο έξω από τον Τύρναβο στις υπώρειες του βουνού Σιδεροπάλουκο, άλλος δρόμος αφού περνούσε πέτρινη γέφυρα, κατευθύνονταν δυτικά στη Γούνιτσα(Αμυγδαλέα), συνδέοντας την ανατολική Θεσσαλία με την δυτική, παρακάμπτοντας την Λάρισα.

Υπάρχει και δεύτερος εναλλακτικός αμαξιτός δρόμος που κατευθύνεται προς βορά από την άκρη της πόλης, περνάει αριστερά από τη θέση Κριτήρι και συνεχίζει για την Μελούνα – Τσαριτσάνη – Ελασσόνα.

Αμαξιτός δρόμος υπήρχε και στην άλλη άκρη του άξονα αυτού που ξεκινούσε από τα Τέμπη, με κατεύθυνση δυτική οδηγούσε στο Dereli > Δερελί (Γόννους), αφού πρώτα περνούσε από το Μπαλαμούτι (Ιτιά) και τους Αρχαίους Γόννους. Από κει ξεκινούσε και ο αρχαίος δρόμος που εντόπισε ο αρχαιολόγος Απ. Αρβανιτόπουλος το 1908 σημειώνοντας πως ήταν «ευρύς αμαξιτός και πλακόστρωτος».

Ακόμα και στους χάρτες του 1909 αποτυπώνεται ως αμαξιτός δρόμος, που αφού περάσει ανηφορίζοντας το Γκουνταμάνι, συνεχίζει προς τη θέση Κλέφτου Γκεντίκ φτάνοντας στην πεδιάδα της Κονίσπολης όπου διακλαδίζεται ο δρόμος οδηγώντας αριστερά στη Διάβα και δεξιά στην Καρυά και από κει ημιονικός πάει ανατολικά προς το πέρασμα των Καννάλων που λιθόστρωτο τμήμα διασώζεται ακόμα, κατηφορίζοντας στην Λεπτοκαρυά.

Από την αρχαιότητα η διαδρομή αυτή χρησιμοποιήθηκε, για ν’ αποφευχθούν τα Τέμπη, κατά τους Περσικούς πολέμους  από τον Ξέρξη που ακολούθησαν τα στρατεύματά του τη διαδρομή Λεπτοκαρυά – Νιζερός (Καλλιπεύκη) – Γόννοι και κατά τους Μακεδονικούς πολέμους με τους Ρωμαίους να επιλέγουν αυτήν την διαδρομή. Ακόμα και στη σύγχρονη ιστορία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου τον δρόμο αυτόν ακλούθησε η 6η  Ορεινή Μεραρχία των Γερμανών προκειμένου να δημιουργήσει με την κυκλωτική κίνηση ρήγμα στους αμυνόμενους Νεοζηλανδούς, στα Τέμπη και στη Μελούνα.

Λιθόστρωτα τμήματα που σώζονται μέχρι σήμερα.

Στον προαναφερόμενο αμαξιτό δρόμο που κατευθύνονταν βόρια προς την «Κονίσπολη», λίγο έξω από τους Γόννους, στη περιοχή «Παλιουριά», είναι ορατό τμήμα λιθόστρωτο που βρίσκεται στον σημερινό δρόμο, επειδή αυτός σε πολλά σημεία ακολουθεί τον αρχαίο.

Ένας άλλος δρόμος από τους Γόννους ξεκινάει με κατεύθυνση δυτική. 700μ. έξω από το οικισμό χωρίζεται σε δύο σκέλη, την «Βερνεζόστρατα» και την «Τουρναβόστρατα».

«Τουρναβόστρατα»

Έτσι ονομάστηκε ο δρόμος  του Κεντρικού Άξονα που ακολουθούσε την δυτική κατεύθυνση και οδηγούσε στον Τύρναβο. Το μεγαλύτερο τμήμα του παλιού δρόμου χρησιμοποιείται και σήμερα. Παρά τις πολλές καταπονήσεις που δέχτηκε από τα μηχανήματα οδοποιίας, υπάρχουν σε κάποια σημεία του διακριτά  λιθόστρωτα τμήματα που το πλάτος τους είναι 3 μέτρα.

Στην ίδια κατεύθυνση, λίγο μετά από το Karademirler > Καραδεμιρλέρ (σήμερα εγκαταλειμμένος οικισμός)  και μόλις συναντήσουμε το Ρουτζιουνιώτικο ρέμα, βρίσκουμε ένα σπάνιο εντυπωσιακό σημείο μελέτης όπου συνυπάρχουν ο σημερινός δρόμος, δίπλα του εγκαταλειμμένος αμαξιτός και από κάτω παράλληλα βρίσκουμε τον ημιονικό που οδηγεί αποκλειστικά σε ένα πανέμορφο μονότοξο γεφύρι που εκπέμπει S.O.S.

Αυτή η όμορφη και σπάνια γωνιά της περιοχής μας με κέντρισε για ν’ ασχοληθώ με την εργασία αυτή.

Στον ημιονικό, στο τμήμα της κατωφέρειας που κατευθύνεται προς τη γέφυρα βλέπουμε το κατεστραμμένο λιθόστρωτο τμήμα και τις αναβαθμίδες (σκαλοπάτια) που κατασκεύασαν για την εξομάλυνση της υψομετρικής διαφοράς. Ακόμα διακρίνουμε ανθρώπινη παρέμβαση στην λάξευση των βράχων που έγινε πρόχειρα χωρίς ιδιαίτερη επιμέλεια.

Η γέφυρα που συναντάμε να ενώνει τις δύο όχθες του ρέματος είναι πέτρινη μονότοξη, έχει άνοιγμα βάσης 5μ., πλάτος 3.10μ., ύψος 4μ. και το μήκος του οδοστρώματός της 15μ. Σήμερα το μισό τμήμα της είναι κατεστραμμένο και από τα πλάγια άρχισαν «κάποιοι» να ψάχνουν, «τι;».

Σώζεται τμήμα του μονοπατιού από την απέναντι πλευρά του ρέματος που συνεχίζει μετά τη γέφυρα με κατεύθυνση δυτική.

Συνεχίζοντας δυτικά στον Κεντρικό άξονα, δεξιά μας συναντάμε μια διακλάδωση που οδηγεί βόρια στον εγκαταλειμμένο οικισμό του Orçun > Ρουτζιούν.

Εδώ υπάρχει ένα τμήμα λιθόστρωτου αμαξιτού δρόμου στα όρια του οικισμού με κάποια εντυπωσιακά γνωρίσματα, όπως διαφορετική λιθόστρωση, χάραγμα διακριτής λιθόστρωτης στροφής, διπλός αμαξιτός κατά την γνώμη μου. Ο δρόμος αυτός μπορεί να συμπεριληφθεί ως τμήμα του οικιστικού ιστού, αλλά γνωρίζουμε από τις αφηγήσεις και τη βιβλιογραφία πως υπήρξε τμήμα ενός μεγάλου λιθόστρωτου δρόμου που οδηγούσε στον οικισμό της Ολυμπιάδας, αλλά και τα φυλάκια των συνόρων μετά το 1881.

Η «Βερνεζόστρατα»

Ονομάστηκε ο δρόμος που κατευθύνονταν νοτιοδυτικά και κατέληγε στη Γέφυρα του Εβρενός ή Βερνέζι που υπήρξε σημείο αναφοράς της περιοχής και ανατινάχτηκε τη νύχτα της 10ης προς 11η  Απριλίου του 1897,από το Μηχανικό κατά την υποχώρηση του στρατού μας . Αυτός εξυπηρετούσε το πέρασμα του Πηνειού και την συνέχιση της διαδρομής για τη Λάρισα ή ακόμα για την μεταφορά αλεσμάτων για τους μύλους που βρίσκονταν σ’ αυτή τη θέση και ερείπιά τους διασώζονται και σήμερα. Πεντακόσια περίπου μέτρα ανατολικά από τη θέση της γέφυρας και κοντά στη βόρια όχθη του Πηνειού, σώζεται ένα σημαντικό τμήμα αμαξιτού δρόμου της «Βερνεζόστρατας», όπου διαπιστώνει κανείς πως στο έργο αποτυπώνονται σημαντικά στοιχεία τεχνογνωσίας για την οδοποιία. Εδώ συναντάμε την χρήση τοιχοποιίας αντιστήριξης, την ομοιόμορφη λάξευση των βράχων για την διάνοιξη του δρόμου, τη στιβαρή κατασκευή οδοστρώματος με ειδικό υλικό επίστρωσης αλλά και άλλες ενδιαφέρουσες εφαρμογές της οδοποιίας.

Επειδή όπως είπα και στην αρχή, ο περιορισμένος χρόνος παρουσίασης με ανάγκασε να αφήσω έξω από την αφήγηση πολλά τμήματα που αποτελούν ενιαία ενότητα του θέματος, όπως το νέο οδικό δίκτυο που δημιουργήθηκε από τις ανάγκες των συνόρων του 1881 και συνέδεε τα φυλάκια μεταξύ τους και με οικισμοίς που ήταν έδρες των στρατιωτικών μονάδων.

Μετά το 1881 ορίστηκαν τα νέα σύνορα της Ελλάδας, που ένα μεγάλο τμήμα περνούσε από την περιοχή που αναφερόμαστε και αποτέλεσε τα βόρια όρια της Επαρχίας Τυρνάβου. Τα σύνορα σε πολλά σημεία άλλαξαν σε βάρος της Ελλάδας μετά το πόλεμο του 1897 και χαράχτηκε νέα οριογραμμή. Αυτήν ακολούθησε και νεώτερη οδική χάραξη που πολλές φορές μπερδεύει πολλούς ερευνητές που δεν λαμβάνουν υπ’ όψη αυτή την παράμετρο.

Τα νέα δεδομένα δημιούργησαν αμέσως νέες προτεραιότητες στην επικοινωνία και την συγκοινωνία της περιοχής. Οι στρατιωτικές ανάγκες που προέκυψαν προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι λειτουργίες και ο νέος μεγάλος πληθυσμιακά αριθμός του στρατεύματος και όσων το συνοδεύουν. Όπως τα φυλάκια που στήθηκαν για την φύλαξη των συνόρων, από τη θάλασσα μέχρι το φυλάκιο Τρυπημένης που βρίσκονταν στις νότια πλαγιά του βουνού Προφήτη Ηλία του Τυρνάβου, ήταν 31. Οι μονάδες που τα στελέχωναν, τα υποτελωνεία που δημιουργήθηκαν λόγω των συνόρων, η μεγάλη αστυνομική δύναμη που προστέθηκε για την φύλαξη της περιοχής και για την δίωξη της ληστείας. Επέβαλαν τη χάραξη νέων δρόμων και τη βελτίωση των παλιών.

Ένα άλλο μεγάλο και σημαντικό μέρος του οδικού δικτύου είναι οι γέφυρες και η περιοχή μας αυτή έχει ιδιαίτερες και σημαντικές γέφυρες στρατηγικής σημασίας όπως στο Λασποχώρι (Oμόλιο), Βερνέζι (Εβρενός) και Τιταρήσιου (Τυρνάβου), χώρια οι πολλές μικρές γέφυρες των ρεμάτων.

Αλλά και άλλα στοιχεία που συμπληρώνουν το δίκτυο επικοινωνίας της επαρχίας Τυρνάβου, όπως ο πλωτός Πηνειός με τα πορθμεία ή το τμήμα των σιδηροδρομικών γραμμών από το 1906 που άρχισε να κατασκευάζεται και αποτέλεσαν συμπληρωματικές πόρτες επικοινωνίας των κατοίκων της περιοχής.

Εδώ θα ήθελα να ευχαριστήσω δημόσια τον Κώστα Θεοδωρόπουλο που με συνόδευσε σε μια «ανίχνευση» στην περιοχή και με το διεισδυτικό του βλέμμα και τις ιδιαίτερες γεωλογικές γνώσεις και όχι μόνο, με βοήθησε καθοριστικά στην ταυτοποίηση κάποιων ερωτημάτων.

Τέλος θάθελα η φωνή μου και απ’ αυτό το βήμα να ενωθεί με όλους εκείνους που προσπαθούν και δίνουν μάχη διάσωσης των μνημείων της περιοχής μας από τους αρμόδιους φορείς, που είναι δύο οι εφορίες αρχαιοτήτων και η τοπική διοίκηση..

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ ΗΜΕΡΩΝ