Κάνοντας λόγο συχνά για τα σοβαρά ή τα ευτράπελα του νεοελληνικού κράτους και με δεδομένο ότι το κράτος αυτό είναι εν πολλοίς δημιούργημα Πελοποννησίων, αξίζει πιστεύω να διερευνηθούν κάποιες πτυχές του ψυχισμού των ανθρώπων αυτών, μιας και έχουμε αφήσει στα χέρια τους τις τύχες μας τόσα χρόνια τώρα.
Αν γειτνιάσεις με οικογένεια Πελοποννησίων, γρήγορα αντιλαμβάνεσαι τη σπουδαιότητα που αποδίδουν στην εξ αίματος συγγένεια. Ο κόσμος τους χωρίζεται στα δύο: Εμείς, οι εξ αίματος, οι εκλεκτοί, και οι άλλοι, οι ξένοι, οι περιττοί. Μια ανατριχιαστική παροιμία που άκουσα πριν χρόνια σε χωριό του νομού Ηλείας δίνει το στίγμα με ακρίβεια: «Μπήκε ο χάρος μες στο σπίτι, και όλοι δείξανε τη νύφη». Η νύφη, ξένη αιματολογικά προς την οικογένεια του γαμπρού, είναι αλλότριον είδος, περιττό και αναλώσιμο, και άρα ανέτως την χαρίζουμε στον Χάρο για παρέα. Εμείς, οι όμαιμοι, νά ‘μαστε καλά.
Αν κάποια στιγμή, αφηρημένα και χαλαρά, σε περίοδο διακοπών για παράδειγμα, τύχει να ρωτήσεις την παρέα σου αφελώς «Τι μέρα είναι σήμερα;», ακαριαία ο λουόμενος Πελοποννήσιος από πλάι θα ακουστεί «Γιατί ρωτάς;» Μια σύγχυση αρχίζει και πλανάται στον αέρα. Ένα ερώτημα τετριμμένο και αθώο για τον Μακεδόνα, πηγή δεινών για τον Πελοποννήσιο.
Γι’ αυτόν, κάθε ερώτημα και ένας γρίφος. Άραγε, τι συνωμοσία εξυφαίνεται εις βάρος του; Ποια ίντριγκα στήνεται εν αγνοία του την ώρα που δήθεν ανέμελα ένα ερώτημα εμφανίζεται; Σ’ αυτό το κοφτό «γιατί ρωτάς;» συμπυκνώνεται όλη η πεμπτουσία της πελοποννησιακής καχυποψίας. Ακόμα και αν το ζητούμενο είναι ανεξάρτητο της βούλησής μας, ακόμα κι όταν η απάντηση είναι μία, μοναδική και δεδομένη, ένας σωστός Πελοποννήσιος δεν θα σταθεί στο προφανές. Θα ψάξει για το κρυμμένο και το ανομολόγητο. Δεν χρειάζεται να μελετήσει Σαίξπηρ, δεν χρειάζεται να ξέρει τον καημό του Άμλετ για το «φαίνεσθαι» και το «είναι», αυτός έχει τα δικά του ανεξερεύνητα και σκοτεινά «γιατί» να ξεδιαλύνει. Και μία ακλόνητη βεβαιότητα: Το «φαίνεσθαι» ποτέ δεν ζευγαρώνει με το «είναι».
Ο Πελοποννήσιος έχει μια τρέλα με τα ακίνητα. Πιστεύω πως αν του βάλεις το δίλημμα «τη ζωή σου ή το κτήμα στην Κάτω Παναγιά», θα διαλέξει το κτήμα. Εδώ πολύ διαφωτιστικός μάς είναι ο Θουκυδίδης. Γράφει ο Θουκυδίδης στην ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου πως, στην πλειονότητά τους, οι Πελοποννήσιοι στρατιώτες, με εξαίρεση τους Σπαρτιάτες, καλλιεργούσαν οι ίδιοι τα κτήματά τους, και συνεπώς δεν μπορούσαν να απομακρύνονται από τη γη τους για πολύ χρόνο. Οι άνδρες αυτοί θα διακινδύνευαν ευκολότερα τη ζωή τους, παρά την περιουσία τους, «επειδή φοβόντουσαν μήπως η περιουσία τους χαθεί πριν από τη ζωή τους».
Αυτό το σχόλιο, «επειδή φοβόντουσαν μήπως η περιουσία τους χαθεί πριν από τη ζωή τους», φώτισε ένα θέμα που με βασάνιζε χρόνια. Ενώ εγώ μονίμως ονειρεύομαι ταξίδια και λαχεία που κερδίζουν και σε πάνε σε άλλα μέρη μαγικά, ή οργανώνω με το νου μου ρευστοποιήσεις ακινήτων, υπαρκτών και ανυπάρκτων χάριν ευζωίας, οι εκ Πελοποννήσου καταγόμενοι, φίλοι και συγγενείς, νυχθημερόν ονειρεύονται ανακαινίσεις σπιτιών, συντηρήσεις πατρογονικών και αγορές ευκαιριών. Γιατί άραγε κάποιος να προτιμά να υφίσταται λογιών λογιών στερήσεις επί χρόνια για να κρατήσει ορθό και ανέπαφο ένα ακίνητο στην Κάτω Παναγιά; Μα γιατί, όπως μάς λέει ο μέγας Θουκυδίδης, «φοβόντουσαν μήπως η περιουσία τους χαθεί πριν από τη ζωή τους». Τι αξίζει η ζωή χωρίς την περιουσία; Μια τέτοια αντίληψη που μεταφέρεται στη συλλογική μνήμη από τον 5ο π.Χ. αιώνα δεν παλεύεται με τίποτε. Ας το δεχτούμε κι ας προχωρήσουμε.
Αυτά τα τρία χαρακτηριστικά, η έμφαση στην εξ αίματος συγγένεια, η καχυποψία και η λατρεία προς την ακίνητη περιουσία δεν είναι εξ ορισμού μειονεκτήματα. Μπορούν να αποβούν ιδιαιτέρως επωφελή, ανάλογα με τις περιστάσεις. Η εξ αίματος συγγένεια, ως οδηγός συμπεριφοράς που οδηγεί στην αλληλεγγύη, έστω και στοχευμένα μόνον εντός της οικογένειας, δεν είναι συλλήβδην κατακριτέος. Είναι πολλάκις ωφέλιμος και επαινετός, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσεων.
Οι Μυστικές Υπηρεσίες σίγουρα χρειάζονται στελέχη που να λειτουργούν με καχυποψία, γιατί αλλιώς θα διαλύονταν. Συνεπώς, ένας Πελοποννήσιος θα ήταν ιδιαίτερα επιτυχής επιλογή για απασχόληση στις υπηρεσίες αυτές.
Μια σύζυγος ενός καλού Πελοποννησίου δεν θα μείνει ποτέ ανέστια, θα έχει σίγουρα στέγη και τροφή, και οπωσδήποτε λάδι προγονικό. Κάπως σαν να ζούσε στη παλιά Σοβιετία. Παρ’ όλο που, παραδοσιακά, ο πληθυσμός της Πελοποννήσου πολιτικά φαίνεται να είναι φιλοδεξιός στην πλειονότητά του, στο επίπεδο των υλικών επιλογών του καθημερινού βίου είναι ιδιαίτερα λιτός και αυστηρός, τείνοντας προς το μοντέλο του σοβιετικού ανθρώπου του τέως υπαρκτού σοσιαλισμού. Το περιττό θεωρείται ύβρις. Αν οι Πελοποννήσιοι δεν είχαν τέτοια λατρεία στην ιδιοκτησία, θα γινόντουσαν οι καλύτεροι κομμουνιστές. Και οι καλύτεροι χριστιανοί ενδεχομένως.
Το μόνο αδύνατο σημείο τους όσον αφορά τα υλικά αγαθά είναι η γουρουνοπούλα. Εκεί δεν γίνονται εκπτώσεις. Μπρος στην τραγανιστή, μπισκοτένια της πετσούλα, υποχωρεί κάθε αυστηρότητα, κάθε λιτότητα, κάθε εγκράτεια. Ο σωστός Πελοποννήσιος, και ιδαιτέρως ο ένδοξος Αρκάς, ψάλλει γονατιστός ωδή στη γουρουνοπούλα την πυρόξανθη, και ανυπεράσπιστος αφήνεται στη γλύκα της. Ίσως είναι η μοναδική στιγμή που δεν ρωτά «γιατί». Καλό και ευλογημένο Πάσχα σε όλους μας, εντός και εκτός Πελοποννήσου.
Της Φένιας Ρουγκούνη