Αυτοτελή πρόστιμα (δηλαδή συγκεκριμένα ποσά) θα επιβάλουν οι φορολογικές αρχές σε περιπτώσεις μη έκδοσης αποδείξεων ή στην ανακριβή έκδοση αποδείξεων και λοιπών φορολογικών στοιχείων.
Η σχετική νομοθετική ρυθμισμένη θα κατατεθεί, εντός της εβδομάδας στην Βουλή με την μορφή τροπολογία σε μια προσπάθεια να διορθωθεί η λανθασμένη νομοθετική παρέμβαση της κυβέρνησης που κατάργησε τα αυτοτελή πρόστιμα για την μη έκδοση αποδείξεων.
Σύμφωνα με πληροφορίες η τροπολογία θα προβλέπει την επαναφορά των διατάξεων του Κώδικα Φορολογικών Διαδικασιών που ίσχυαν μέχρι και τα μέσα Οκτωβρίου 2015 και προέβλεπαν την επιβολή αυτοτελών προστίμων στις περιπτώσεις κατά τις οποίες κατά τη διάρκεια φορολογικών ελέγχων διαπιστώνονται παραβάσεις που αφορούν στη μη έκδοση ή στην ανακριβή έκδοση αποδείξεων λιανικών συναλλαγών και λοιπών φορολογικών στοιχείων.
Οι διατάξεις αυτές προέβλεπαν συγκεκριμένα την επιβολή προστίμου 250 ευρώ για κάθε μία μη εκδοθείσα απόδειξη, σε περίπτωση που ο παραβάτης τηρούσε απλογραφικά βιβλία, ή προστίμου 500 ευρώ για κάθε μία μη εκδοθείσα απόδειξη σε περίπτωση που ο ελεγχόμενος επιχειρηματίας τηρούσε διπλογραφικά βιβλία.
Σε περίπτωση που η αποκρυβείσα αξία συναλλαγής υπερέβαινε τις 5.000 ευρώ επιβαλλόταν πρόστιμο ίσο με το 40% της αξίας αυτής. Τα πρόστιμα αυτά καταργήθηκαν από τα μέσα Οκτωβρίου του 2015, με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 3 του ν. 4337/2015. Με την τροπολογία, θα προβλέπεται ότι όλα αυτά τα πρόστιμα επανέρχονται σε ισχύ πιθανότατα από τον Αύγουστο.
Οι ίδιες πληροφορίες αναφέρουν οτι θα κατατεθεί και δεύτερη τροπολογία για την ηλεκτρονική διασύνδεση των ταμειακών μηχανών και των λοιπών ηλεκτρονικών φορολογικών μηχανισμών των επιχειρήσεων με τις πληροφοριακές υποδομές της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων (Γ.Γ.Π.Σ.) του υπουργείου Οικονομικών.
Θα προβλέπεται και η υποχρέωση των επιτηδευματιών που δεν έχουν ταμειακές μηχανές ή άλλους φορολογικούς μηχανισμούς να διαβιβάζουν ηλεκτρονικά στην Γ.Γ.Π.Σ. τα δεδομένα των εκδιδόμενων φορολογικών στοιχείων. Η τροπολογία αυτή ήταν έτοιμη από τον Ιανουάριο αλλά η κατάθεσή της είχε “παγώσει” με απόφαση της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Οικονομικών και των δανειστών.
capital.gr