«Η Τοπική Αυτοδιοίκηση δεν λέει εξ ορισμού «όχι» στη μεταρρύθμιση του καταστατικού της Χάρτη. Η ίδια, άλλωστε, έχει επισημάνει και εξακολουθεί να επισημαίνει τα προβλήματα και τις δυσλειτουργίες του. Αρκεί αυτή να γίνει με σοβαρότητα, ρεαλισμό, υπευθυνότητα,
επιστημονική τεκμηρίωση, και ευρεία διαβούλευση με τις ίδιες τις τοπικές αρχές και τα όργανα που εκπροσωπούν την Αυτοδιοίκηση και θα υποστούν, μαζί με τους πολίτες, τις συνέπειες κάθε μεταρρυθμιστικού εγχειρήματος. Χωρίς προχειρότητα και, πρωτίστως, χωρίς κρυφή ατζέντα».
Αυτό επισημαίνει ο πρόεδρος της Ένωσης Περιφερειών Ελλάδας (ΕΝΠΕ), περιφερειάρχης Θεσσαλίας κ. Κώστας Αγοραστός σε άρθρο του στην ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας «Το Βήμα» σχετικά με τη μεταρρύθμιση στην αυτοδιοίκηση, στην επιτροπή για την οποία μετέχει κι ο ίδιος ως εκπρόσωπος της ΕΝΠΕ.
Σχολιάζοντας το κείμενο του γενικού γραμματέα του υπουργείου Εσωτερικών που τέθηκε υπ’ όψιν των μελών της επιτροπής, ο κ. Κ. Αγοραστός το αξιολογεί ως «διακηρυκτικό και εν πολλοίς γενικόλογο», ενώ, όπως σημειώνει, «σπανίως υπεισέρχεται στα υπαρκτά προβλήματα της Αυτοδιοίκησης. Είναι προφανές – τονίζει ο πρόεδρος της ΕΝΠΕ – ότι δεν αρκεί για να αποτελέσει τη βάση διαλόγου και συνεννόησης με την Τοπική Αυτοδιοίκηση, στο μέτρο που δεν αποκαλύπτει τις πολιτικές κατευθύνσεις, τις πραγματικές προθέσεις και αρχές που ώθησαν την Κυβέρνηση να ανοίξει το διάλογο για αναθεώρηση του θεσμικού πλαισίου της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Εκτός εάν αναζητούμε μόνο το «περιτύλιγμα» για την αλλαγή του εκλογικού συστήματος ανάδειξης των αιρετών οργάνων των ΟΤΑ».
Ο κ. Κ. Αγοραστός εξηγεί πως «ουδείς αντιλέγει σε γενικόλογες αναφορές όπως είναι «το επιτελικό κράτος», η «δημιουργία Τοπικής Αυτοδιοίκησης που είναι διακριτός πόλος σε σχέση με την κεντρική διοίκηση», η «ουσιαστική μεταφορά εξουσιών, πόρων και αρμοδιοτήτων». Ωστόσο, η μέχρι τώρα εμπειρία της Αυτοδιοίκησης καταδεικνύει ότι η φρασεολογία μένει περίπου ίδια, αλλά η εξειδίκευση αυτής με νομοθετικά μέτρα, που γίνεται από τις κυβερνήσεις και τον εκάστοτε αρμόδιο Υπουργό ΕΣΔΑ μπορεί να είναι πολύ διαφορετική.
Συνεπώς, χωρίς εξειδίκευση των αξόνων, συγκεκριμενοποίηση των αόριστων εννοιών, νομικών και πολιτικών, και αποκάλυψη των προθέσεων δεν μπορούν να υπάρξουν συμφωνίες», ξεκαθαρίζει και προσθέτει:
Και, φυσικά, είναι αυτονόητο ότι οι άξονες της μεταρρύθμισης που τέθηκαν υπόψη μας, εφόσον εξειδικευθούν, θα πρέπει να συνοδεύονται από ρεαλιστικό Επιχειρησιακό Σχέδιο υλοποίησης, με συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα και συγκεκριμένες αποτιμήσεις και δεσμεύσεις, τόσο για το κόστος της επιχειρούμενης αλλαγής και από που θα καλυφθεί αυτό, όσο και για το προσωπικό που θα απαιτηθεί για να την εφαρμόσει. Διαφορετικά ελλοχεύει ο κίνδυνος, παρά τις όποιες καλές προθέσεις, να δημιουργηθούν περισσότερα προβλήματα απ’ όσα ήδη υπάρχουν».