Πάντα με πείραζες, “στη δουλειά σας, εκεί στα ζόρια και στα δύσκολα, γράφεται εκείνο το «σοκαρισμένη» και ξεμπερδεύετε” μου έλεγες, καυγάδες από κείνους τους ατέλειωτους και τρυφερούς ανάμεσα σε φίλους.
Να, για το φευγιό της Γώγου, το Νικόλα τον Άσημο που «προγκούσε» μέσα στην παραζάλη του τα σκυλιά σου στο λόφο του Στρέφη, για καλλιτέχνες –ανθρώπους και ζώα που «έφυγαν» το ίδιο… “καλλιτεχνικά” από χέρι ανθρώπινο.
Κουβέντες ατελείωτες μαζί, κουβέντες που μείνανε στη μέση γιατί δεν μίλαγες, κουβέντες που δεν κάναμε γαμώτο.
Τα βάζω κάτω τώρα, ατέλειωτα ρε φίλε. Για τη Ρόζα, το Ποπάκι, το Ρομπέν και τη Μάρκα αργότερα, τα “Beatleάκια”, την Αρβανιτάκη, τη θάλασσα, την Αυλίδα, τα Εξάρχεια, τους φίλους στον Άγιο Χαράλαμπο της Λάρισας που μεγάλωσες, τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες, τα σκίτσα στις χαρτοπετσέτες, τη Γερμανία που πάντα υποστήριζες στα Μουντιάλ και σου «τη λέγαμε», την ΑΕΛ, τα σαρδάμ σαν πίναμε λίγο παραπάνω.
Όλα πέρασαν από μπροστά μου μέσα σε μια στιγμή και σου’ χω νεύρα ρε φιλενάδα γιατί σαν ήρθε η ώρα η «κακιά» πάνω στη δουλειά, «σοκαρισμένη» εκτέθηκα στα μάτια σου και δικαιώθηκες.
«Πέταξες» ρε φιλαράκι και γω έτσι πεταχτά σου γράφω δυο αράδες με νεύρα για το «γιατί» που άργησε απ’ όλους μας.
Δεν έκλαψα, να ξέρεις, μια κραυγή μόνο και χίλια κομμάτια που λες και βγήκαν από μέσα μου και πήραν το δρόμο τους να φτάσουν ψηλά, να ΣΕ ΦΤΑΣΟΥΝ.
Καλό δρόμο, δεν έχει και φρέζιες ρε γαμώτο να σου φέρω…
Ε.Π.