ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΟΥΡΑΧΑΝ ΤΥΡΝΑΒΟΥ

Αγιος Νικόλαος, από το αρχείο της κ. Ρούλας Σδρόλια

Απόσπασμα από την εισήγηση των μαθητών/ριών του ΓΕ.Λ Τυρνάβου στη Διημερίδα Τυρναβίτικων Σπουδών (Φεβρουάριος, 2016),Ψηφίδες Ιστορίας, περιοχής Τυρνάβου

Ο Περιηγητής  Ουργκουχάρτ είχε ακούσει τη διήγηση ενός καϊμακάμη του Τυρνάβου, το 1830, η οποία βασιζόταν σε χειρόγραφη αραβική βιογραφία του Τουραχάν μπέη, που βρισκόταν στη Δημόσια Βιβλιοθήκη του Τυρνάβου.

Διαβάζουμε σχετικά [από το 5ο μέρος στο Θεσσαλικό Ημερολόγιο του ακάματου ιστοριοδίφη δασκάλου Κ. Σπανού]:

“Ο Τουραχάν μπέης έστειλε ανθρώπους του στο Ικόνιο, το οποίο την περίοδο εκείνη δεν διατηρούσε καλές σχέσεις με την οθωμανική δυναστεία, και πέτυχε να φέρει 5-6 χιλιάδες οικογένειες στη Θεσσαλία. Καθώς ήταν άτομα πολεμικού και εργατικού χαρακτήρα τους παραχώρησε γη στα βόρεια της θεσσαλικής πεδιάδας. (…) Ίδρυσε γι’ αυτούς 12 περιχαρακωμένα χωριά: το Τατάρ, το Καζακλάρ το Τσαϊρ, το Μισαλάρ, ο Ντελέρ, την Κουφάλα, το Καρατζιογλάν, τη Λυγάρα, το Ραντγκούν, το Καραντεμιλί, το Ντεριλί και το Μαλαμούτ. Ως οπισθοφυλακή αυτής της στρατιωτικής παροικίας ο Τουραχάν μπέης ίδρυσε τον Τύρναβο, για τον οποίον απέσπασε πολλά προνόμια από τον σουλτάνο Μουράτ Β΄.

Μάλιστα, ο Κωνσταντίνος Κούμας, διδάσκαλος του γένους και πρωτεργάτης του ελληνικού διαφωτισμού, ο οποίος έχει μεγάλη σπουδαιότητα στη διερεύνηση του θέματος θεωρούσε τον Τουραχάν Βέη θεμελιωτή του Τυρνάβου.

Συγκεκριμένα στηριζόμενος σε  θρύλο  γράφει: Ο Τουραχάν όταν υπόταξε την Λάρισα στρατοπέδευσε σε ένα εύπορο τόπο  ονομαζόμενος Καλύβια. Εκεί με την συνάθροιση κατοίκων έκτισε τζαμί και δίπλα από αυτό τον ναό του Αγίου Νικολάου (προς τιμή του αγαπητού του μηλωποιού Νικολάου ),τα οποία και τα δύο ονομάζονται μέχρι σήμερα τζαμί του Τουραχάν Βέη και Άγιος Νικόλαος του Τουραχαμπέη. >>.

Η γνώμη αυτή έγινε αποδεκτή από όλους τους μελετητές της ιστορίας του Τυρνάβου.

Σύγχρονες όμως φιλολογικές έρευνες βασιζόμενες από αρχαιολογικά τεκμήρια ανατρέπουν την άποψη αυτή.

Ο Γιώργος Β Ντρογκουλης αναφέρει ότι Ο Τύρναβος από την πρώτη στιγμή της εμφάνισης του στις ιστορικές πηγές , αναφέρεται ως ελληνική πόλη με το ελληνικό στοιχείο σε έντονη παρουσία. Αυτό κράτησε σε όλη την περίοδο της τουρκοκρατίας, κι ‘έτσι αναφέρεται από όλους που επισκέφτηκαν τον Τίρναβο, Έλληνες και ξένους περιηγητές και ταξιδιώτες. Πουθενά δεν βρίσκουμε στοιχεία ακίνητης περιουσίας ή αναφορές σε αποικισμό της περιοχής του Τιρνάβου από τον Τουραχάν μπέη, που όπως είναι φυσικό μόνο εγκατάσταση κονιάρων ήταν δυνατόν να επιχειρήσει στις περιοχές που κατάκτησε για λόγους γεωργικής εκμετάλλευσης ύστερα από την ερήμωση του κάμπου[1].

την άποψη του αυτή στηρίζει  στον ανέκδοτο Κώδικα της Μητρόπολης Λαρίσσης , (έγγραφο 124) από όπου μια αναφορά στη διένεξη μεταξύ της αγιωτάτης της Λαρισης μητροπόλεως με την αγιωτάτη αρχιεπισκοπή Δομινίκου ,  προκύπτει ότι στη θέση του Τυρνάβου, που είναι ήδη χώρα, δηλαδή χωριό για τα μέτρα της εποχής του εγγράφου, υπήρχε άλλο χωριό που ονομαζόταν παλαιοχώριον , που ασφαλώς είναι βυζαντινό «πόλισμα» ύστερα από τη σλαβική αποίκιση των θεσσαλικών περιοχών. Αυτό το χωριό λοιπόν, επονομάστηκε κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, Τρίναβος και

σε ένα πατριαρχικό επικυρωτικό γράμμα , που σώζεται σήμερα,  στο σκευοφυλάκιο της μονής Δουσίκου, από το οποίο προκύπτει ότι οτι ο Τυρναβος και η γύρω περιοχή του ,ήταν και πριν τα  χρόνια του εγγράφου  μια συγκροτημένη χριστιανική κοινωνία με πληθυσμό και εισοδήματα.

Τα σουλτανικά προνόμια που είχαν παραχωρηθεί στους κατοίκους του Τυρνάβου  με την μεσολάβηση του Τουραχάν Βέη – του κατακτητή της Θεσσαλίας (1423) – συντέλεσαν στην οικονομική ανάπτυξή του που κράτησε ως το τέλος του 18ου αιώνα. Ο Τύρναβος καθιερώθηκε ως πόλη άσυλο. Οι ξένοι απαλλάσσονταν για 10 χρόνια από κάθε φορολογική εισφορά. Η πόλη έγινε βακούφι κι έτσι απαλλάχτηκε από τον έλεγχο της τοπικής διοίκησης. Κανένας πασάς δεν επιτρεπόταν να εισέλθει στον Τύρναβο και στα τουρκικά στρατεύματα είχε απαγορευτεί η διέλευση τους από εδώ[2].”

Στον Τυρναβο τον 17 και 18 αιώνα ανθούσε όχι μόνον το  εμπόριο και η βιοτεχνία, αλλά και τα γράμματα και οι Τέχνες. Η ευημερία είναι εμφανής στην πόλη και οι περιηγητές του 17ου και 18ου αιώνα αναφέρονται σε μια πόλη με μεγάλα σπίτια, ωραίες πλατείες , πολλές εκκλησίες και ονομαστό σχολείο.

Ο L.Heuzey μνημονεύει ότι ο  Τύρναβος έχαιρε επίσης κάποιας ελευθερίας και η πόλη δεν γνώρισε την κατοχή παρά μόνο κάτω από τη μορφή κάποιας συνθηκολόγησης με τον Τουραχάν βέη, τον κατακτητή της Θεσσαλίας. Αυτά τα δικαιώματα ήταν η ελεύθερη εκλογή του κυριότερου Χριστιανού άρχοντα ή κοτζιάμπαση και η διατήρηση της κοινοτικής αυτονομίας, εφόσον βέβαια και οι Τούρκοι θα ήθελαν να τη σεβαστούν , γιατί από καιρό σε καιρό δημιουργούσαν προβλήματα. Επίσης, οι κάτοικοι του Τυρνάβου είχαν το δικαίωμα να εκλέξουν ή να απολύσουν Τούρκους μέχρι και τον μουδίρη και τον καδή. Τελούσαν με όλη την θρησκευτική μεγαλοπρέπεια τις κηδείες και τους γάμους τους. Οι ιερείς έβγαιναν με τα ιερατικά τους άμφια. Τα τραγούδια και τα μουσικά όργανα έπρεπε να σταματούν είκοσι βήματα πριν από το τζαμί και να ξαναρχίζουν είκοσι βήματα μετά από αυτό. Ο κ. Θωμάς διάβασε στο μεγάλο χειρόγραφο κατάστιχο (Κώδικα) της Μητροπόλεως Λαρίσης ένα γράμμα που απευθυνόταν στον Πατριάρχη και με το οποίο ένας παλιός αρχιεπίσκοπος , ο Άγιος Βησσαρίων, ζητούσε να προσθέσει στον τίτλο του και αυτόν του επισκόπου του Τυρνάβου, για να μπορεί τουλάχιστον να  βρει μια κοινότητα Χριστιανών. Ο Τύρναβος ήταν χριστιανική πόλη και η Λάρισα τουρκική. Ο αριθμός των Χριστιανών στα χωριά και στις γύρω κωμοπόλεις τρόμαξε τον Τουραχάν βέη και γι αυτό έφερε από το Ικόνιο της Μικράς Ασίας αυτούς τους εποίκους Τούρκους , που με το όνομα Κονιάρηδες κατοικούν ακόμα και καλλιεργούν ένα μεγάλο τμήμα της θεσσαλικής γης, ειδικά στην πεδιάδα

Ο J. J. Bjornstahl αναφέρει

«η πόλη είναι αρκετά μεγάλη. Εδώ επισκέφτηκα τον Έλληνα Μητροπολίτη, που έχει εδώ την έδρα του. το όνομά του είναι Μελέτιος. Νέος, ευγενικός και αρκετά, μορφωμένος, γενννημένος στο Φανάρι (…) Στην πόλη αυτή υπάρχουν 16 εκκλησίες, καθώς και άλλες δύο έξω, στις μονές. Ο καθεδρικός ναός είναι η μεγαλύτερη. Η μητρόπολη καθώς και η έδρα του μητροπολίτη ήταν προτύτερα στη Λάρισα, αλλά οι Τούρκοι χάλασαν την εκκλησία. Εδώ οι Τούρκοι έχουν 6 μεγάλα τζαμιά, το καθένα με μιναρέ, εξόν από μερικά μικρότερα[3].

Όσο για την εκκλησία του Αγίου Νικολάου του Ραχάν, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι είναι η παλαιότερη εκκλησία της πόλης, σύμφωνα με την παλαιότερη μαρτυρία για οικοδόμηση εκκλησίας στον Τύρναβο, τον 15 αι.

Η καθιέρωση της λατρείας του Αγίου Νικολάου σημαίνει ότι στη συλλογική μνήμη των κατοίκων παρέμεινε ζωντανή η ανάμνηση του μάρτυρα, σαν συνέχεια της προϋπάρχουσας βυζαντινής αγιολατρείας.

Η ιστορία του Ναού του αγίου  Νικολάου Τουραχάν

Για την ίδρυση της εκκλησίας αυτής ο Τυρναβίτης Κώστας Ψαθάς είπε τα εξής τα οποία έχουν καταγραφεί στο βιβλίο του Βύρωνα  Σκρουμπή «Τύρναβος»:
«Όταν ο γιος του Ορχάν Μπέη (παραφθορά του Τουραχάν) έπασχε από σοβαρή ασθένεια, ο πατέρας του έταξε να κτίσει μια εκκλησία, εάν θεραπευόταν. Όταν αυτός θεραπεύτηκε για να επιλέξει το μέρος όπου θα έκτιζε την εκκλησία, ανέβηκε στο τζαμί που ήταν κοντά στη σημερινή εκκλησία και έριξε με δύναμη ένα σκεπάρνι και εκεί που έπεσε, έκτισε την εκκλησία.

Είναι ίσως η πιο παλιά εκκλησία του Τυρνάβου στην οποία έγιναν πολλές επισκευές τα τελευταία χρόνια, με αποτέλεσμα η εξωτερική της όψη να είναι σύγχρονου κτιρίου. Από τις ελάχιστες τοιχογραφίες που σώζονται, σε όχι καλή κατάσταση, μπορεί να λεχθεί με επιφύλαξη ότι ο χρόνος κατασκευής του ναού ανήκει στον 17ο αιώνα.

Η εκκλησία αυτή του Τυρνάβου είναι τυπική βασιλική των χρόνων της μέσης Τουρκοκρατίας (δομικά υλικά, αρχιτεκτονική τεχνική, διακοσμητικά στοιχεία).

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΟΥ ΝΑΟΥ

Το εξωτερικό του ναού, μας παραπέμπει στον πρώτο αρχιτεκτονικό ρυθμό των Βυζαντινών εκκλησιών που αναπτύχθηκε κατά τον 4ο με 6ο αιώνα μ.Χ. και ονομαζόταν βασιλική, παρόλο που δεν διαθέτει κλίτη.

Είναι ο τύπος του απλού μονόχωρου, κεραμοσκεπούς ή ξυλόστεγου ναού που απαντά σε περιπτώσεις ενοριακών ναών.

Επίσης ο ναός εξωτερικά και εσωτερικά έχει εμφανή τα σύγχρονα δομικά στοιχεία εξαιτίας της ανακαίνισης που υπέστη.

Είναι επίμηκες  κτίριο που διαθέτει προαύλιο και το μήκος του είναι σχεδόν όσο και το πλάτος του .

Η πέτρινη είσοδος του ναού με ενσωματωμένο το κωδωνοστάσιο φαντάζει επιβλητική σε σχέση με το μέγεθος του. Το κωδωνοστάσιο που σώζεται, χρονολογείται από το 1817-1832.

Τα μέρη του ναού

Ο ναός δεν διαθέτει νάρθηκα. Η απλοϊκή σιδερένια είσοδος αμέσως μετά της οποίας υπάρχουν μερικά σκαλάκια, οδηγεί κατ’ ευθείαν στον κυρίως ναό και βρίσκεται στη νότια πλευρά του ναού.

Ο κυρίως ναός  είναι μονόχωρος, δεν διαθέτει δηλαδή κλίτη όπως συνηθίζεται στις βασιλικές και φωτίζεται από επτά ανακαινισμένα παράθυρα. Είναι μικρή ορθογώνια αίθουσα, με μήκος λίγο μεγαλύτερο από το πλάτος του και χαμηλό ξύλινο ταβάνι το οποίο κοσμούν δύο πολυέλαιοι.

Το πάτωμα είναι πολύχρωμο μωσαϊκό από πετραδάκια που σχηματίζουν απλά σχέδια.

Δεξιά και αριστερά στον κυρίως ναό υπάρχουν λίγα ξύλινα στασίδια λιτής και απέριττης κατασκευής και κάποιες ξύλινες καρέκλες.

Επίσης στο δεξιό κεντρικό μέρος του ναού, υπάρχει το Δεσποτικό ένας υπερυψωμένος θρόνος, στην πλάτη του οποίου σε απλό πλαίσιο, εικονίζεται ο Δεσπότης Χριστός και ο οποίος παλαιότερα ήταν το κάθισμα των αυτοκρατόρων , μετά όμως από την άλωση της Πόλης τη θέση πήρε ο πατριάρχης.

Αμέσως μετά υπάρχει το αναλόγιο με τα στασίδια για τους ψάλτες.

Στο πίσω μέρος του κυρίως ναού, ακριβώς μετά από το λιτό παγκάρι με τα κεριά, υπάρχει ένας μικρός και χαμηλός γυναικωνίτης στον οποίο φυλάσσονται λίγες παλιές εικόνες.

Το τέμπλο ή εικονοστάσιο που χωρίζει τον κυρίως ναό από το Ιερό Βήμα , είναι χαμηλό, λιτό, ξύλινο με ραβδώσεις και διαθέτει εσοχές όπου έχουν τοποθετηθεί εικόνες. Είναι φανερή η επιρροή της τεχνοτροπίας του ευρωπαϊκού, αλλά και του οθωμανικού μπαρόκ, την οποία διαπιστώνουμε στην εξέλιξη της εκκλησιαστικής ξυλογλυπτικής του 17ου με 18ου αι. κατά την οποία ο γλυπτός διάκοσμος περιορίζεται αισθητά.

Η ωραία πύλη κλείνει με μια μικρή ξύλινη πορτούλα, που έχει την εικόνα του Κυρίου ως Αρχιερέα της ορθοδοξίας, ενώ οι πλαϊνές είσοδοι του Ιερού καλύπτονται από πορφυρό βελούδο ύφασμα με ένα χρυσοκέντητο σταυρό.

Μέσα στο Ιερό στο κέντρο βρίσκεται η Αγία Τράπεζα μικρή και απλή, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι χάνει την αξία του υπερουράνιου θυσιαστηρίου.

Πίσω από την Αγία Τράπεζα δεσπόζει τοιχογραφία με την Παναγία ως η Πλατυτέρα των Ουρανών,  που έχει έντονα  τα σημάδια φθοράς του ναού από τα χρόνια της τουρκοκρατίας.

Δεξιά και αριστερά του Ιερού εντελώς απλουστευμένα βρίσκονται η πρόθεση και το σκευοφυλάκιο, όπου αγιάζονται και φυλάσσονται τα Τίμια Δώρα, καθώς και ένας μικρός αριθμός εικόνων.

Οι τοιχογραφίες

Ο Γάλλος αρχαιολόγος Leon Heuzey που επισκέφτηκε τον Τύρναβο, μελέτησε τις εκκλησίες και τις τοιχογραφίες τους, για τις οποίες συμπέρανε ότι δεν είναι παλιότερες από τον 17ο αιώνα και ανήκουν στην μακεδονική σχολή.

Η Μακεδονική Σχολή άνθισε στην Μακεδονία με κέντρο την Θεσσαλονίκη και πέρασε στη Σερβία. Υποστηρίχθηκε η άποψη ότι η μακεδονική τεχνοτροπία προτιμήθηκε από τους λόγιους, τις μορφωμένες τάξεις και τους αυλικούς.

Η Μακεδονική Σχολή άκμασε τον 13ο-14οαι. και κυριαρχεί η αφαίρεση, δηλαδή η συμβολική παράσταση, η οποία υπερβαίνει το χώρο και τον χρόνο, με σκοπό να δείξει όχι το πραγματικό, αλλά το ιδανικό.

Σημεία αναφοράς αυτής της σχολής είναι:

ο ρεαλισμός στην απεικόνιση των μορφών, όχι μόνον στα εξωτερικά χαρακτηριστικά αλλά και στην απόδοση του εσωτερικού κόσμου.

Οι συνθέσεις είναι πολυπρόσωπες, όλες οι μορφές κινούνται μέσα στο χώρο, ο οποίος είναι διευρυμένος και αποδίδεται με αξιοσημείωτο βάθος.

Χαρακτηριστικά της τεχνοτροπίας αυτής τα οποία συναντούμε και στις εικόνες του ναού καθώς και στις ελάχιστες  τοιχογραφίες που διασώζονται, είναι τα εξής:

Έντονα και πλούσια χρώματα

Πλατιά σαρκώματα και φωτίσματα.

Διαγραφή των σωμάτων κάτω από τα ενδύματα.

Πλούσια πτυχολογία διακοσμημένη με θεαματική λεπτομέρεια.

Ένταση, κίνηση, ρεαλισμό και ελευθερία.

Έντονη έκφραση της ψυχολογικής καταστάσεως των εικονιζόμενων προσώπων.

[1] Γεωργιος Β. Ντρογκούλης,ο τυρναβος και η περιοχη του στα πρωτα χρονια μετα την τουρκική κατακτηση, σελ.63

[2] [David Urguhart: Ταξίδι στη Θεσσαλία του 1830, πέμπτο μέρος, μτφρ. Ν. Ντεσλή, Θ. Η., σσ. 256.]

[3] J. J. Bjiörnståhl, Το οδοιπορικό της Θεσσαλίας 1779, μτφρ.Μεσεβρινός, εκδ. “Τα τετράδια του Ρήγα”, α΄ έκδοση, Θεσ/κη, 1979, σσ.62-3.

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ ΗΜΕΡΩΝ