ΓΡΑΦΕΙ Ο Γιώργος Εμμανουήλ*
Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ / Eurostat, του IRI Worldwide και του περιοδικού ‘Τρόφιμα και Ποτά ‘ 2014 για την παρασκευή Φέτας στην χώρα μας απασχολούνται 100.000 κτηνοτρόφοι με 12.000.000 αιγοπρόβατα και 350.000 εργαζόμενοι συνολικά στην πρωτογενή παραγωγή, μεταποίηση και υπηρεσίες και παράγουν 120.000 τόνους ετησίως σε 500 τυροκομεία.
Οι ετήσιες εξαγωγές της χώρας μας συνεχώς αυξανόμενες ανέρχονται σε 45.000 τόνους και 260 εκ. ευρώ τζίρο ετησίως με διανομή σε 56 χώρες και στις 5 ηπείρους. H Ελλάδα παράγει και διακινεί το 28% της παγκόσμιας παραγωγής τυριών με ονομασία Φέτα. Γεγονός που δείχνει ότι ένα 72% της παγκόσμιας κατανάλωσης αφορά μαζική παραγωγή και εμπορία προϊόντων απομίμησης φέτας κυρίως αγελαδινών λευκών τυριών από ΗΠΑ, Καναδά, Ν. Αφρική, Κίνα, κλπ
Αυτή ακριβώς η πλεονάζουσα διεθνής ζήτηση των 400.000 τόνων περίπου φέτας και πάνω από ένα δίς ευρώ τζίρου είναι το πεδίο εμπορικής διαμάχης έως σήμερα και θα είναι τα επόμενα χρόνια ανάμεσα στην Ελληνική ΠΟΠ Φέτα και στις απομιμήσεις των ανταγωνιστών της.
Η προσπάθεια για την κατοχύρωση της Φέτας πέρασε από πολλά στάδια. Αφού κατοχυρώθηκε το 1996, ακυρώθηκε με απόφαση του Ευρωπαϊκού δικαστηρίου το 1999 και μετά από αγώνα κυρίως 120 επιστημονικών και κοινωνικών φορέων της χώρας κατοχυρώθηκε οριστικά το 2002 με τον κανονισμό 1829/2002 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και η εκ νέου προσφυγή για ακύρωση της Γερμανίας και Δανίας το 2005 απορρίφθηκε με οριστική κατοχύρωση της Φέτας στον χώρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Με την έναρξη εφαρμογής της συνθήκης της Λισαβόνας από το 2009 η ΕΕ έχει αρμοδιότητα σύναψης διεθνών εμπορικών συμφωνιών. Μετά την κατάρρευση των διεθνών πολυμερών συνομιλιών του γύρου της Ντόχα το 2011, που γίνονταν στα πλαίσια του ΠΟΕ, η ΕΕ στράφηκε σε διαπραγματεύσεις για σύναψη διμερών εμπορικών συμφωνιών με τον Καναδά, ΗΠΑ, Κίνα, Αυστραλία, χώρες της Ν. Αφρικής και Λατινικής Αμερικής, Ν. Ζηλανδίας, Ιαπωνίας, Βιετνάμ, Ταϊλάνδης, Τουρκίας, Μεξικού, Φιλιππίνες και Ινδονησία.
Σε ότι αφορά την Φέτα σε όλες τις παραπάνω χώρες κυριαρχεί η εμπορία λευκών τυριών ψεύτικων απομιμήσεων ‘φέτας’ προερχόμενων κυρίως από αγελαδινό γάλα
Για παράδειγμα στον Καναδά διακινούνται από 5 πολυεθνικές εταιρείες 4000 τόνοι λευκών τυριών τύπου φέτας ανταγωνιζόμενες τις εισαγωγές από Ελλάδα 1000 τόνων τυροκομικών προιόντων.
Αντίστοιχο αθέμιτο ανταγωνισμό δέχονταν και τα κυριότερα στην ΕΕ μαζί με την Φέτα ΠΟΠ τυριά της Ιταλικής παρμεζάνας και του Γαλλικού ροκφόρ.
Με την συμφωνία CETA (ΕΕ-Καναδά) κατοχυρώνονται πλήρως η παρμεζάνα και το ροκφόρ απαγορεύοντας στις Πολυεθνικές να διακινούν στον Καναδά απομιμήσεις τυριών τους, ενώ δεν κατοχυρώνεται η Φέτα. Με την CETA θα επιτρέπεται στους Καναδούς παραγωγούς πριν το 2013 να συνεχίσουν να παράγουν και να εμπορεύονται στον Καναδά ‘Feta made in Canada’ και στους νέους παραγωγούς προϊόντα τύπου Φέτας. Αντίστοιχη είναι και η συμφωνία της ΕΕ με τις χώρες της Νότιας Αφρικής. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι δημιουργείται προηγούμενο διαμόρφωσης ίδιου καθεστώτος μειωμένης προστασίας για την Φέτα και στις συμφωνίες της ΤΤΙΡ (ΕΕ-ΗΠΑ) και με τις παραπάνω 10 χώρες που είναι σε εξέλιξη οι διαπραγματεύσεις της ΕΕ.
Η δήλωση του κοινοτικού επιτρόπου εμπορίου, ότι μετά από την 5ετία θα γίνει επαναδιαπραγμάτευση για κατοχύρωση, δεν είναι δεσμευτικό νομικό κείμενο και δεν διασφαλίζει την μελλοντική κατοχύρωση της Φέτας.
Ουσιαστικά με τις ως άνω διεθνείς εμπορικές συμφωνίες νομιμοποιείται, με την υπογραφή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωκοινοβουλίου και ακολούθως της Ελληνικής Κυβέρνησης (αν εγκριθεί η CETA όπως προτείνεται στην Ελληνική Βουλή), ο υπάρχον αθέμιτος ανταγωνισμός λευκών τυριών όπου Πολυεθνικές εταιρείες θα συνεχίσουν να κερδοσκοπούν στην παγκόσμια αγορά εκμεταλλευόμενες καταχρηστικά το όνομα και την ποιότητα της Φέτας.
Αν προστατεύονταν η Φέτα στις διεθνείς αγορές των 12 χωρών που διαπραγματεύεται η ΕΕ θα είχε ως αποτέλεσμα την διακριτότητά της και την εκτόπιση από την αγορά των απομιμήσεων φέτας, άρα και την αύξηση των τιμών της Φέτας στις εξαγόμενες ποσότητες με συνέπεια την αύξηση της Ελληνικής παραγωγής και απασχόλησης στον τομέα της Φέτας και των 21 τυροκομικών ΠΟΠ της χώρας μας.
Γιαυτό είναι σημαντική η προσπάθεια που παράλληλα γίνεται για συγκρότηση διεπαγγελματικής οργάνωσης της Φέτας, αυστηροποίησης των ελέγχων από το Υπουργείο για αποτροπή των Ελληνοποιήσεων εισαγόμενου γάλακτος και ενεργοποίησης των ευρωπαϊκών προγραμμάτων ενίσχυσης του αγροδιατροφικού τομέα και του καταναλωτικού κινήματος.
Σε μια περίοδο που η χώρα μετά από 7 χρόνια κρίσης και μνημονίων αγωνίζεται να ανακάμψει και να μπει σε έναν νέο δρόμο βιώσιμης ανάπτυξης είναι παράλογο να αποδεχθούμε την απαράδεκτη διάκριση σε βάρος της Φέτας, του κυριότερου στρατηγικού προϊόντος που συνδέεται με την παραγωγική, περιβαλλοντική και πολιτιστική ταυτότητα της χώρας μας.
Τα ΠΟΠ προϊόντα δεν είναι στο διεθνές εμπόριο απλά εμπορεύματα προς κερδοσκοπία των Πολυεθνικών, αλλά είναι δημόσια αγαθά γιατί ενσωματώνουν τον παραδοσιακό τρόπο παραγωγής, την βιοποικιλότητα και τον πολιτισμό των τοπικών κοινωνιών όπου παράγονται.
Δυστυχώς οι 8 Ευρωβουλευτές της χώρας μας που ψήφισαν την CETA στο Ευρωκοινοβούλιο δεν υπερασπίστηκαν το κοινοτικό κεκτημένο κατοχύρωσης της Φέτας, την ισοτιμία της με τα βασικά Ευρωπαϊκά τυριά και τις αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης για δίκαιο εμπόριο με διασφάλιση του υγιούς ανταγωνισμού των αγορών και του δικαιώματος των καταναλωτών να πληροφορούνται και να επιλέγουν.
Οι βουλευτές του Ελληνικού Κοινοβουλίου ας ακολουθήσουν το παράδειγμα της Βαλονίας του Βελγίου και ας καταψηφίσουν εντός του 2017 την προτεινόμενη CETA, και έτσι να απαιτήσουν την άμεση επαναδιαπραγμάτευσή της για πλήρη και άμεση προστασία της Φέτας και των ΠΟΠ προϊόντων της χώρας μας, καθώς και να διασφαλίσουν στις διεθνείς εμπορικές συμφωνίες της ΕΕ με τρίτες χώρες τις παραγωγικές, περιβαλλοντικές και κοινωνικές ποιοτικές προδιαγραφές της Ευρώπης.
*Μέλος της συντονιστικής επιτροπής του Πανελλαδικού ΔΙΚΤΥΟΥ Φορέων και Πολιτών STOP TTIP, CETA, TISA