ΓΡΑΦΕΙ Ο Τάσος Τσιαπλές, μέλος της Κ.Ε του ΚΚΕ
Οι αστικές προβλέψεις για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας το 2017, διαφοροποιούνται σημαντικά, ανάλογα με την πηγή της πρόβλεψης, και κυμαίνονται από 2,8% της πιο πρόσφατης πρόβλεψης του ΔΝΤ και 2,7% της Κομισιόν, μέχρι 0,7% στην έκθεση 8 γερμανικών ινστιτούτων.
Το σύνολο, ωστόσο, των προβλέψεων εκτιμά πως το 2017 η ελληνική οικονομία θα γυρίσει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Οι κυβερνητικές προβλέψεις, όπως αποτυπώθηκαν και στον κρατικό προϋπολογισμό για το 2017, κάνουν λόγο για ρυθμό ανάπτυξης 2,7% ετησίως.
Οι αστικές προβλέψεις, ωστόσο, είναι επισφαλείς, τόσο στο φόντο της κατάστασης της ελληνικής οικονομίας, όσο και μιας σειράς παραγόντων που είδαμε και σε προηγούμενα άρθρα, που μπορούν να επιδράσουν αρνητικά στην επίτευξη θετικών ρυθμών ανάπτυξης.
Ενδεικτικά ορισμένοι απ’ αυτούς:
Η επιβράδυνση της διεθνούς οικονομίας κάνει τους στόχους για μεγάλη αύξηση των εξαγωγών δύσκολα επιτεύξιμους, ενώ επιδρά αρνητικά και στις επιδόσεις του τουρισμού. Εξάλλου, μια επιδείνωση της οικονομίας διεθνώς, που αποτελεί ένα ισχυρό ενδεχόμενο, θα έχει έντονες συνέπειες στην Ε.Ε, που αποτελεί βασικό οικονομικό εταίρο της ελληνικής οικονομίας. Επιπλέον, η κυβερνητική πρόβλεψη για μεγάλη αύξηση της κατανάλωσης προβληματίζει, καθώς ο προϋπολογισμός προβλέπει νέα μέτρα.
Η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων στην ευρύτερη περιοχή εκθέτει τη χώρα σε μεγάλους κινδύνους και ταυτόχρονα ενδέχεται να επιδράσει άμεσα ή έμμεσα στις οικονομικές εξελίξεις. Π.χ. μια σειρά από ανοιχτά ενδεχόμενα όπως πιθανές κυρώσεις του ΝΑΤΟ σε Ρωσία και Κίνα και τα αντίστοιχα αντίποινα, μια νέα ένταση της προσφυγικής κρίσης ή ακόμα και η πιο άμεση και εκτεταμένη εμπλοκή της Ελλάδας σε πολεμικές επιχειρήσεις στην περιοχή κ.ο.κ., αποτελούν όλα παράγοντες που μπορούν να επιδράσουν στην πορεία αυτή, αλλά και σε βασικούς κλάδους όπου στηρίζεται το σχέδιο καπιταλιστικής ανάκαμψης όπως ο τουρισμός.
Η όξυνση της αστάθειας στην Ευρωζώνη, στην οποία αναφερθήκαμε και σε προηγούμενο άρθρο, δυσκολεύει σημαντικά τις επενδύσεις στην Ελλάδα, λόγω της πιθανότητας εξόδου από την Ευρωζώνη – Grexit. Δημιουργούνται «συναλλαγματικοί κίνδυνοι» εξαιτίας της πιθανότητας αλλαγής νομίσματος, ενώ ταυτόχρονα μια Ελλάδα εκτός ΕΕ δεν αποτελεί πρόσφορη αγορά επενδύσεων και ειδικά σε ό,τι αφορά κλάδους που ιεραρχούνται, όπως π.χ. την Ενέργεια, τις μεταφορές, την εφοδιαστική αλυσίδα κ.ο.κ.
Τέλος, παρ’ όλο που στη σχέση οικονομίας – πολιτικής το θεμελιακό στοιχείο είναι η οικονομία, η πολιτική δεν είναι παθητική. Κι από αυτήν την άποψη, σειρά πολιτικών παραγόντων στο εσωτερικό και διεθνώς (π.χ. εξελίξεις και εκλογές στην ΕΕ, διαδικασία του Brexit κ.ο.κ.) μπορούν να επιδράσουν ανασταλτικά στη διαφαινόμενη τάση ανάκαμψης, όπως εξάλλου συνέβη και μεταξύ 2014-2015.
Στη βάση και των παραπάνω είναι σχετικά υψηλή η πιθανότητα επιστροφής της ελληνικής οικονομίας σε φάση ανάκαμψης το 2017, ωστόσο με ρυθμό ανάπτυξης σαφώς πιο περιορισμένο.
Με βάση αυτά τα αντικειμενικά δεδομένα, η αστική τάξη στην Ελλάδα προσαρμόζει και ιεραρχεί βασικούς στόχους, όπως η αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους, η υλοποίηση μεγάλων επενδύσεων για την ανάδειξη της χώρας σε κόμβο μεταφοράς Ενέργειας και εμπορευμάτων στην ευρύτερη περιοχή, η καπιταλιστική παραγωγική ανασυγκρότηση με την προώθηση αλλαγών στην κλαδική διάρθρωση της οικονομίας ώστε να ενισχυθεί ο εξαγωγικός προσανατολισμός, η διασφάλιση φθηνής εργατικής δύναμης και το άνοιγμα νέων πεδίων κερδοφορίας, ο εκσυγχρονισμός της δομής, της λειτουργίας και της υποδομής του αστικού κράτους, ώστε να συμβάλει πιο αποτελεσματικά στην καπιταλιστική κερδοφορία.
Η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ υπηρετεί τους στόχους αυτούς, ενώ συνεχίζοντας επί της ουσίας την πολιτική των προηγούμενων κυβερνήσεων ΝΔ – ΠΑΣΟΚ, προωθεί περαιτέρω δυο αλληλένδετες επιδιώξεις, προσπαθώντας να διαμορφώσει τις προϋποθέσεις για την ανάκαμψη της οικονομίας:
Προωθεί τη δημοσιονομική εξυγίανση και πειθαρχία, δηλαδή την ισοσκέλιση κρατικών εσόδων και δαπανών σε βάρος των λαϊκών εισοδημάτων.
Στο πλαίσιο αυτό εφαρμόζει με συνέπεια τους στόχους που προβλέπονται στα μνημόνια για τη δημοσιονομική εξυγίανση, εκφράζοντας γενικότερες στρατηγικές επιλογές της Ευρωζώνης για την ανάγκη δημοσιονομικής πειθαρχίας, όπως αυτή καθορίζεται στο πλαίσιο της Ενιαίας Οικονομικής Διακυβέρνησης και του αναθεωρημένου Συμφώνου Σταθερότητας της Ε.Ε και εξειδικεύεται για την Ελλάδα στο 3ο μνημόνιο. Γι’ αυτό έχει προχωρήσει στη συγκρότηση του «Δημοσιονομικού Συμβουλίου», που θα επιβλέπει την εκτέλεση του προϋπολογισμού και θα παρεμβαίνει σε περίπτωση αποκλίσεων από τους στόχους, ενώ θεσμοθέτησε τον αυτόματο δημοσιονομικό «κόφτη», που σήμερα διευρύνεται και εμπλουτίζεται στο πλαίσιο και της διαπραγμάτευσης για τη δεύτερη «αξιολόγηση».
Η «δημοσιονομική εξυγίανση» αποτελεί, άλλωστε, και επιλογή της αστικής τάξης της χώρας, γιατί η επίτευξη δημοσιονομικών πλεονασμάτων εγγυάται τη δυνατότητα του αστικού κράτους να χρηματοδοτεί την καπιταλιστική ανάπτυξη. Ταυτόχρονα, αποτελεί και ανάγκη για τη διασφάλιση της συμμετοχής στην Ε.Ε και την Ευρωζώνη.
Συγχρόνως, στις παρούσες συνθήκες, αποτελεί προϋπόθεση για την πρόσβαση του αστικού κράτους σε πηγές φθηνότερης χρηματοδότησης, όπως φανερώνει και η διαπραγμάτευση για το ξεπάγωμα της δεύτερης «αξιολόγησης» του ελληνικού προγράμματος (βλέπε ένταξη στο «πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης» της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας).
Συνεχίζει τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις με στόχο τη θωράκιση της ανταγωνιστικότητας και της καπιταλιστικής κερδοφορίας.
Οι αναδιαρθρώσεις αυτές βρίσκονται στον πυρήνα της κυβερνητικής αναπτυξιακής πρότασης, της λεγόμενης «παραγωγικής ανασυγκρότησης» που ο ΣΥΡΙΖΑ ισχυρίζεται ότι εξασφαλίζει τη «δίκαιη ανάπτυξη» και δεν απαιτεί – δήθεν – νέες θυσίες από τους εργαζόμενους.
Πρόκειται, βέβαια, για απάτη με στόχο να στρατεύσει το λαό στους στόχους του κεφαλαίου, αφού το πρόγραμμα περιλαμβάνει συγκεκριμένους στόχους και πολιτικές κατευθύνσεις που υπηρετούν την άρχουσα τάξη, άξονες εξάλλου που αναφέρονται σε κάθε κυβερνητική αναπτυξιακή πρόταση την τελευταία 20ετία: «αξιοποίηση εργατικού δυναμικού», «εξωστρέφεια», «καινοτομία», «τεχνολογικές αλλαγές στον παραγωγικό ιστό» κ.ά.
Άλλωστε, όπως χαρακτηριστικά καταγράφεται και στον προϋπολογισμό, τα παραπάνω αποτελούν τρόπον τινά μια αναγκαστική επιλογή για την αστική διαχείριση, ώστε από άλλο δρόμο «να κερδηθεί η μάχη της ανταγωνιστικότητας» του κεφαλαίου, δεδομένου ότι «η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης έχει εξαντλήσει τις δυνατότητές της», δηλαδή η δυνατότητα περαιτέρω συμπίεσης μισθών για μεγάλα τμήματα του πληθυσμού έχει εξαντληθεί.
Ο ΣΥΡΙΖΑ λέει στο λαό να αποδεχτεί ως δεδομένες τις τεράστιες απώλειες που είχε έως σήμερα και που η πολιτική του έρχεται να παγιώσει, προσδοκώντας σε έναν περιορισμό των απωλειών για το μέλλον. Αντίθετα από τις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, ο λαός πρέπει να κρίνει την κάθε νέα αναπτυξιακή πρόταση με κριτήριο την ανάκτηση των μεγάλων απωλειών του και κυρίως την απαίτηση ικανοποίησης των αναγκών του, που θυσιάζονται συνεχώς στο βωμό του καπιταλιστικού κέρδους.
Το κυριότερο, βέβαια, είναι ότι όπως κάθε αστική πολιτική σε συνθήκες ανάκαμψης που στοχεύει στην αύξηση των κερδών του μονοπωλιακού κεφαλαίου, η κυβερνητική πολιτική υποβοηθά την αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης των εργαζομένων:
Για παράδειγμα, πίσω απ’ τη ρητορική για την «αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού» κρύβεται η ατελείωτη αλυσίδα μέτρων που οδηγούν σε φθηνή εργατική δύναμη. Χαρακτηριστική εδώ είναι η αντιασφαλιστική μεταρρύθμιση της κυβέρνησης τον περασμένο Μάη, μνημείο αντιλαϊκότητας, που με όχημα τη «βιωσιμότητα» του ασφαλιστικού συστήματος προωθεί αποφασιστικά την ανταποδοτικότητα στην Κοινωνική Ασφάλιση και ουσιαστικά καταργεί τον κοινωνικό χαρακτήρα της, μονιμοποιεί όλους τους προηγούμενους αντιασφαλιστικούς νόμους, οδηγεί σε δραστική περικοπή των συντάξεων και προβλέπει εκτόξευση των ασφαλιστικών εισφορών για ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων, μεταξύ των οποίων και των εργαζομένων με «μπλοκάκια». Ακόμη πιο χαρακτηριστικό είναι το νέο πακέτο των εργασιακών μέτρων που με εκβιασμούς και ψευτοδιλήμματα προωθείται τις μέρες αυτές, στο πλαίσιο της δεύτερης «αξιολόγησης», και οδηγεί στην περαιτέρω μείωση του μισθού των νεοπροσλαμβανόμενων και του κατώτατου μισθού, αλλαγές στο πλαίσιο των ομαδικών απολύσεων και τις μισθολογικές ωριμάνσεις και χτύπημα του οργανωμένου συνδικαλιστικού κινήματος με αλλαγές στη συνδικαλιστική νομοθεσία (κήρυξη απεργίας, συνδικαλιστικά δικαιώματα κ.ά.).
Πίσω απ’ τις διακηρύξεις για αποτελεσματικό κράτος κρύβεται η μεγαλύτερη φοροαφαίμαξη του λαού και οι περικοπές δαπανών κοινωνικής πολιτικής, προκειμένου να αυξηθεί η κρατική ενίσχυση των εγχώριων ομίλων και να διασφαλιστούν τα συμφέροντα των δανειστών.
Η αξιοποίηση της καινοτομίας για την αύξηση της παραγωγικότητας δεν χρησιμοποιείται στον καπιταλισμό για να βελτιωθεί η θέση των εργαζομένων, αλλά για να αυξηθούν τα κέρδη του κεφαλαίου. Στις ΗΠΑ, που αποτελούν διεθνές πρότυπο στον τομέα της καινοτομίας, μεταξύ του 1973 και του 2013 η παραγωγικότητα αυξήθηκε κατά 73%, ενώ το κατώτατο ημερομίσθιο μόλις κατά 9%. Γενικά, η αύξηση της καπιταλιστικής κερδοφορίας προέρχεται απ’ την αύξηση της ψαλίδας ανάμεσα στο επίπεδο παραγωγικότητας και το μισθό.
Η επιμονή στην εξωστρέφεια αποτελεί έμμεση κυβερνητική ομολογία ότι η σκληρή λιτότητα θα μείνει πολλά χρόνια στην εγχώρια αγορά, η οποία έτσι κι αλλιώς είναι σχετικά μικρή. Γι’ αυτό και η αύξηση των πωλήσεων πρέπει να αναζητηθεί στο εξωτερικό. Έτσι, ο προσανατολισμός της εγχώριας παραγωγής με γνώμονα το κέρδος μετατοπίζεται και απομακρύνεται ακόμα περισσότερο απ’ την κατεύθυνση κάλυψης εγχώριων βασικών αναγκών. Εξάλλου, η τόνωση των εξαγωγών εμφανίζεται ως «απάντηση» στην κρίση σχεδόν σ’ ολόκληρο τον καπιταλιστικό κόσμο. Στην ουσία, η καταφυγή μεγάλου μέρους της καπιταλιστικής παραγωγής στις εξαγωγές ως απάντηση στην κρίση αντανακλά απ’ τη μια τις μεγάλες δυσκολίες που αντιμετωπίζει η αστική διαχείριση διεθνώς και, απ’ την άλλη, την όξυνση των αντιθέσεων των ιμπεριαλιστικών κέντρων για μοίρασμα αγορών και γενικότερα οικονομικού εδάφους.
Γενικότερα, η πλούσια διεθνής και ελληνική πείρα επιβεβαίωσε ότι καμιά αστική κυβέρνηση δεν μπορεί να εξανθρωπίσει τον καπιταλισμό. Καθώς σαπίζει ο μονοπωλιακός καπιταλισμός, θα γίνεται όλο και πιο βάρβαρος, όλο και πιο αντιδραστικός. Η καπιταλιστική ανάπτυξη είναι δεμένη με την εξαθλίωση των εργαζομένων, σχετική ή και απόλυτη.