ΓΡΑΦΕΙ Η Κωνσταντινιά Πατσή*
Χαράματα της πρώτης μέρας του Μάρτη του 1941 και η ωραία πρωτεύουσα της Θεσσαλίας έρχεται αντιμέτωπη με μια ακόμη σκληρή δοκιμασία. Η ώρα είναι 5.53’. 2’’ όταν μια υπόκωφη βοή με διάρκεια ολίγων δευτερολέπτων συντάραξε την πόλη.
Και αμέσως μετά τα θεμέλιά της σείονται από έναν ισχυρότατο σεισμό, ο οποίος σύμφωνα με την ανακοίνωση του Γεωδυναμικού τμήματος του Αστεροσκοπείου Αθηνών «είχε την εστία του σχεδόν προς τα βορειοδυτικά της Λάρισας και σε απόσταση 270 χιλιομέτρων από την Αθήνα. Είχε προηγηθεί του σεισμού περίπου την 2η μεταμεσονύκτια ώρα μια αισθητή δόνηση ενώ ακολούθησαν άλλες δύο επίσης ασθενείς στις 6.20’ (το πρωί) .
Από τα στοιχεία που είχαν συγκεντρωθεί η θέση του σεισμού βρισκόταν στην περιοχή στα δυτικά του Ολύμπου». Δημοσίευμα της εφημερίδας «Ακρόπολις» αναφέρει ότι «Το δραματικό είναι ότι ο σεισμός σημειώθηκε σε ώρα κατά την οποία η νευρώδης και παλλόμενη από ζωή πόλις ησύχαζε, κι έτσι κατέλαβε τους κατοίκους κοιμωμένους, γεγονός το οποίον δεν επαύξησε μόνον τον μοιραίον πανικόν, αλλά και επέτεινε την έκταση των θλιβερών αποτελεσμάτων, τα οποία είχε η φοβερή θεομηνία.
Για μερικά λεπτά τα οποία θα μείνουν αλησμόνητα στους δυστυχείς Λαρισαίους το παν εσείετο και κατέρρεε εν τω μέσω τρομακτικού πατάγου». Έντρομοι οι κάτοικοι πετάχτηκαν από τα κρεβάτια τους και αναζητούσαν τη σωτηρία τους μακριά από τα σπίτια τους. Το τι επακολούθησε των τραγικών λεπτών –διότι λεπτά της ώρας κράτησε ο μεγάλος σεισμός-είναι αδύνατον να περιγράφει. Από τους εξώστες, τα παράθυρα και τις πόρτες των οικιών, των ξενοδοχείων και των λοιπών οικημάτων πετάγονταν στους δρόμους αλλόφρονες οι κάτοικοι προσπαθώντας, αφενός να σωθούν από τους τοίχους που γκρεμίζονταν και αφ ετέρου να βρουν τα υπόλοιπα μέλη των οικογενειών τους ή γνωστά τους πρόσωπα, ενώ συγχρόνως σπαρακτικές κραυγές που καλούσαν σε βοήθεια ακούγονταν μέσα από τα πολυάριθμα γκρεμισμένα σπίτια.
Η λυσσαλέα μανία του Εγκέλαδου μέσα σε ελάχιστα λεπτά της ώρας ερείπωσε την όμορφη αρχόντισσα του θεσσαλικού κάμπου, την Λάρισα, η οποία τόσο αποτελεσματικά και τόσο καρτερικά άντεξε στην καταστρεπτική ανθρώπινη επιβουλή, που εκδηλώθηκε επανειλημμένα με τους ιταλικούς βομβαρδισμούς. Το πρώτο φως της ημέρας βρήκε την πόλη ερειπωμένη. Στο κέντρο της Λάρισας , γύρω από τη μεγάλη πλατεία , στις οδούς Ερμού, Λ. Κατσώνη, Μ. Μπότσαρη , Μ. Αλεξάνδρου , Β. Κωνσταντίνου η καταστροφή ήταν μεγάλη. Το 95% των οικιών , των μεγάρων, των καταστημάτων κατέρρευσαν ή κατέστησαν επικίνδυνα ετοιμόρροπα.
Στην κεντρική πλατεία το μοναδικό κτίριο που παρέμεινε όρθιο ήταν το ξενοδοχείο «Ολύμπιον» αλλά και αυτού τα εσωτερικά διαμερίσματα υπέστησαν ρωγμές. Όλα τα κτίρια γύρω από την πλατεία, η Στρατιωτική Λέσχη, η Λαϊκή Τράπεζα, τα ξενοδοχεία «Στέμμα», «Πανελλήνιον», «Όλυμπος», τα υποκαταστήματα των Τραπεζών Εθνικής, Εμπορικής, το φαρμακείο Αστεριάδου, το καφεζαχαροπλαστείον «Παράδεισος» του Γκέυλα , το φωτογραφείον Αθανασούλη, το βαφείον Γώγου, το χαρτοπωλείον Θ. Παρασκευόπουλου , το κομμωτήριον Λ. Ευσταθίου, το εμπορικόν Γιαννίκα, το Συμβολαιογραφείον Π. Γαρδίκη, το γαλακτοπωλείον Κοσμά, το ζαχαροπλαστείον «Βασιλικόν» , το κουρείον Ν. Μποτσίου, το ζαχαροπλαστείον Β. Μέγα και το κομμωτήριον Α. Κωτούλα κατέρρευσαν ή είναι ετοιμόρροπα.
Στις συνοικίες η έκταση της καταστροφής ήταν λίγο μικρότερη. Το 70% των οικιών και των καταστημάτων κατέρρευσαν ή ήταν ετοιμόρροπα. Όλα τα δημόσια κτίρια, το Γυμνάσιο , το Αρσάκειο, τα Δημοτικά Σχολεία, τα κτίρια της Διοίκησης Χωροφυλακής και Γενικής Ασφάλειας, του Σώματος Στρατού, οι Φυλακές, η Αγορά, τα νοσοκομεία, όλα τα κτίρια της «Οδού των έξ», τα δύο τζαμιά, οι ναοί του αγίου Αχιλλίου , του αγίου Κωνσταντίνου, του αγίου Αθανασίου, του αγίου Δημητρίου και οι άλλοι ναοί κατέρρευσαν ή είχαν υποστεί μεγάλες ζημιές.
Η διάβαση δια μέσου των οδών της πόλης ήταν επικίνδυνη , διότι λόγω της συνεχών μικροδονήσεων τα ετοιμόρροπα σπίτια κατέρρεαν. Επίσης, ζημιές υπέστη το Υδραγωγείο και ο Σταθμός Ηλεκτρικού ρεύματος. Τέλος, ανακοινώθηκε ότι η αριστερή όχθη του Πηνειού υπέστη καθίζηση και τμήμα αυτής πλάτους 10 μέτρων κατολίσθησε μέσα στην κοίτη του ποταμού , ενώ παράλληλα έχει σημειωθεί ρήγμα στο έδαφος περίπου δέκα εκατοστών του μέτρου από την γέφυρα του ποταμού Πηνειού μέχρι το Αλκαζάρ.
Ο σεισμός έγινε αισθητός στο χωριό Ραψάνη, όπου κατέρρευσαν 4 σπίτια, ευτυχώς χωρίς θύματα, στον Πλατύκαμπο όπου σημειώθηκαν ζημιές σε οικίες και τραυματίστηκαν ελαφρώς 4 άτομα, στη Φαλάνη όπου πολλά σπίτια υπέστησαν ζημιές χωρίς θύματα. Επίσης η ισχυρή πρωινή δόνηση έγινε αισθητή στις περιφέρειες Τυρνάβου, Αγιάς, Τρικάλων και Φαρσάλων, χωρίς θύματα.
Οι κάτοικοι έντρομοι εγκατέλειψαν την Λάρισα και με κάθε μεταφορικό μέσο κατέφυγαν στον Τύρναβο, στα Τρίκαλα, την Καρδίτσα , τον Βόλο και την Αγιά, ενώ πολυάριθμα συνεργεία αποτελούμενα από στρατιώτες και εργάτες αναζητούσαν τυχόν επιζώντες κάτω από τα χαλάσματα. Προσπάθειες καταβάλλονταν από την Πολιτεία υπό την επίβλεψη του υπουργού Εθνικής Πρόνοιας κ. Κριμπά και του υπουργού Εσωτερικών κ. Δουρέντη για την στέγαση ενώ, παράλληλα τη σίτιση των κατοίκων που παρέμειναν στην πόλη (υπολογίζεται ότι μόνον το 1/10 του συνολικού πληθυσμού είχε παραμείνει στη Λάρισα) είχαν αναλάβει οι υπηρεσίες του Πατριωτικού Ιδρύματος.
Πηγές:
Εφημερίδα, «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ», 3 Μαρτίου 1941, Αρ. φυλ. 4345
Οι φωτογραφίες από την εφημερίδα «ΒΡΑΔΥΝΗ»
* Η Κωνσταντινιά Πατσή είναι διευθύντρια του ΓΕ.Λ Τυρνάβου. Πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, κάτοχος Μεταπτυχιακού διπλώματος Master of Business Administration (MBA) του Staffordshire University