ΓΡΑΦΕΙ Ο Γιώργος Εμμανουήλ*
Η ΕΕ στα εξηντάχρονα γενέθλιά της αντιμετωπίζει κρίσιμα προβλήματα όπου καλείται να δώσει απαντήσεις για να διατηρήσει την συνοχή της και να αποτρέψει φυγόκεντρες τάσεις κρατών μελών της.
Διαφορετικά επίπεδα ανταγωνιστικότητας μεταξύ βόρειων και νοτίων χωρών, χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης λιγότεροι του 2% ετησίως στην ΕΕ με υψηλή ανεργία και κρίση χρέους των χωρών της Ν. Ευρώπης, διαφορετική στάση των κρατών μελών έναντι των περιφερειακών συγκρούσεων και των προσφυγικών ροών σε Μ. Ανατολή, Ουκρανία, Β. Αφρική, δημοκρατικό έλλειμμα και ενίσχυση των ευρωσκεπτικιστών και της άκρας δεξιάς, αποτελούν τις κύριες προκλήσεις της ΕΕ.
Η ΕΕ οικοδομήθηκε με βάση την συνεργασία του Γαλλογερμανικού άξονα, όπου μετά από 80 χρόνια πολεμικής αντιπαράθεσης μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας και των συμμάχων τους από τον Γαλλοπρωσικό πόλεμο του 1870 έως και τους 2 καταστροφικούς παγκόσμιους πολέμους, κατέληξε στην πρώτη ειρηνευτική Ευρωπαϊκή συνθήκη Χάλυβα και Άνθρακα το 1951. Με αυτήν την συμφωνία η περιοχή του Ρούρ, που οι δύο χώρες διεκδικούσαν για πάνω από έναν αιώνα και συγκέντρωνε τα ορυχεία και τις πρώτες ύλες για την πολεμική βιομηχανία τους, μπήκε σε κοινό έλεγχο για ειρηνικούς πλέον σκοπούς της Γαλλίας, Γερμανίας και των 4 άλλων χωρών που συγκρότησαν την ΕΚΑΧ.
Στην μετέπειτα ευρωπαϊκή πορεία της η Γερμανία βγάζοντας συμπεράσματα από την 100ετή ιστορία πολέμων κυρίως λόγω του πρωσικού αυταρχισμού της, ακολούθησε μια πολιτική πολυμερούς συνεργασίας στον Ευρωπαϊκό χώρο κυρίως με την ostpolitic του Βίλλυ Μπράντ ο οποίος το 1970 σύναψε σχέσεις συνεργασίας με τις Ανατολικές χώρες και με την Ανατολική Γερμανία με την οποία εντάχθηκαν ταυτόχρονα στον ΟΗΕ το 1973. Αντίστοιχη πολιτική πολυμερούς συνεργασίας ακολούθησαν και οι μετέπειτα ηγέτες της Γερμανίας οι οποίοι σε συνεργασία με την Γαλλία και ιδίως με την ηγεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής του Ζάκ Ντελόρ το 1985 έδωσαν ώθηση στο Ευρωπαϊκό οικοδόμημα ενισχύοντας μαζί με τις χώρες μέλη του Ευρωπαϊκού Νότου θεσμούς δημοκρατικής διακυβέρνησης όπως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Επιτροπή Περιφερειών, την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και θεσπίζοντας ίδιους πόρους για χρηματοδότηση της ΚΑΠ και των πολιτικών των διαρθρωτικών ταμείων για σύγκλιση και κοινωνικοοικονομική συνοχή των χωρών μελών και των περιφερειών της ΕΕ.
Δυστυχώς μετά την παγκόσμια κρίση του 2008 η οποία έπληξε την Ελλάδα και τις χώρες κυρίως της Νότιας Ευρώπης η πορεία Ευρωπαϊκής ενοποίησης ανακόπηκε και πήρε αρνητικά χαρακτηριστικά. Έχουμε πλέον μια νέα κατάσταση στην Ευρώπη όπου η Γερμανία έχει ετήσιο εμπορικό πλεόνασμα 200 δίς ευρώ και η Γαλλία ετήσιο εμπορικό έλλειμμα 80 δίς ευρώ, ενώ μεγάλα είναι και τα εμπορικά ελλείμματα και των άλλων χωρών της Ν. Ευρώπης. Όπως έγραψε ο Κέυνς στην Γενική θεωρία το 1936: Οι λιγότερο ανταγωνιστικές χώρες εισαγωγής για να καλύψουν την ζήτηση οδηγούνται να έχουν υψηλό δημόσιο χρέος.
Η συνθήκη της Λισαβόνας της ΕΕ σε ισχύ από το 2009 ενσωμάτωσε τον Χάρτη Θεμελιωδών δικαιωμάτων και ενώ προβλέπει το δικαίωμα στην εργασία και στην αξιοπρεπή διαβίωση όλων των πολιτών σε μια Ευρώπη βιώσιμης ανάπτυξης, στην πράξη δεν ισχύει αφού δεν ενισχύει επαρκώς πολιτικές για την επίτευξη των παραπάνω στόχων. Ο προϋπολογισμός της ΕΕ παρά την διεύρυνση σε 10 νέες χώρες το 2004 παραμένει χαμηλός μόλις στο 1% του ΑΕΠ της ΕΕ μη ικανός να μετατρέψει την ΕΕ από ενιαία αγορά σε ενιαίο κοινωνικό και δημόσιο χώρο.
Το δημοκρατικό έλλειμμα της ΕΕ γίνεται εμφανέστερο όταν δεν υπάρχει πρόβλεψη για έγκριση των συνθηκών με δημοψηφίσματα σε όλες τις χώρες μέλη της ΕΕ.
Στις διεθνείς συμφωνίες που διαπραγματεύεται από το 2009 η ΕΕ με 46 χώρες του κόσμου CETA, N. Aφρικής, ΗΠΑ/ΤΤΙΡ, κα, θυσιάζεται ο Ευρωπαϊκός αγροδιατροφικός τομέας της Ν. Ευρώπης προς όφελος των βιομηχανικών προϊόντων και υπηρεσιών των χωρών της Β. Ευρώπης και εκχωρείται δημόσια εξουσία στις Πολυεθνικές εταιρείες μέσω των εταιρικών δικαστηρίων. Το παράδειγμα της μη προστασίας της φέτας του 5ου σημαντικότερου προϊόντος της ΕΕ ανάμεσα στα 3000 ΠΟΠ προϊόντα της ΕΕ δείχνει το μέγεθος της διακριτικής μεταχείρισης των Ευρωπαϊκών θεσμών σε βάρος της χώρας μας, αλλά και άλλων χωρών της Ν. Ευρώπης.
Σε επίπεδο οικονομικής πολιτικής της ΕΕ έχουμε μια αδύναμη Γαλλία και σχεδόν πλήρη κυριαρχία της Γερμανίας με μια πολιτική αλαζονικής και τιμωρητικής στάσης των Σόιμπλε-Μέρκελ έναντι των εταίρων χωρών της Ν. Ευρώπης και της χώρας μας. Δηλαδή μια επαναφορά της αλαζονικής στάσης της Γερμανίας που γνώρισε η Ευρώπη κατά την διάρκεια των 2 παγκοσμίων πολέμων. Αυτή η στάση αν συνεχιστεί θα είναι αυτοκτονική και για την Γερμανία και για την Ευρώπη.
Είναι ανάγκη η Ε.Ε να απαλλαγεί από την κηδεμονία του ΔΝΤ και να προωθήσει την απομείωση του χρέους της χώρας μας και των χωρών της Ν. Ευρώπης, την χωρική και κοινωνική συνοχή στο εσωτερικό της και τις αρχές του δίκαιου εμπορίου και της ισότιμης συνεργασίας στις διεθνείς σχέσεις απέναντι στην νεοφιλελεύθερη απορρύθμιση της αγοράς και στον οικονομικό Εθνικισμό του Τράμπ και των ευρωσκεπτικιστών.
Σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής η ΕΕ δεν καταφέρνει να έχει κοινή στάση σε σειρά σημαντικών θεμάτων. Φαίνεται στην αδυναμία ενσωμάτωσης των Δυτικών Βαλκανίων στην ΕΕ, στην αντίθεση Γαλλίας και Γερμανίας στον πόλεμο του Μπούς κατά του Ιράκ το 2003 και την συμμετοχή σε αυτόν των Ανατολικών χωρών της Ευρώπης και στην τωρινή άρνηση της Ουγγαρίας, Τσεχίας, Σλοβακίας και άλλων χωρών να δεχθούν μετεγκατάσταση προσφύγων στις χώρες τους ενάντια στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Απαιτείται η εμβάθυνση της Ενιαίας Εξωτερικής πολιτικής και Άμυνας της ΕΕ και η σταθερή προώθηση με κανόνες και αρχές της Ισοτιμίας και Ειρήνης στις διεθνείς σχέσεις.
Οι 4 στόχοι της κοινής διακήρυξης της Ρώμης στις 25/3/2017, για ενιαία αγορά, κοινωνική Ευρώπη, ισχυρή στην διεθνή σκηνή και με ασφαλή σύνορα, θα μείνουν κενοί περιεχομένου αν η ΕΕ δεν προωθήσει ένα νέο πλαίσιο συνεργασίας win-win των πολλαπλών ταυτοτήτων (και όχι ταχυτήτων), των Εθνών και Περιφερειών της, κινούμενη πέρα από τα όρια της κοινής αγοράς και με ενίσχυση του κοινοτικού προϋπολογισμού και της συμμετοχής των Ευρωπαίων αυτοδιοικητικών και κοινωνικών κινημάτων σε προοδευτικές πολιτικές αλληλέγγυας, κοινωνικής, δημοκρατικής και ομοσπονδιακής κατεύθυνσης.
*Ο Γιώργος Εμμανουήλ είναι τ. Διευθυντής των Ευρωπαϊκών διακρατικών Προγραμμάτων της χώρας, Interreg (2011-2015), Μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής του Δικτύου Φορέων και Πολιτών stop ceta, ttip, tisa.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο tvxs.gr