H ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΔΙΕΥΘΥΝΤΩΝ ΚΑΙ ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ

Ανακοίνωση των ΣΥΝΕΚ

Η απόφαση του ΣτΕ για την επιλογή των διευθυντών στην Εκπαίδευση ότι ο Σύλλογος διδασκόντων δεν αποτελεί «κατάλληλο όργανο που συγκροτείται και λειτουργεί με εχέγγυα αξιοκρατίας, αμεροληψίας και αντικειμενικότητας, αποτελεί στην ουσία μια ξεκάθαρα πολιτική απόφαση που, εκτός του ότι απαξιώνει τον κλάδο μας,

βάλλει ενάντια στον εκδημοκρατισμό της εκπαίδευσης, εφόσον έκρινε αντισυνταγματική μια δημοκρατική διαδικασία !  Επειδή ευτυχώς άβατα δεν υφίστανται στη δημοκρατία, οι αποφάσεις των υπηρετούντων τη δικαιοσύνη δεν μπορούν να είναι υπεράνω κριτικής. Έτσι, όπως κρινόμαστε όλοι, κρίνονται βεβαίως και αυτές.

Το πώς μπορεί να είναι αντισυνταγματική η ίδια η ψηφοφορία είναι ζήτημα δημοκρατίας,  πρωτεύον για την  εκπ/ση που  δεν αφορά μόνο  τους υποψηφίους διευθυντές αλλά το σύνολο του εκπ/κού κλάδου. Ένα δημοκρατικό σχολείο, με κυρίαρχο το ρόλο του Συλλόγου διδασκόντων, αποτελεί πάγια θέση του κλάδου, ψηφισμένη από Συνέδρια και Γ. Συνελεύσεις Προέδρων. Ο ρόλος του Συλλόγου όμως κάθε άλλο παρά αναβαθμίζεται, όταν αποδεχόμαστε το σκεπτικό του ΣΤΕ ότι οι Σύλλογοι ήταν αναρμόδιοι και  ανίκανοι να επιλέξουν Δ/ντή.

Απεναντίας ο σύλλογος διδασκόντων ενός σχολείου πέραν του ότι έχει εγγύτερη γνώση των συνθηκών λειτουργίας και των αναγκών του σχολείου, είναι σε κάθε περίπτωση  όργανο που μετέχει της εκπαιδευτικής διαδικασίας, και φυσικά δεν υπολείπεται εκ προοιμίου σε αξιοκρατία, αμεροληψία και αντικειμενικότητα, διότι είναι αντιπροσωπευτικό σώμα πολιτών, σαν αυτό στην εκλογή των πρυτάνεων, με εμπειρία μεγάλης συνύπαρξης με τον υποψήφιο και αυτό του δίνει το δικαίωμα επιλογής. Κι ενώ κρίνει λιγότερο αντικειμενική μια δημοκρατικότερη μέθοδο επιλογής στελεχών από το σύλλογο διδασκόντων, που δεν ελέγχεται από την εκάστοτε εξουσία,  το Σ.τ.Ε. αντιπαραβάλλει ως όργανο «αμεροληψίας», σαν να αποτελεί ο ρόλος τεκμήριο, τα συμβούλια κρίσης του παρελθόντος, γνωστά τοις πάσι για την «αντικειμενικότητα» που έχουν επιδείξει στην «αποτίμηση» των προσόντων των υποψηφίων.

Γι αυτό ακριβώς το ΣτΕ κάνει υποκριτικά λόγο περί αντικειμενικότητας. Για να μην αποφανθεί για τη δημοκρατία, την οποία φοβούνται οι μηχανισμοί συντήρησης της καθεστηκυίας τάξης που επιδιώκουν την επαναφορά στο γνώριμο παρελθόν των πελατειακών σχέσεων, γιατί θέλουν το σχολείο αυταρχικό μηχανισμό αναπαραγωγής των κάθε λογής ανισοτήτων. Και δυστυχώς για την Εκπαίδευση η απόφαση του ΣτΕ συντάσσεται πολιτικά με τους θιασώτες του νεοφιλελευθερισμού, όπως η ΔΑΚΕ, που ενδιαφέρεται να καθιερώσει τους «επαγγελματίες» Διευθυντές. Η τεχνοκρατική αντίληψη αντιμετωπίζει το σχολείο σαν γραφειοκρατικό και όχι ως ένα ζωντανό μηχανισμό του οποίου η λειτουργία είναι αποτέλεσμα των πράξεων και της βούλησης των πολλών. Παραβλέποντας το γεγονός ότι οι μόνοι   ουσιαστικά πόροι ενός σχολείου είναι οι ανθρώπινοι, το ΣτΕ αδιαφορεί αν θα διαφεντεύουν την καθημερινότητά του αυταρχικά και αντισυναδελφικά στοιχεία που διασφαλίζουν έξτρα τυπικά προσόντα για να τα προσθέσουν στην οριακά ελέω κληρονομικότητας διευθυντική τους θέση, παρότι κατά τα λοιπά αποδεικνύονται στην πράξη ακατάλληλοι για δντες σχολείων.

Αυτή η φιλελεύθερη πολιτική επιλογή επιπλέον θέτει σε αμφισβήτηση την υπεράσπιση της διεύρυνσης της δημοκρατίας στα σχολεία, γιατί περιορίζει το ρόλο των εκπαιδευτικών στη λήψη αποφάσεων για τη λειτουργία των σχολείων, δημιουργώντας δεδικασμένο που ξεπερνιέται μόνο με αλλαγή του συντάγματος. Τεχνικοί λόγοι περί συνταγματικότητας δεν υφίστανται, αντίθετα φαίνεται ότι τα νομικά επιχειρήματα έχουν ενδιαφέροντες βαθμούς ελευθερίας, εφόσον αφενός σύμφωνα με άλλες διατάξεις (Ν 3841/10) είναι συνταγματικό να επιλέγουν οι ίδιοι οι δικαστές διοικητικά στελέχη – με μυστική μάλιστα ψηφοφορία- κι αφετέρου δεν κρίθηκε ποτέ αντισυνταγματική η επιλογή πρυτάνεων στα Τριτοβάθμια Εκπαιδευτικά Ιδρύματα. Ακολουθώντας ξανά για ίδιο ζήτημα δυο μέτρα και δυο σταθμά,  όπως, όταν έκριναν συνταγματικό να εκπέμπουν τα ιδιωτικά κανάλια χωρίς άδεια και αντισυνταγματικό να γίνουν προσλήψεις στα νοσοκομεία από τα χρήματα του διαγωνισμού, αποδεικνύεται ότι το ΣτΕ έχει πρόβλημα με την εφαρμογή περισσότερης δημοκρατίας.

Κι επειδή ο λόγος περί δημοκρατίας αφορά ουσιαστικά την ανάληψη της ευθύνης των πράξεών μας ως πολιτών δεν μπορούμε να σιωπούμε –γιατί δυστυχώς υπάρχει πολλή και αδικαιολόγητη, σιωπή από πλευρές που δεν νοείται να μένουν σιωπηλές. Ο λόγος περί εκδημοκρατισμού  δεν συνιστά υπεράσπιση   του  νόμου του υπουργείου, το οποίο περιμέναμε να θεσμοθετήσει πιο δραστικά μέτρα για την ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του συλλόγου διδασκόντων στα διοικητικά, εκπαιδευτικά και παιδαγωγικά ζητήματα, την κατάργηση του «καθηκοντολογίου», την προσθήκη τρίτου αιρετού στα υπηρεσιακά συμβούλια, τον ορισμό  θητείας για τα στελέχη. Στο δια ταύτα όμως, αν και φυσικά ο αγώνας για τον εκδημοκρατισμό της εκπαίδευσης δεν εξαντλείται στην επιλογή δ/ντών, η έκφραση γνώμης από το σύλλογο πρέπει να υπάρχει ως βασικό συνεκτιμώμενο στοιχείο.

Η ακυρωτική απόφαση του ΣτΕ επιτρέπει ένα αδιανόητο πισωγύρισμα που πρέπει να μας αφυπνίσει, ώστε να δώσουμε τη  μάχη για το αυριανό τοπίο του δημόσιου σχολείου. Η δημοκρατία χρειάζεται συμμετοχή και χωρίς δικαιολογίες πια ο κλάδος πρέπει  να αποτρέψει την κυβέρνηση να εγκαταλείψει την επιλογή για συμμετοχή του συλλόγου διδασκόντων και μάλιστα να δραστηριοποιηθεί για να βελτιώσει τον υφιστάμενο νόμο.

Απαιτούμε από την ΟΛΜΕ να πάρει θέση υπερασπίζοντας τη συμμετοχή των εκπαιδευτικών στην επιλογή των διευθυντών τους.

Αναμένουμε από την κυβέρνηση να αντισταθεί στις κραυγές της συντήρησης και στην απαξίωση του έργου μας.

Καλούμε τους συλλόγους διδασκόντων να πάρουν θέση με ψηφίσματα τους.

Καλούμε στην προσυνεδριακή συνέλευση για την ΟΛΜΕ όλους τους συναδέλφους που αντιμετωπίζουν προβλήματα στους συλλόγους τους εξαιτίας αντισυναδελφικών και αλαζονικών συμπεριφορών από διευθυντές να καταψηφίσουμε την παρείσφρηση στις θέσεις των διευθυντών «συναδέλφων»  που ξεχνούν ότι είναι ίσοι ανάμεσα σε ίσους και δε δικαιούνται να κάνουν κατάχρηση εξουσίας.

 

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ ΗΜΕΡΩΝ