Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ (1821-1832)

ΓΡΑΦΕΙ Η Βασιλική Κατσάρα 

Η δυσμενής στάση των Μεγάλων Δυνάμεων εις βάρος των Ελλήνων

 Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 εξαρχής απασχόλησε την ευρωπαϊκή διπλωματία, ενώ τα χρόνια που ακολούθησαν είχαν για τους Έλληνες απελευθερωτικό χαρακτήρα τόσο σε  επίπεδο  στρατιωτικό με τους Οθωμανούς όσο και σε διπλωματικό  με τις Μεγάλες Δυνάμεις.

Ο αγώνας των Ελλήνων για ανεξαρτησία σαφώς αποτέλεσε σημαντικό γεγονός για την Ευρώπη, η οποία τα δύο πρώτα χρόνια κράτησε αρνητική στάση. Στη συνέχεια όμως, η ευρωπαϊκή διπλωματία άλλαξε θετικά οδηγώντας σε έναν αθέμιτο μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων ανταγωνισμό με τελικό αποδέκτη το νέο ελληνικό κράτος.

Η Φιλική Εταιρεία, στην οποία οφείλεται  η προετοιμασία, η οργάνωση  αλλά και η έναρξη του ελληνικού επαναστατικού αγώνα, ζήτησε  την αρχηγία της να την αναλάβει ο στρατηγός και υπασπιστής του τσάρου της Ρωσίας Αλέξανδρος Υψηλάντης. Έπειτα ο  ίδιος προσπάθησε πρώτα να πείσει τους Έλληνες να επαναστατήσουν αφήνοντας να εννοηθεί πως έχουν στο πλευρό τους την υποστήριξη της Ρωσίας (οικονομική και στρατιωτική) γεγονός που σήμαινε πως ο αγώνας θα ήταν ένοπλος. Στη συνέχεια με προκήρυξή του έσπευσε να προσελκύσει εκτός από τους Έλληνες και άλλες χώρες να λάβουν μέρος στην επανάσταση.

Την πληροφορία της έναρξης της ελληνικής επανάστασης την πληροφορήθηκαν τα μέλη της Ιεράς Συμμαχίας στο Συνέδριο του Λάιμπαχ (11-1-1821), τη σημερινή Λιουμπλιάνα.  Σύμφωνα με  την « Αρχή της Νομιμότητας» έπρεπε να κατασταλούν και να καταδικαστούν όλα τα φιλελεύθερα επαναστατικά κινήματα. Σκοπός αυτών των συλλογικών αποφάσεων των ισχυρών μοναρχών ήταν η περιφρούρηση και  σταθεροποίηση του συστήματος που ήθελαν να επιβάλουν στην Ευρώπη.  Εξομοιώνοντας την Ελληνική επανάσταση με όλα τα υπόλοιπα κινήματα της ίδιας χρονικής περιόδου, όπως αυτά της Ισπανίας και της Ιταλίας δεσμεύτηκαν να ανατρέψουν κάθε μορφή εξέγερσης, διατηρώντας την Οθωμανική Αυτοκρατορία και αποφεύγοντας την επανάσταση των υποδουλωμένων εθνών.

Αυτή η απόφαση δεν αποτελούσε μόνο την κοινή συνιστάμενη των ευρωπαϊκών μεγάλων δυνάμεων αλλά και τα επιμέρους συμφέροντα της καθεμιάς από αυτές.  Συνεπώς για δύο ολόκληρα χρόνια η διπλωματική επιδίωξη των Ελλήνων ήταν να αποδείξουν στους ηγέτες και τον απλό ευρωπαϊκό λαό  πως ο  εθνικός αγώνας τους είχε στόχο την ελευθερία και όχι κάποια κοινωνική ανατροπή, κερδίζοντας έτσι τη συμπαράστασή τους.

Το κίνημα του φιλελληνισμού και η μεταστροφή της στάσης των Ευρωπαίων

Γι’ αυτό οι υπόδουλοι Έλληνες προχώρησαν σε ενέργειες που θα αποσπούσαν την προσοχή τους και θα κέρδιζαν τη συμπάθεια τους. Σημαντικά θετικό ρόλο στο να επιτευχθεί  ένα τέτοιο εγχείρημα ήταν η πλούσια ελληνική πολιτιστική κληρονομιά και η κοινή χριστιανική θρησκεία. Επιπρόσθετα η επίτευξη ενός τόσο υψηλού διπλωματικού στόχου απαιτούσε από ελληνικής πλευράς στρατηγική σκέψη, υπομονή και επιμονή. Μπορεί η Ευρώπη του Διαφωτισμού και της Αναγέννησης να άφηνε ασυγκίνητη την Ιερά Συμμαχία, για εκείνους αντιπροσώπευε την πάλαι ποτέ πνευματική και φωτισμένη Ελλάδα,  αναζωπυρώνοντας έτσι  την ελπίδα για μια γεωγραφική θέση στον ευρωπαϊκό χάρτη.

Βασική επιδίωξη των επαναστατημένων Ελλήνων ήταν να αλλάξουν το δυσμενές κλίμα και να δουν θετικά οι ευρωπαίοι τον εθνικό τους αγώνα. Το κίνημα του φιλελληνισμού τους συμπαραστάθηκε καθώς στράφηκε εναντίον των Οθωμανών και της Ιερής συμμαχίας. Παράλληλα, ο θαυμασμός τους για τις στρατιωτικές επιτυχίες των Ελλήνων, ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια της επανάστασης, αλλά και ο αποτροπιασμός λόγω των βιαιοπραγιών των Τούρκων εις βάρος τους συνέβαλαν στο να αναπτυχθεί αυτό το κίνημα. Από ελληνικής πλευράς έγιναν προσπάθειες να δείξουν καλή διαγωγή και να αποδείξουν ότι ο πόλεμος ήταν υπέρ της ανεξαρτησίας όλων των χριστιανών κατά των βαρβάρων Οθωμανών.

Ο ευρωπαϊκός φιλελληνισμός εκδηλώθηκε με ηθική στήριξη, με διάφορες πράξεις  συμπαράστασης αλλά και με τη φυσική παρουσία κάποιων από αυτούς στο πεδίο των μαχών. Επιπλέον σημαντική ήταν η οικονομική ενίσχυση με εφόδια, με χρήματα αλλά και  με πιέσεις που ασκούσαν στις χώρες τους προκειμένου να εγκριθούν στους Έλληνες δάνεια για οικονομική στήριξη τα οποία παράλληλα θα νομιμοποιούσαν τον αγώνα της ανεξαρτησίας τους.

Η διπλωματική και στρατιωτική ευρωπαϊκή παρέμβαση στην Ελλάδα

Το 1823 η Αγγλία είναι η πρώτη ευρωπαϊκή δύναμη που αλλάζει διπλωματική θέση έναντι της Ελληνικής επανάστασης και με υπουργό Εξωτερικών τον Τζωρτζ Κάνιγκ αναγνωρίζει τους Έλληνες ως εμπόλεμη δύναμη γεγονός που γίνεται μόνο σε αναγνωρισμένα κράτη. Αυτή η μεταστροφή της αγγλικής πολιτικής σήμαινε την αναθεώρηση των οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων της στη Μεσόγειο, την άμεση κηδεμονία της Ελλάδας και την απομάκρυνση μιας επικείμενης μεσολάβησης της Ρωσίας.

Το 1824 η δύναμη της  Ρωσίας για να μην χάσει την επιρροή της στους Έλληνες πρότεινε το Σχέδιο των τριών τμημάτων, βάση του οποίου θα υπήρχαν τρεις ελληνικές αυτόνομες ηγεμονίες, εξαρτώμενες από τον Σουλτάνο, γεγονός που απορρίφθηκε  από την ελληνική και τούρκικη πλευρά.  Παράλληλα, το 1824-1825 εξαιτίας των οικονομικών αναγκών της Επανάστασης και της αγγλικής θετικής μεταστροφής, η κυβέρνηση  Κουντουριώτη ζήτησε να συνάψει δάνεια από τις αγγλικές τράπεζες 800.000 και 2.000.000 λίρες. Αυτό βέβαια σήμαινε πως θα έπρεπε οι Έλληνες να υπογράψουν την πράξη προστασίας τους από την Αγγλία. Ένας από τους ελάχιστους που δεν  υπέγραψαν αυτή την πράξη (υποτέλειας) ήταν ο Δημήτριος Υψηλάντης.

Στη συνέχεια η Αγγλία, η Ρωσία και λίγο αργότερα η Γαλλία υπέγραψαν στις 4 Απριλίου 1826 το πρωτόκολλο της Πετρούπολης, το οποίο επέτρεπε στην Αγγλία να μεσολαβήσει μεταξύ των Ελλήνων και του Σουλτάνου. Αυτό το γεγονός εξασφάλιζε την ελληνική αυτονομία από την Οθωμανική κυριαρχία, όχι όμως την πλήρη ανεξαρτησία της και τον καθορισμό των συνόρων. Τελικά, το 1826 οι Ευρωπαίοι αποφάσισαν να λύσουν το ελληνικό ζήτημα με την Αγγλία να έχει την άμεση παρέμβαση και προστασία των Ελλήνων και τη Ρωσία να περιορίζει τα συμφέροντά της στις παραδουνάβιες περιοχές των Βαλκανίων και του Καυκάσου.

Επιπρόσθετα, στις 6 Ιουλίου 1827 υπογράφτηκε από την Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία η συνθήκη του Λονδίνου η οποία προέβλεπε την ίδρυση ενός αυτόνομου ελληνικού κράτους με την επικυριαρχία όμως του Σουλτάνου. Η άρνηση, όμως, του τελευταίου να αποδεχθεί αυτή τη συνθήκη προκάλεσε την ένοπλη επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων  στη ναυμαχία του Ναβαρίνου εναντίον της Τουρκίας, η οποία ήρθε αντιμέτωπη και συντρίφθηκε  από τους στόλους τους.

Μετά το 1828-1829 μια άλλη ήττα ακολούθησε για τους Τούρκους από τον πόλεμο τους με τη Ρωσία με αποτέλεσμα την αποδοχή του σουλτάνου όλων των ευρωπαϊκών αποφάσεων που σχετίζονταν με το ελληνικό ζήτημα και την συνθήκη του Λονδίνου (Μάρτιο 1829) η οποία προέβλεπε τα σύνορα του αυτόνομου ελληνικού κράτους να είναι στη γραμμή Αμβρακικού-Παγασητικού. Επιπρόσθετα, μετά τη συνθήκη της Αδριανούπολης (14 Ιαν/3 Φεβρουαρίου 1829) προκειμένου μετά τον νικηφόρο πόλεμο της η Ρωσία να μην αποκομίσει εξολοκλήρου όλα τα διπλωματικά οφέλη σχετικά με το ελληνικό θέμα,  παρεμβαίνουν η Αγγλία και η Γαλλία προτείνοντας τη δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους στο οποίο θα περιλαμβάνεται επιπλέον η Εύβοια και οι Κυκλάδες, αλλά περιοριζόταν τα βόρεια σύνορα.

Έτσι, στις 22 Ιαν./3 Φεβρ. 1830 υπογράφτηκε από τις τρεις  Δυνάμεις το Πρωτόκολλο της Ανεξαρτησίας του ελληνικού κράτους, η βάση του οποίου αποτελούσε και την πρώτη επίσημη διπλωματική πράξη που αναγνώριζε την Ελλάδα ως κυρίαρχη και ανεξάρτητη κρατική οντότητα με γεωγραφικά σύνορα τη γραμμή Αχελώου – Σπερχειού.  Επιπλέον παρά την επιλογή του Λεοπόλδου Σαξ Κίμπουργκ ως νέου ηγεμόνα της Ελλάδας δεν αποδέχτηκε τελικά την εκλογή του.  Τελικά οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις δημιούργησαν ένα ειδικό καθεστώς κυριαρχίας για την Ελλάδα το οποίο ολοκληρώθηκε με τη συνθήκη της 7 Μαΐου 1832. Τότε ακολούθησε η εκλογή του Όθωνα του γιου του Βασιλιά της Βαυαρίας, που θα λειτουργούσε σύμφωνα με τους μηχανισμούς της επικυριαρχίας και τον απόλυτο έλεγχο των τριών δυνάμεων.

Οι εμφύλιες διαμάχες ως Αχίλλειος πτέρνα του ελληνικού έθνους

Μετά από μια σύντομη παράθεση των ιστορικών γεγονότων σε ευρωπαϊκό διπλωματικό και στρατιωτικό επίπεδο γίνονται εύκολα αντιληπτοί οι τρόποι με τους οποίους καθόρισαν οι Μεγάλες Δυνάμεις τον αγώνα των Ελλήνων για την ανεξαρτησία, τη δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους αλλά και την μετέπειτα εξέλιξη του. Παρόλο που οι Ευρωπαϊκές Δυνάμεις υποστήριξαν την Επανάσταση  οι Έλληνες θυσιάστηκαν αγωνιζόμενοι προκειμένου να απελευθερωθούν από τον Τούρκο κατακτητή χωρίς να τους χαρισθεί η ελευθερία.

Συνεπώς προκειμένου να κάνουν φιλικότερο το ευρωπαϊκό διπλωματικό πλαίσιο ευθυγραμμίστηκαν περισσότερο με τα οφέλη των ξένων χωρών, διαπροσωπικών και τοπικών συμφερόντων, ξεχνώντας πως έπρεπε ενωμένοι να ενεργήσουν από κοινού για το καλό της πατρίδας καθιστώντας τα εθνικά συμφέροντα πάνω από κάθε μορφή ιδιοτέλειας. Γι αυτό ενώ απαλλάχτηκαν από τον Τουρκικό ζυγό τέθηκαν  υπό την ευρωπαϊκή κυριαρχία αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά πως οι εμφύλιες διαμάχες θα αποτελούν ιστορικά την Αχίλλειο πτέρνα του ελληνικού έθνους.

Βιβλιογραφία

Βόγλη, Ε. (2016). « Ο αγώνας της Ελληνικής Ανεξαρτησίας και η σύσταση του πρώτου εθνικού κράτους στην Νοτιοανατολική Ευρώπη». Στο Μπάλτα, Α., Βόγλη, Ε. & Χρηστίδης, Χ., Θέματα ελληνικής ιστορίας (19ος– 20ος αι.). Αθήνα: Σύνδεσμος Ελλήνων Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών, σσ. 43-51, 73.

Γιαννόπουλος, Γ. (2003). « Η Διπλωματία: Ευρωπαϊκοί ανταγωνισμοί και ίδρυση του ελληνικού κράτους». Στο Παναγιωτόπουλος, Β.,  Ιστορία του νέου Ελληνισμού, 1770-2000. Αθήνα: ΤΑ ΝΕΑ – Ελληνικά Γράμματα, σσ. 247-266.

Ευαγγελία, Λ. Ξιφαράς Δ,. « Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία » Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη, σς. 23-40.

Μαργαρίτης, Γ. Μαρκέτος Σ., Ροτζώκος Ν. & Μαυρέας, Κ. (1999). Ελληνική Ιστορία: τ. Γ΄ , Νεότερη και σύγχρονη ελληνική ιστορία, Πάτρα: ΕΑΠ.

Petropulos, J. A. (1985). Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο ελληνικό βασίλειο (1833-1843). Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ ΗΜΕΡΩΝ