ΜΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ

ΓΡΑΦΕΙ Η Μαρία Παπουτσή, θεατρολόγος
Με αφορμή την ομόφωνη απόρριψη της εκ νέου αίτησης του κρατούμενου Βασίλη Δημάκη να παρακολουθεί τα μαθήματα στο Πολιτικό της Νομικής Σχολής Αθηνών με «βραχιολάκι», από το Πειθαρχικό Συμβούλιο των Φυλακών Κορυδαλλού.

Πότε μια ευκαιρία είναι πραγματική ευκαιρία; Χρειάζεται τόσο η πρόθεση εκείνου που τη προσφέρει, όσο και η αντίληψη εκείνου που τη λαμβάνει, για να είναι μια ευκαιρία, ευκαιρία πραγματική. Στην περίπτωση ενός ανθρώπου που τον έχει καταπιεί κυριολεκτικά ένα κοινωνικό σύστημα και μια παραβατική νοοτροπία, η ευκαιρία σπάνια είναι ευκαιρία πραγματική, γιατί απλά ο άνθρωπος αυτός ακολουθεί το μοναδικό δρόμο που ξέρει, κάνοντας επιλογές μέσα σε συγκεκριμένο πλαίσιο, που δεν είναι στην ουσία επιλογές, αλλά διαιώνιση μιας (αυτο)καταστροφικής συμπεριφοράς.
Όταν, όμως, στην πράξη ο άνθρωπος αυτός βρίσκει τη δύναμη να αλλάξει, αποδεικνύοντας στην ανελέητη καθημερινότητά που πως έχει και την πρόθεση και την αποφασιστικότητα να φέρει τα πάνω κάτω στη ζωή του, τότε και μόνο τότε, η ευκαιρία που του δίνεται είναι μια πραγματική ευκαιρία και το μόνο που ζητά είναι ο ανοιχτός δρόμος για να την αξιοποιήσει.
Δε γνωρίζω τον Βασίλη Δημάκη. Δε θα σας μιλήσω για τον ίδιο και τον αγώνα του, που είναι πλέον αγώνας ζωής και θανάτου. Γνωρίζω όμως από πρώτο χέρι τι θα πει “πραγματική ευκαιρία” για έναν κρατούμενο και θέλω να μοιραστώ μαζί σας μια εμπειρία μου. Παρακαλώ, τιμήστε με με την υπομονή σας και διαβάστε την.
Εργάζομαι ως εθελόντρια και μέσω ευρωπαϊκών προγραμμάτων για ευπαθείς ομάδες στο 2ο Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας Λάρισας, που έχει ως έδρα το Κατάστημα Κράτησης της πόλης. Στο Σχολείο των Φυλακών κάνω θέατρο, μια δραστηριότητα που στην πορεία έχει κερδίσει το ενδιαφέρον και το σεβασμό των μαθητών μου, κάνοντας τη δουλειά μας με τον καιρό πιο δημιουργική, πιο ενδιαφέρουσα, πιο ουσιαστική.
Δεν είναι όμως εύκολα τα πράγματα στο σχολείο. Δεν είναι όλοι οι μαθητές χαμογελαστοί, συνεργάσιμοι και πρόθυμοι να δεχτούν μια παλαβή Θεατρολόγο, που εμφανίστηκε από το πουθενά μια ωραία πρωία και, πριν περάσει λίγος καιρός, τους ζητά να απαγγέλλουν κείμενα στα αρχαία ελληνικά και να πετάνε σαν γλάροι.
Κάπου στην πορεία, συνάντησα σε μια από τις τάξεις μου τον Κ. Σε αντίθεση με το μεγαλύτερο ποσοστό των μαθητών μου, που υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό και ενδιαφέρον το μάθημά μου, γιατί τους έβγαζε από την “αυστηρή” διαδικασία της μάθησης, ο Κ. ήταν, για να το θέσω κομψά, απαξιωτικός.
Καθόταν την περισσότερη ώρα σιωπηλός και όταν μιλούσε, άνοιγε συζήτηση με οποιονδήποτε άλλο στην τάξη – εννοείται με άσχετο του μαθήματος θέμα – εκτός από εμένα. Γιατί απλά για τον Κ. εγώ δεν υπήρχα.
Διέκοπτε το μάθημα μου σε άλλα τμήματα, εισβάλλοντας κυριολεκτικά -φυσικά, χωρίς χτύπημα της πόρτας και αίτημα διακοπής- για να μιλήσει σε συμμαθητή του, για όσο χρόνο ήθελε, χωρίς να γυρίσει καν να με κοιτάξει. Γιατί απλά για τον Κ. εγώ δεν υπήρχα.
Τις ελάχιστες φορές που με “τίμησε” με το βλέμμα του, διάβαζα στα μάτια του ειρωνεία, αποστροφή, μισογυνισμό και οργή που δεν μπορούσε να εκτονωθεί. Τις ακόμη πιο ελάχιστες φορές που με “τίμησε” με το λόγο του, απλά επιβεβαιώθηκα για τα παραπάνω αισθήματά του.
Χρειάστηκε να αναμετρηθώ πολλές φορές με τον εαυτό μου, για να συγκρατήσω το αρνητικό συναίσθημα που μου δημιουργούσε ο άνθρωπος αυτός, τον τρόπο που πλήγωνε τον εγωισμό μου και προσέβαλε βασικούς άγραφους κανόνες συμπεριφοράς μέσα στο σχολείο.
Έκανα γαργάρα τον εγωισμό μου και επιστράτευσα διάφορες μεθόδους για να τον προσεγγίσω. Ευγένεια, χιούμορ, σιωπή, στόχευση στο φιλότιμο, προτροπές, προτάσεις δουλειάς, θετικά σχόλια… Αποτέλεσμα μηδέν! Βλέπετε, για τον Κ. εγώ δεν υπήρχα. Τον άφησα λοιπόν στην ησυχία του και αδιαφόρησα για τη συμπεριφορά του, θεωρώντας πως παρά τις προσπάθειές μου ο Κ. ήταν αδιάφορος και επικεντρώθηκα στην πλειοψηφία των μαθητών μου που συμμετείχαν με ενθουσιασμό στις θεατρικές δράσεις του σχολείου.
Τα δύο χρόνια της φοίτησης του Κ. στο ΣΔΕ πέρασαν και έφτασε η ώρα να παραλάβει το απολυτήριό του και να επιστρέψει στο κελί του. Τέλος το σχολείο, τέλος οι δράσεις και τα μαθήματα, τέλος τα τσιγάρα παρέα με τους συμμαθητές στο προαύλιο, τέλος οι γιορτές, οι προβολές, τέλος οι καθηγητές και μαζί η παλαβή Θεατρολόγος, που με δυσκολία ανέχτηκε, ας όψονται όμως τα μεροκάματα, που πάνε πακέτο με τη φοίτηση στο σχολείο και που μείωσαν την ποινή του Κ. κατά δύο ολόκληρα χρόνια.
Και δύο χρόνια λιγότερο πίσω από τα κάγκελα λίγα δεν τα λες.
Τέλη Ιουνίου πήρε ο Κ. το απολυτήριο και επέστρεψε στο κελί του. Τέλη Αυγούστου μπήκα ξανά στο ΣΔΕ Φυλακών, για να ξεκινήσω διδασκαλία στο Θερινό Σχολείο, ένα πρόγραμμα διάρκειας τριών περίπου μηνών, στο οποίο μπορούν να συμμετέχουν μαθητές αλλά και απόφοιτοι του σχολείου. Για την ακρίβεια, το Θερινό Σχολείο είναι ο μοναδικός τρόπος να επιστρέψουν στο σχολείο, όσοι έχουν αποφοιτήσει από αυτό και οι κρατούμενοι που το παρακολουθούν δεν παίρνουν μεροκάματα.
Το παρακολουθούν με μοναδική ανταμοιβή τη γνώση και τη δουλειά!
Μαντέψτε ποιος ήταν από τους πρώτους που μπήκαν στην τάξη μου, στην εναρκτήρια συνάντηση! Ο Κ.! Λιγάκι κουμπωμένος, αλλά ομιλητικός, ευγενής, χαμογελαστός και πρόθυμος. Τόσο χαμογελαστός και πρόθυμος που με άφησε σύξυλη. Γιατί απλά για τον Κ. εγώ μέχρι το πρωί εκείνο δεν υπήρχα.
Ή έτσι νόμιζα. Γιατί την ημέρα εκείνη συνειδητοποίησα, εκτός του πόσο ανεπαρκής και με κενά αντίληψης δασκάλα ήμουν, πως δεν ήμουν εγώ που δεν υπήρχα για τον Κ. αλλά το προνόμιο του να είναι μαθητής σε ένα σχολείο μέσα στη φυλακή.
Βλέπετε, το σχολείο ήταν που δεν υπήρχε για τον νεαρό αυτόν άντρα, με το οργισμένο βλέμμα, τη μόνιμα νευρική στάση σώματος και την απαξίωση που επέλεγε ως απάντηση σε όλα. Έκανε υπομονή ο Κ. στο σχολείο και όχι φοίτηση. Έβγαζε τις μέρες όχι παίρνοντας δημιουργικές ανάσες, αλλά μετρώντας τις ώρες για να πάρει το μεροκάματο.
Τα πήρε τα μεροκάματα, μαζί με το απολυτήριο και επέστρεψε στο κελί του. Και όταν ήρθε η επόμενη μέρα, και η επόμενη και η επόμενη και η επόμενη που τελειωμό δεν έχει, γιατί έτσι ίδιες είναι οι μέρες της φυλακής, κατάλαβε ο Κ. που ήταν τόσο καιρό και τι έκανε και τι είχε να κάνει τώρα. Συνειδητοποίησε ο Κ. όταν πια τελείωσε το σχολείο, πόσο καλά περνούσε εκεί, πόσα πράγματα έκανε δίχως να το καταλαβαίνει, πόσο γέμιζαν οι ώρες του, πόσο δυνάμωνε το μυαλό και η καρδιά του όταν οι τέσσερις ώρες του σχολείου, έπαιρναν τη θέση των τεσσάρων τοίχων του κελιού.
Στο κελί, απόφοιτος πια και με απαγόρευση πλέον εισόδου στο σχολείο, κατάλαβε ο Κ. πόσο σημαντική ευκαιρία ήταν η φοίτησή του. Το κατάλαβε όταν ο δρόμος ήταν πια κλειστός. Όταν ήταν πια αργά. Όταν είχε χαθεί η ευκαιρία να το ζήσει πραγματικά. Το κατάλαβε και πικράθηκε τόσο, που στένεψαν γύρω του ακόμη περισσότερο οι τέσσερις τοίχοι του κελιού.
Ο Κ. ήταν τυχερός. Όταν ο ίδιος ήταν πια πραγματικά έτοιμος να αξιοποιήσει την ευκαιρία της φοίτησης, ο δρόμος του άνοιξε, μέσα από το πρόγραμμα του Θερινού Σχολείου.
Ήρθε ο Κ. στην τάξη μου λοιπόν, ένας άλλος Κ. που δούλευε σκληρά, έγινε βασικό μέλος της θεατρικής ομάδας, πήρε ρόλο, έκανε κοπιαστικές πρόβες πρωί πρωί και δίχως καφέ πριν το διάλειμμα, χαμογελούσε, έκανε πλάκα, στήριζε και ενθάρρυνε τους συμμαθητές του, καμάρωνε για την πρόοδό του, μιλούσε με ηρεμία και σεβασμό στη δασκάλα του, ήταν απόλυτα συνεργάσιμος και δεν παραπονέθηκε ποτέ. Κι όλα αυτά, δίχως μεροκάματα, δίχως κέρδος άλλο παρά το προνόμιο να είναι μαθητής.
Το Θερινό και όχι το Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας ήταν η πραγματική ευκαιρία του Κ. κι αυτός την εξάντλησε, την έζησε, την απόλαυσε στο έπακρο και τη σφράγισε, αφήνοντας το στίγμα του έντονο σε μια όμορφη θεατρική παραγωγή.
Όσο ζω, δε θα ξεχάσω το βλέμμα του, ένα πρωινό του Σεπτέμβρη, στον προαύλιο χώρο του σχολείου, την ώρα που κάναμε τσιγάρο και συζητούσαμε ολόκληρη η θεατρική ομάδα για την πρόοδο της παράστασης, όταν γύρισε και μου είπε: “Μαρία, εγώ κατάλαβα όταν έφυγα, τι είναι το σχολείο”. Στα μάτια που έβλεπα μόνο αδιέξοδο θυμό, είδα φωτεινό δρόμο.
Ο Βασίλης Δημάκης είναι ο Κ. που δεν συνάντησα, αλλά καταλαβαίνω. Βοηθήστε να έχει κι αυτός την πραγματική του ευκαιρία. Ζει μόνο για αυτή.

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ ΗΜΕΡΩΝ