Δείτε τί αναφέρει η ανακοίνωση της παράταξης
Πραγματοποιήθηκε στην Καβάλα, 18-20 Μαΐου 2018, το 12ο Εκπαιδευτικό Συνέδριο ΟΛΜΕ/, με θέμα: «το εκπαιδευτικό έργο σε συνάφεια με τους όρους και τις συνθήκες εργασίας των εκπαιδευτικών», με στόχο να καταδειχθεί ότι η υποβάθμιση των όρων και των συνθηκών εργασίας μας επιδρά αναπότρεπτα
στο εκπαιδευτικό έργο, του οποίου η υποβάθμιση έχει με τη σειρά της συνέπειες για τους ίδιους τους μαθητές/τριες και για την ποιότητα του δημόσιου σχολείου.
Ο ρόλος των εκπαιδευτικών συνεδρίων (στα οποία οι αντιπρόσωποι των ΕΛΜΕ δεν εξουσιοδοτούνται για να ψηφίζουν θέσεις, όπως στα συνδικαλιστικά συνέδρια), είναι να δίνουν τη δυνατότητα στον κλάδο, να συζητά και να εμβαθύνει σε εκπαιδευτικά θέματα, έχοντας ως βάση ανοιχτού διαλόγου τις τεκμηριωμένες με επιστημονικό τρόπο εισηγήσεις που παράγονται γι΄αυτόν το σκοπό, από ομάδες εργασίας του ΚΕ.ΜΕ.ΤΕ., στις οποίες είναι ελεύθερη η συμμετοχή όλων. Είναι προφανές, ότι τέτοιες δημοκρατικές διαδικασίες διαλόγου και αντιπαράθεσης, που στηρίζονται σε τεκμήρια (διεπιστημονικές μελέτες, ελληνικές και διεθνείς έρευνες, στατιστικά δεδομένα, κ.λπ.) και καταλήγουν σε πορίσματα που ανταποκρίνονται στις πραγματικές ανάγκες και τους προβληματισμούς των εκπαιδευτικών της τάξης, βοηθούν συνολικά τον κλάδο να αντλεί αξιόπιστα – πειστικά επιχειρήματα και πηγές, ώστε να διεκδικεί αποτελεσματικότερα τα αιτήματά του, σε μια περίοδο μάλιστα, που μεγάλα ζητήματα της δημόσιας εκπαίδευσης είναι ανοιχτά (αδιοριστία, εργασιακά, αναθέσεις, δομές, αξιολόγηση, νέο Λύκειο, κ.ά.).
Αυτόν τον εκπαιδευτικό – τεκμηριωτικό χαρακτήρα του ίδιου του ΚΕΜΕΤΕ και των εκπαιδευτικών συνεδρίων, κάποιες παρατάξεις όχι μόνο δεν τον κατανοούν, αλλά κάνουν ό,τι μπορούν για να τον αλλοιώσουν, διαστρέφοντας τα χαρακτηριστικά του σε συνδικαλιστικά, και τις διαδικασίες του σε στείρες παραταξιακές αντιπαραθέσεις. Με επιχείρημα την επιστήμη που –προφανώς και – δεν είναι ουδέτερη, και τις ισχύουσες καπιταλιστικές συνθήκες κρίσης και εκμετάλλευσης, απαξιώνονται συνολικά επιστημονικές μέθοδοι, πηγές και ερευνητικά δεδομένα, πράγμα που στερεί από τον κλάδο αναγκαία εργαλεία για να μπορεί να αντιπαρατεθεί με επάρκεια και ταυτόχρονα με τις συνδικαλιστικές – κινηματικές του δράσεις, στην επίθεση που δέχεται το δημόσιο σχολείο και οι εκπαιδευτικοί από τις πολιτικές εκείνες (μνημονιακές και μη), που κινούνται σε νεοφιλελεύθερες κατευθύνσεις .
Το 12ο Συνέδριο, παρά το θετικό γεγονός ότι διεξήχθη ομαλά και σε κλίμα δημοκρατικού διαλόγου , σε αντίθεση με το 11ο Συνέδριο, δεν ανταποκρίθηκε επί της ουσίας στον αναμενόμενο ρόλο του, με εμβάθυνση στα ζητήματα και ικανοποιητική συμμετοχική παρέμβαση των συναδέλφων/ισσών από τις ΕΛΜΕ. Υπήρξε, εκτός μικρών εξαιρέσεων, παράθεση συνδικαλιστικών – παραταξιακών εισηγήσεων καταγραφής προβλημάτων, χωρίς καμία προσπάθεια τεκμηριωμένης σύνδεσής τους με το εκπαιδευτικό έργο (η εισήγηση π.χ. για το ασφαλιστικό, ήταν όμοια, χωρίς επικαιροποίηση, με αυτήν που κατέθεσε η ίδια παράταξη δύο χρόνια πριν στο 11ο Συνέδριο). Το πνεύμα που «επικράτησε», ήταν αυτό της αναγωγής των κατευθύνσεων ΟΟΣΑ και ΕΕ σε «ευαγγέλιο» κασσανδρικών προφητειών και αυθαίρετων καταστροφολογικών προβλέψεων, ως ήδη γενόμενων (λες και το εκπαιδευτικό κίνημα δεν αντιτάχτηκε όλα τα προηγούμενα χρόνια με επιτυχία στις κατευθύνσεις ΟΟΣΑ και ΕΕ, και δε θα συνεχίσει –όπως οφείλει- να το κάνει), όπως και σκόπιμων ανακριβειών και αποσιώπησης οποιασδήποτε μικρής ή μεγάλης νίκης του εκπ/κού κινήματος, μην τυχόν και αυτή συνδεθεί με την τωρινή κυβέρνηση.
Επαναλήφθηκαν φαινόμενα διαγκωνισμού για την ιδεολογική «ηγεμονία» και «καθαρότητα», με τις γνωστές τυποποιημένες θέσεις, σε μια προσπάθεια επιβολής τους ως «κυρίαρχων», με τη μέθοδο του στημένου «πλουραλισμού», όπου μια δεκάδα διαφορετικών ομιλητών επαναλαμβάνει τα ίδια, ενώ αποτρέπει ακόμα και να ακουστεί οποιαδήποτε αντίθετη άποψη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ότι ενώ στη συνεδρία για τα εργασιακά δόθηκε χρόνος στη μειοψηφούσα εισήγηση για την ΕΕΚ, οι Παρεμβάσεις παρεμπόδισαν να ακουστεί η εισήγηση της πλειοψηφίας, με τη φράση: «όχι άλλο κάρβουνο για την ΤΕΕ». Τα ίδια επαναλήφθηκαν και στη συνεδρία για την Επιμόρφωση, η οποία ταυτοχρόνως καταγγέλλονταν ως κατεύθυνση αξιολόγησης-χειραγώγησης του ΟΟΣΑ, με την αντίφαση να υιοθετείται από τη μειοψηφική εισήγηση των Παρεμβάσεων πρόταση που είχαν καταψηφίσει στο 18ο Συνέδριο, όταν την κατέθεσαν οι ΣΥΝΕΚ (δωρεάν μεταπτυχιακά από δημόσια Πανεπιστήμια και φορείς για τους εκπαιδευτικούς). Υπήρξε επίσης προσπάθεια να ευτελιστεί η ανάγκη διεκδίκησης δημοκρατικών και συλλογικών διεργασιών στο σχολείο, είτε γιατί «στον καπιταλισμό είναι ανοησία να συζητάμε για δημοκρατία στο σχολείο»(ΑΣΕ/ΠΑΜΕ), είτε γιατί η θεματική της συλλογικότητας δήθεν «παραπέμπει ευθέως στην αξιολόγηση με τη μορφή της αποτίμησης»(Παρεμβάσεις).
Στα παραπάνω, χρειάζεται να προστεθεί η προειλημμένη στάση απαξίωσης των διαδικασιών, των εργασιών και του συλλογικού διαλόγου από την ΑΣΕ/ΠΑΜΕ (σταθερή άρνηση για εκπροσώπηση στο ΚΕΜΕΤΕ, καμία συμμετοχή σε ομάδες εργασίας ή κατάθεση οποιουδήποτε κειμένου, προαποφασισμένη απόρριψη της όποιας παραγόμενης τεκμηρίωσης, εκ των υστέρων κριτική και αντιπαράθεση με κομματικά κείμενα και καταγγελτικές, εναντίον πάντων, ανακοινώσεις). Στην καταστρατήγηση των διαδικασιών παρόμοια στάση έδειξε και η ΑΡΕΝ, επιδιώκοντας «διακριτή» εμφάνιση. Από την άλλη, η ΔΑΚΕ, με την εξαίρεση μελών της σε ΚΕΜΕΤΕ ή ΟΛΜΕ, και παρά τη μεγάλη συμμετοχή της στις ομάδες εργασίας, ήταν ουσιαστικά απούσα και αποστασιοποιημένη, μια που οι «ενδοαριστερές» διαμάχες τη βγάζουν από το κάδρο και ευνοούν την εκλογική της δύναμη και τις αντιπολιτευτικές της επιδιώξεις.
Οι δυνάμεις των ΣΥΝ.ΕΚ. στο 12ο Συνέδριο, στοιχειοθετήσαμε επακριβώς τα σημεία ανάπτυξης και διεκδικήσεων που θα πρέπει να έχει το κίνημα, και όλα όσα μας φέρνουν αντίθετους στις επιχειρούμενες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις. Μέσα από μια πολιτική αντιπαράθεση με επιχειρήματα, προσβλέποντας σε συνθέσεις και ενωτική δράση, περιφρουρήσαμε για μια ακόμη φορά το διάλογο, και τις δημοκρατικές διαδικασίες. Αντιπαρερχόμαστε τα ασύστολα ψέματα και τις γελοίες συκοφαντίες κατά των ΣΥΝΕΚ (περί δήθεν υιοθέτησης νεοφιλελεύθερων πολιτικών, ρεαλισμό υποταγής κ.λπ.) από παρατάξεις που θέτουν με εμμονή τα συμφέροντα του κλάδου στην υπηρεσία των πολιτικών σχεδίων των κομμάτων προέλευσής τους. Είναι προφανές ότι η καραμέλα του κυβερνητικού συνδικαλισμού δε μασιέται πια από τους συναδέλφους/ισσες, που δεν είναι πρόβατα προς καθοδήγηση από τους εργολάβους της «σωτηρίας» του κλάδου, και τους «σοφούς» ηγετίσκους που με καιροσκοπισμό κόβουν, ράβουν ή αποσιωπούν επιλεκτικά τις θέσεις της ΟΛΜΕ, ανάλογα με τα μικροπαραταξιακά τους συμφέροντα.
Για να μπορέσουν να αναβαθμιστούν τα εκπαιδευτικά συνέδρια, παρά τις δυσκολίες που δημιουργεί η κρίση και η πόλωση, θεωρούμε ότι είναι αναγκαίο το άνοιγμα όλων των ζητημάτων στις ΕΛΜΕ, με συγκρότηση ομάδων εργασίας, με πλατιά συμμετοχή των συναδέλφων/ισσών, με κατοχύρωση δημοκρατικών διαδικασιών και ελεύθερου διαλόγου, σε όλες τις συλλογικές διεργασίες και τις αποφάσεις. Επιμένουμε στη στήριξη του ρόλου και της καταστατικής λειτουργίας του ΚΕΜΕΤΕ, γιατί πιστεύουμε ότι έχει πολλά να προσφέρει στην τεκμηρίωση των διεκδικήσεων και των θέσεων της ΟΛΜΕ. Οι παρακαταθήκες υπάρχουν, και το εκπαιδευτικό κίνημα οφείλει να τις αξιοποιήσει.
Ταυτόχρονα, υπερασπιζόμαστε την αυτονομία του συνδικαλισμού από κόμματα και κυβερνήσεις, αγωνιζόμαστε για τη διεύρυνση μικρών και μεγάλων κατακτήσεων του κλάδου, αντιπαλεύοντας με όρους κινήματος και με βάση την πραγματικότητα, κάθε αντιεκπαιδευτικό κυβερνητικό μέτρο που καταστρατηγεί εργασιακά και μορφωτικά δικαιώματα, κάθε προσπάθεια εφαρμογής νεοφιλελεύθερων κατευθύνσεων (ΟΟΣΑ,ΕΕ) και αναδιαρθρώσεων. Βάζοντας σε προτεραιότητα αυτά που μας ενώνουν, θα συνεχίσουμε δίπλα στους μάχιμους συναδέλφους και τις συναδέλφισσές μας, να τους στηρίζουμε στα πραγματικά τους προβλήματα και να δίνουμε ενωτικά τον αγώνα για την προάσπιση και την αναβάθμιση του δημόσιου σχολείου, κόντρα στις μνημονιακές πολιτικές της λιτότητας και των περικοπών.