Νέα δεδομένα στην παραχώρηση δημόσιας ακίνητης περιουσίας προς αξιοποίηση από παραγωγούς διαμορφώνει απόφαση που υπεγράφη χθες από τον υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων, Στ. Αραχωβίτη.
Μια απόφαση που, συμπληρώνοντας το ισχύον καθεστώς, έρχεται να προσφέρει φτηνή παραγωγική γη σε αγρότες και κτηνοτρόφους, να δώσει νέα ώθηση στα συνεργατικά τους σχήματα, αλλά και τη δυνατότητα σε ανέργους της περιφέρειας να κάνουν μια νέα αρχή, με ενίσχυση -σε κάθε περίπτωση- της τοπικής οικονομικής ανάπτυξης.
Μέσω της υπουργικής απόφασης λήγουν από 1ης Νοεμβρίου όλα τα καθεστώτα παραχώρησης που ίσχυαν μέχρι σήμερα και επομένως οι συγκεκριμένες εκτάσεις πρόκειται να αναδιανεμηθούν βάζοντας τον σχετικό νόμο (4061/2012) σε πλήρη ενεργοποίηση. Μια εξέλιξη που, σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση του υπουργείου, «δίνει τέλος σε ένα καθεστώς που μέχρι πρότινος ενίσχυε την αδιαφάνεια, κυρίως στην επιλογή των παραχωρησιούχων». Οπως εξήγησαν πηγές του υπουργείου στην «Εφ.Συν.», υπήρχαν φαινόμενα υπενοικιάσεων και συγκεκριμένα παραχωρησιούχοι που έπαιρναν πολλά στρέμματα και τα υπενοικίαζαν με τη σειρά τους σε άλλους, μη δικαιούχους.
Από την 1η Νοεμβρίου, οπότε λήγουν οι ισχύουσες παραχωρήσεις, πρόκειται να αναδιανεμηθούν τα παραγωγικά ακίνητα που βρίσκονται στην ιδιοκτησία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, τα οποία, σύμφωνα με πληροφορίες της «Εφ.Συν.», προσεγγίζουν συνολικά τα 500.000 στρέμματα ανά τη χώρα, με το μεγαλύτερο μέρος τους να βρίσκεται σε Μακεδονία και Θράκη (η συνολική ακίνητη περιουσία του υπουργείου εκτιμάται στο 1 εκατ. στρέμματα).
H μοριοδότηση
Οπως ενημερώνει το υπουργείο, καλλιεργήσιμες εκτάσεις ή βοσκότοποι θα παραχωρηθούν σε κατά κύριο επάγγελμα αγρότες ή κτηνοτρόφους, αλλά και σε ανέργους, με συμβολικό αντίτιμο που η νομοθεσία προσδιορίζει σε μάξιμουμ 5 ευρώ ανά στρέμμα ετησίως. Εάν το σύνολο μιας έκτασης δεν υπερβαίνει τα 100 στρέμματα, τότε τη διαχείριση των παραχωρήσεων την αναλαμβάνουν οι Περιφέρειες. Για εκτάσεις άνω των 100 στρεμμάτων αρμόδιο είναι το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης.
Οι παραχωρήσεις θα γίνουν με βάση τα κριτήρια και τη μοριοδότηση που προβλέπονται στον ν. 4061/2012 ή με διαγωνισμό, ενώ η χρονική διάρκεια των συμβάσεων που θα συναφθούν μπορεί να κυμαίνεται μεταξύ 5 και 25 ετών (με δυνατότητα παράτασης 10 έτη κατ’ ανώτατο όριο).
Επισημαίνεται ότι η μοριοδότηση του 4061/2012 πριμοδοτεί την εντοπιότητα, τους νέους αγρότες αλλά και τους κατόχους μικρού (ιδιόκτητου ή μισθωμένου) κλήρου. Ωστόσο υψηλότερη μοριοδότηση παρέχεται σε αγροτικούς συνεταιρισμούς ή ομάδες παραγωγών με δέσμευση καλλιέργειας.
Ενδεικτικά μοριοδοτείται με 100 βαθμούς ένας καλλιεργητής (ή άνεργος ιδιοκτήτης) έκτασης έως 4 στρεμμάτων και με 10 βαθμούς κάποιος που εκμεταλλεύεται ή κατέχει έκταση μεταξύ 80-100 στρεμμάτων.
Μοριοδότηση 180 βαθμών προβλέπεται για ανέργους εγγεγραμμένους στον ΟΑΕΔ. Μοριοδότηση 300 βαθμών προβλέπεται για αγροτικούς συνεταιρισμούς ή ομάδων παραγωγών με δέσμευση καλλιέργειας για: α) παραγωγή τροφίμων (φυτικής ή ζωικής προέλευσης) ενταγμένων στον στρατηγικό σχεδιασμό της Περιφέρειας όπου βρίσκεται το ακίνητο, β) για παραγωγή χονδροειδών ή συμπυκνωμένων ζωοτροφών και γ) για βόσκηση.
Σε περιπτώσεις «ισοβαθμίας» προκρίνεται αρχικά ο μόνιμος κάτοικος της περιοχής και ακολούθως ο νεότερος σε ηλικία υποψήφιος, σύμφωνα πάντα με τον ν. 4061/2012. Η μοριοδότηση αφορά εκτάσεις έως 100 στρεμμάτων, πλην της περίπτωσης χρήσης ακινήτου για βόσκηση όπου δεν υπάρχει στρεμματικός περιορισμός. Ωφελούμενοι θα είναι και ακτήμονες αγρότες και γεωργοκτηνοτρόφοι και οι οργανώσεις τους (π.χ. παραγωγοί στη λίμνη Κάρλα). Θα αξιοποιηθούν επίσης κληροδοτήματα. Εξετάζεται ο τρόπος ενσωμάτωσής τους στην ψηφιακή πλατφόρμα μίσθωσης του ΟΠΕΚΕΠΕ που έχει δημιουργηθεί ήδη.
Εκτιμάται ότι η πολιτική παραχώρησης φτηνής γης θα ανοίξει προοπτικές τόσο για όσους παραγωγούς θέλουν να επεκτείνουν τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις τους όσο και για όσους νέους θέλουν να κάνουν τα πρώτα τους βήματα στον πρωτογενή τομέα.
Βασικοί στόχοι του συγκεκριμένου μοντέλου μίσθωσης παραγωγικών ακινήτων του Δημοσίου είναι, πέραν της στήριξης της αγροτικής δραστηριότητας, να καταστούν πιο ανταγωνιστικές υπάρχουσες εκμεταλλεύσεις -μέσω της μείωσης του κόστους παραγωγής- αλλά και ενισχυθεί η κουλτούρα συνεκμεταλλεύσεων, με απώτερο σκοπό την ενίσχυση του συνεταιριστικού κινήματος.