Αρθρο του Στέλιου Ντικούλη, Ηθοποιού με αφορμή τη σημερινή παγκόσμια ημέρα θεάτρου
Σάτιρα: «Λογοτεχνικό είδος (έμμετρο ή πεζό), στο οποίο με τρόπο σκωπτικό, ασκείται κριτική σε πρόσωπα και καταστάσεις, της κοινωνίας, με σκοπό τη διόρθωσή τους.» Λεξικό Γ. Μπαμπινιώτη.
Επιθεώρηση: «Είδος θεατρικής τέχνης, που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα, το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα. Χαρακτηρίζεται από εναλλαγές πράξεων, δηλαδή αλλεπάλληλων σκηνών μουσικής, τραγουδιού, χορού, διαλόγων, μπαλέτων κλπ. Τα κυρίαρχα στοιχεία της είναι ο κωμικός λόγος, η σάτιρα, ο αναχρονισμός και η αμφισβήτηση της πολιτικής και κοινωνικής επικαιρότητας.
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ
Λυτρωτικό ευτύχημα αποτελεί η αρχαία μας πνευματική κληρονομιά. Οι τέχνες και τα συγγράμματα των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, αποτελούν μέχρι τις μέρες μας, ιστορικά αριστουργήματα, της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Σ’ αυτό το πλαίσιο, ο Αριστοφάνης –ο πρώτος διδάξας-, δημιούργησε ένα πρωτόγνωρο λογοτεχνικό είδος. Την σάτιρα. Μια θεατρική κατηγορία, με απώτερο σκοπό την στηλίτευση, την καταγραφή των κακώς κειμένων της κοινωνικής πραγματικότητας μέσο του γέλιου και της ψυχαγωγίας. Έργα που επιδιώκουν, όχι μόνο το «ξεμπρόστιασμα» των νοσηρών εκδηλώσεων της ανθρώπινης συμπεριφοράς, της εκάστοτε θεσμικής και κυβερνητικής λειτουργίας, αλλά προσφέρουν και «αντιπρόταση» ήθους και αρετής.
Η Ελληνική κοινωνία, στο πέρασμα των αιώνων μέσα από καταστροφές, πολέμους και ολέθρους, πάντα έβρισκε τρόπους επιβίωσης και πάντα επαναπροσδιόριζε την κοινωνική της υπόσταση και συνοχή. Το θέατρο με τα είδη του, ανέκαθεν ήταν ένα από τα πιο ισχυρά όπλα αντίστασης, που υπήρχαν στη φαρέτρα ενός περήφανου λαού.
ΤΟ ΣΗΜΕΡΑ
Στα χρόνια της μνημονιακής Ελλάδας, της ένδειας –κυρίως πνευματικής- ο ρόλος της σάτιρας και της επιθεώρησης, καθίσταται απαραίτητος. Η άλλη οπτική, η σκωπτική πλευρά, η σατιρική καταγραφή- διακωμώδηση της κοινωνικής παθογένειας-, είναι οι συνισταμένες που συχνά παίζουν τον ρόλο του διαμορφωτή της κοινής γνώμης και ενδεχομένως να επηρεάζουν συνειδήσεις.
Ποιος θα «εκθέσει» τις εκάστοτε πολιτικές «αλχημείες» του εκάστοτε κομματικού κράτους; Ποιος θα πολεμήσει το «Στην Ελλάδα είσαι ότι δηλώσεις;» που σοφά ανέφερε ο Γ. Τσαρούχης; Με ποιον τρόπο, θα καταγγελθούν τα «προσωπεία εκμετάλλευσης» από ανίδεους; Πόσο σπουδαία είναι η λειτουργία της σάτιρας! Να κάνεις τους άλλους να γελάσουν και παράλληλα να τους διαπαιδαγωγείς; «Για να κάνεις τους άλλους να γελάσουν, πρέπει πρώτα να κλάψεις πολύ», ανέφερε ο Γ. Ρίτσος. Από την άλλη, ένας λαός ως επί το πλείστον παθητικός τηλεθεατής των υπερθεαμάτων σαπουνόφουσκας, δέκτης των προσωπικών ιστοριών των τηλεστάρ, ανούσιων σειρών με σενάρια και ερμηνείες ηθοποιών, που «ξεπετάνε» ρόλους, πρέπει επιτέλους να «αφυπνιστεί». Μια «αφύπνιση», που γίνεται ανεπίτευκτη, όσο ο πνευματικός κόσμος, βρίσκεται στα μετόπισθεν, βολεμένος σε λήθαργο και συμβιβασμούς. Πώς να επιβιώσει το κοινωνικό σύνολο, τη στιγμή που έχει μετατραπεί σε μάζα, σε όχλο με συνθήκες ζούγκλας –κάτι που διαπιστώνει εύκολα κανείς στην οδήγηση, στα νοσοκομεία, στις δημόσιες υπηρεσίες, στις κοινωνικές και προσωπικές του σχέσεις, όπου πίσω από χαμόγελα κρύβονται πάσης φύσεως ιδιοτέλειες κοκ.-. Ένας λαός που νυχθημερόν «βομβαρδίζεται» με ψεύτικα πρότυπα ζωής και καταναλωτικές εξαρτήσεις.
Πολλοί έχουν χαρακτηρίσει την σάτιρα- επιθεώρηση, ως προϊόν φτηνής υποκουλτούρας. Σε μερικές περιπτώσεις δικαίως, γιατί στις μέρες μας, η σάτιρα ζει σε παρακμιακό επίπεδο. Ελάχιστοι σατιρικοί καλλιτέχνες, υπηρετούν την σάτιρα, συνήθως τα κείμενα είναι φτωχής ποιότητας και οι σατιρικές προσπάθειες εξαντλούνται σε «μαϊμουδισμούς» και α-κείμενους εκχυδαϊσμούς.
Εν κατακλείδι, η σάτιρα- επιθεώρηση, πρέπει να επαναπροσδιοριστούν και να ανακτήσουν τη «λειτουργική» τους θέση. Να βρίσκονται στο σημείο εκείνο της εύστοχης κριτικής, της αναντίρρητης αλήθειας, της αδίχαστης κοινωνικής ψυχαγωγίας, της διαπαιδαγώγησης μέσα από το γέλιο και της εξυπηρέτησης της κοινωνικής λειτουργίας.
«Η Ελλάδα πρέπει να πρωταγωνιστεί για τον πολιτισμό. Αυτή είναι η κληρονομιά της, αυτό είναι η περιουσία της, και αν τη χάσουμε δεν είμαστε ΚΑΝΕΙΣ». Μ. Μερκούρη.