Εντονη διαμάχη έχει ξεσπάσει μεταξύ του Δικηγορικού Συλλόγου Λάρισας και της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων με αφορμή ανακοίνωση που εξέδωσε την Πέμπτη η διοίκηση του συλλόγου διαμαρτυρόμενη για τη συμπεριφορά μίας Εφέτη που επιχείρησε να διορίσει αυτεπάγγελτα συνήγορο σε υπόθεση που δίκαζε αγνοώντας το αίτημα του συνηγόρου υπεράσπισης για αναβολή λόγω κωλύματος
στο πρόσωπό του.
Η διοίκηση του Δ.Σ. εξέδωσε για το θέμα την παρακάτω ανακοίνωση αποφασίζοντας και αποχή για χθες Δευτέρα.
Στην ανακοίνωση απάντησε η Ενωση Δικαστών – Εισαγγελέων για να ανταπαντήσει στη συνέχεια η διοίκηση του συλλόγου.
Ο ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
Στην πρώτη ανακοίνωση της διοίκησης του συλλόγου (4/4) αναφέρονται τα εξής:
«Το Διοικητικό Συμβούλιο του Δικηγορικού Συλλόγου Λάρισας συνήλθε εκτάκτως με αφορμή τη συμπεριφορά της προεδρεύουσας κατά τη σημερινή δικάσιμο στο Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων, η οποία αφαίρεσε το δικαίωμα της υπεράσπισης από συνήγορο, απορρίπτοντας αίτημα αναβολής που προέβαλε βάσιμα για κώλυμα στο πρόσωπο του και επιχείρησε να διορίσει άλλους δικηγόρους με τη διαδικασία του αυτεπάγγελτου διορισμού, χωρίς καν να διερευνήσει τη δυνατότητα διακοπής της συνεδρίασης σε άλλη ημερομηνία.
Η συγκεκριμένη εφέτης κατά το ίδιο περιστατικό επέδειξε αγενή συμπεριφορά και στο πρόσωπο της Προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Λάρισας, ενώ και κατά το παρελθόν επανειλημμένως απαξίωσε τον θεσμικό ρόλο των δικηγόρων ως συλλειτουργών της Δικαιοσύνης.
Για τους λόγους αυτούς το Δ. Σ. ομόφωνα,
ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΕ απερίφραστα τη συμπεριφορά της κ. Εφέτη.
ΑΠΟΦΑΣΙΣΕ την αποχή των μελών του Δικηγορικού Συλλόγου Λάρισας από τα καθήκοντα τους κατά τις συνεδριάσεις των ποινικών δικαστηρίων στη σύνθεση των οποίων θα συμμετέχει η συγκεκριμένη εφέτης
ΑΠΕΣΤΕΙΛΕ αναφορά σε όλες τις Προϊστάμενες Αρχές».
Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Στην απάντησή της η Ενωση Δικαστών Εισαγγελέων αναφέρονται τα παρακάτω:
«Δημοσιοποιήθηκε την προηγούμενη εβδομάδα απόφαση του Δικηγορικού Συλλόγου Λάρισας περί αποχής των μελών του από τα καθήκοντά τους στις συνθέσεις των ποινικών δικαστηρίων στις οποίες θα συμμετέχει συγκεκριμένη Εφέτης. Ο λόγος της αποχής αφορά -σύμφωνα με την ανακοίνωση του Συλλόγου- στο ότι η Δικαστής αφαίρεσε το δικαίωμα υπεράσπισης από συνήγορο, απορρίπτοντας αίτημα αναβολής και επιχείρησε να διορίσει άλλους δικηγόρους με την διαδικασία του αυτεπάγγελτου διορισμού, χωρίς να διερευνήσει τη δυνατότητα διακοπής της συνεδρίασης σε άλλη ημερομηνία. Οφείλουμε ωστόσο για την πλήρη αποκατάσταση της αλήθειας να παραθέσουμε τα εξής στοιχεία: Στη συγκεκριμένη υπόθεση, κακουργηματικού χαρακτήρα, πράγματι ζητήθηκε αναβολή για μια ποινική υπόθεση που είχε 5 κατηγορούμενους και η οποία είχε ήδη αναβληθεί στο παρελθόν για τον ίδιο λόγο. Η Δικαστής απέρριψε το αίτημα νέας αναβολής και προχώρησε στον αυτεπάγγελτο διορισμό συνηγόρου όπως είχε υποχρέωση κατά το νόμο. Δεν χρειάζεται κατ’ αρχήν να τονίσουμε το αυτονόητο περί της ελεύθερης δικαιοδοτικής κρίσης του Δικαστή να αποφασίζει κατά περίπτωση εάν συντρέχει λόγος αναβολής ή διακοπής της δίκης, χωρίς να χρειάζεται τη σύμφωνη γνώμη του κατηγορουμένου. Σε κάθε περίπτωση μετά την απόρριψη του αιτήματος αναβολής και τον αυτεπάγγελτο διορισμό δικηγόρου ακολούθησε η απόφαση περί διακοπής της συνεδρίασης σε άλλη δικάσιμο. Στην μετά τη διακοπή συνεδρίαση ο κατηγορούμενος δεν αποστερείται του δικαιώματός του να παρασταθεί και με τον δικηγόρο της επιλογής του. Επομένως ούτε στέρηση του δικαιώματος υπεράσπισης υπήρξε, ούτε άρνηση της Δικαστού να διακόψει τη συνεδρίαση σε άλλη δικάσιμο. Αυτό ωστόσο που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι εντελώς ανεπίτρεπτα και πέρα από κάθε δικονομικό κανόνα η Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου, η οποία δεν είχε καμία σχέση με την υπόθεση, εισήλθε στην αίθουσα του Δικαστηρίου, ζητώντας από την Δικαστή εξηγήσεις για τον λόγο της αναβολής. Πρέπει να γίνει σαφές και κατανοητό ότι η βελτίωση των συνθηκών απονομής της Δικαιοσύνης δεν αποτελεί ευχολόγιο αλλά πέρα από τις αναγκαίες νομοθετικές μεταβολές και την ενίσχυση της κρατικής χρηματοδότησης για στήριξη των δομών της Δικαιοσύνης, περνάει μέσα από αλλαγές σε νοοτροπίες και συμπεριφορές. Εμπρηστικές ανακοινώσεις σε βάρος δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών που επιτελούν το καθήκον τους με ανιδιοτέλεια μέσα σε εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες, δημόσια έκθεσή τους με αποχές συνεδριάσεων στις συνθέσεις στις οποίες συμμετέχουν και απειλές αναφορών σε όλες τις Αρχές, αφενός δεν στέκονται ικανές να τους επηρεάσουν και αφετέρου δυναμιτίζουν χωρίς λόγο το κλίμα αλληλοσεβασμού που πρέπει να διέπει τις σχέσεις μεταξύ όλων των παραγόντων της δίκης».
Η ΑΝΤΑΠΑΝΤΗΣΗ
Δίνοντας συνέχεια στη διαμάχη, η διοίκηση του Δικηγορικού Συλλόγου στην ανταπάντησή της επισημαίνει τα παρακάτω:
«Ο Δικηγορικός Σύλλογος Λάρισας κατανοεί απολύτως τη συναδελφική αλληλεγγύη της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων προς το μέλος της, δεν αντιλαμβάνεται όμως το λόγο της εσφαλμένης παράθεσης των γεγονότων όπως αυτά εκτίθενται στην ανακοίνωση.
Το δικαίωμα επιλογής του Δικηγόρου Υπερασπίσεως ανήκει αποκλειστικά και μόνο στον κατηγορούμενο και όχι στο Δικαστή. Αυτό αποτελεί θεμελιώδες Συνταγματικό Δικαίωμα του πολίτη, ρητώς κατοχυρωμένο και από την ΕΣΔΑ. Η παρέμβαση του Δικηγορικού Συλλόγου Λάρισας, υπήρξε αναγκαία και επιβεβλημένη και χωρίς αυτή είναι βέβαιο ότι θα καταργείτο το ως άνω βασικό δικαίωμα του κατηγορουμένου, γεγονός που επιχειρήθηκε ήδη από τη συγκεκριμένη Δικαστή χωρίς επιτυχία εξαιτίας της αρνήσεως των διορισθέντων από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως Δικηγόρων να αποδεχθούν τον διορισμό τους. Είναι αυταπόδεικτο ότι εάν υπήρχε πρόθεση διακοπής της δίκης δεν θα επιχειρούνταν επανειλημμένως ο διορισμός αυτεπαγγέλτως συνηγόρων υπεράσπισης. Χωρίς δε την παρέμβαση του Δ.Σ. του Δικηγορικού Συλλόγου Λάρισας και της Προέδρου του και την πραγματοποίηση της αποχής των Δικηγόρων καμία διακοπή της δίκης δεν θα εγένετο και η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων δεν θα είχε ως επιχείρημά της ούτε την παραπάνω δικαιολογία.
Η αναφορά της Ε.Δ.Ε. ότι η Πρόεδρος «ανεπίτρεπτα εισήλθε στην αίθουσα του δικαστηρίου ζητώντας από την δικαστή εξηγήσεις για την απόρριψη του αιτήματος αναβολής» αφενός μεν δεν απεικονίζει την πραγματική εξέλιξη των γεγονότων αφετέρου καταδεικνύει το πώς αντιλαμβάνεται η ένωση την θεσμική θέση του Προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων των μελών του και στον σεβασμό που πρέπει να απολαμβάνει κατά την άσκηση των καθηκόντων του.
Το συμφέρον της Δικαιοσύνης και του πολίτη είναι υπεράνω κάθε συνδικαλιστικού δικαιώματος και κάθε κακώς εννοούμενης συνδικαλιστικής αλληλεγγύης».