ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ ΤΟΥ ΤΥΡΝΑΒΟΥ (1/9/1881)  ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΗΜ. ΑΝΔΡΕΑΔΗ.

Από την Κωνσταντινιά Πατσή*

Ο Δημοσθένης Μ. Ανδρεάδης (1869-1952), γεννήθηκε στον Τύρναβο Θεσσαλίας. Εργάστηκε ως δάσκαλος και, στη συνέχεια, ως Επιθεωρητής Δημοτικής Εκπαιδεύσεως. Υπήρξε από τους συντάκτες του βενιζελικού “Αλφαβηταρίου” της Συντακτικής Επιτροπής (1919), που έμεινε στην ιστορία ως “Το αλφαβητάρι με τον ήλιο”,

από το εξώφυλλο του ζωγράφου Κωνσταντίνου Μαλέα.

Την 1η Σεπτεμβρίου 1881 ο Δημοσθένης Μ. Ανδρεάδης ήταν 12 ετών και περιγράφει την απελευθέρωση του Τυρνάβου με τα παρακάτω λόγια:

«Καλοκαιριάτικη ολότελα ξημέρωσε η  πρώτη Σεπτεμβρίου του 1881 στον Τύρναβο, την πατρίδα μου. Ολόλαμπρος πρόβαλε σ’ αυτή, από την πρώτη στιγμή, ήλιος εκείνη την ημέρα πίσω απ’ τον Κίσσαβο. Λες και βιαζόταν, πλημμυρίζοντας με τη θάλασσα των χρυσών αχτίδων του τη μικροπολιτεία μας, να την ξυπνήσει  το γρηγορότερο, για να της μηνύσει κάποια πολύ ευχάριστη είδηση. Παρόλη, όμως, τη μεγάλη βιασύνη του, δεν κατώρθωσε αυτό, που ζητούσε. Τη βρήκε στο πόδι όλη, όπως και την άφησε, όταν πήγαινε να βασιλέψει…. Μα και πώς μπορούσε η  μικροπολιτεία αυτή να κλείσει  μάτι εκείνη τη βραδιά ύστερ’ απ’ το χαρμόσυνο μήνυμα, που  σκορπίστηκε στις τέσσερις άκρες της από το δειλινό της προηγούμενης μέρας ;

«Αύριο το πρωί παραδίνεται ο Τύρναβος στους Έλληνες». Κι αυτό το μήνυμα βγήκε από επίσημο στόμα.

Το απόγευμα της προηγούμενης ημέρας, ο μιραλάης, δηλαδή ο Τούρκος διοικητής του Τυρνάβου, προσκάλεσε τους Τυρναβίτες προύχοντες στο «Κονάκι», το στρατιωτικό διοικητήριο και τους ανακοίνωσε τη μεγάλη είδηση της αποχώρησης των τουρκικών στρατευμάτων. Τότε και τους σύστησε να λάβουν τα  μέτρα τους, ώστε να  φυλάξουν μόνοι τους την πόλη οι κάτοικοι τη νύχτα εκείνη, όπως μπορέσουν. Οι στρατιώτες του θα είχαν άλλες, σπουδαιότερες, δουλειές αυτές τις ώρες….

Έτσι διαλαλήθηκε  από κείνη την ώρα η είδηση, που έκαμε την πόλη μας να ξαγρυπνήσει αυτή τη βραδιά. Μα και η  σύσταση του μιραλάη δεν πήγε  ανώφελη. Γιατί με την πρόχειρη πολιτοφυλακή, που σχηματίστηκε  από όλες τις τάξεις των  πολιτών, φυλάχτηκε πολύ καλά ο Τύρναβος  εκείνο τό βράδυ, κι έτσι κανένα δυσάρεστο επεισόδιο δεν έγινε στους συμπολίτες μου. Ο ήλιος, αφού  για στερνή φορά την καλονύχτισε σκλαβωμένη, την άλλη μέρα τη χαιρέτισε ελεύθερη, χωρίς  ν΄αγγιχτεί  ούτε μια τρίχ’ απ’ το κεφάλι των κατοίκων της. Η λευτεριά της ήρθε «στο κουφνούλι»*, όπως ακριβώς άκουγα τόσες φορές τον παππού μου να το βεβαιώνει  στην παρέα του, πως θα μας έρθει το « Ελληνικό ». ’Απαράλλαχτα δηλαδή, όπως μας στέλνουν οι φίλοι μας τα δώρα τους μέσα στό καλάθι!  έτσι πραγματικά ήρθε στην τυχερή τότε Θεσσαλία μας η ελευθερία  της…

Και  να  τώρα! Ξεκινώντας απ’ τα σπίτια τους πρωί πρωί οι  ξαγρυπνισμένοι πατριώτες μου, διευθύνονται παρέες – παρέες κατά τη στρατώνα, που  είναι δίπλ’ από τα δεξιά του Ξεριά, του αρχαίου ξεροποτάμου Τιταρήσιου και  στο  έμπα της μικροπολιτείας μας, για να καλοδεχτούν τη λευτεριά τους. Εκεί, έξω άπ’ την πόλη, στηνόταν βιαστικά κι απ’ τα χαράματα μεγάλη αψίδα, απ’ όπου θα  περνούσε ο ελληνικός στρατός, που  θαρχόταν απ’ τη  Λάρισα, φέρνοντας μαζί του «στο κουφνούλι» το  πολύτιμο δώρο της μεγάλης μητέρας μας, της Ελλάδας, και  σ’ εμάς  τ’ απολησμονημένα παιδιά της…..

Μαζί με τους πρώτους προχωρούμε εγώ κι ο  πατέρας μου, καπελλωμένοι, φραγκοφορεμένοι και  πανευτυχισμένοι  κι’ οι  δυό. Εγώ, γιατί πρώτη φορά στη ζωή μου φορούσα καπέλλο, κι  ο  πατέρας μου, γιατί πρώτη φορά θ’ αντίκρυζε σε  λίγο ελληνικό στρατό.

Έτσι προχωρώντας, αφού  περάσαμε την παλιά βυζαντινή μακρόστενη γέφυρα του  Ξεριά, αρχίσαμε να προσπερνούμε πολύ κοντά κι απ’ την ανατολική πλευρά του το απέραντο ολοπέτρινο τετράγωνο της στρατώνας. Μια  ανείπωτη μουγκαμάρα ξεχυνόταν από μέσα της εκείνη την ώρα. Αυτό το απέραντο και, θαρρείς, ατέλειωτο χτίριο, που  40 χρόνια στη σειρά από το χτίσιμό του έδειχνε με χίλιους δυο  τρόπους τη  ζωντάνια του, ήταν εκείνο το πρωί βουβό και άλαλο. Ούτε σαλπίσματα, ούτε προστάγματα στρατιωτικών γυμνασίων, ούτε τρεχάματα αλόγων, ούτε μεγαλόφωνες ευχές στο  Θεό από μέρος των στρατωνισμένων: «Πατισαχίμτσόκ γιασά!» δηλαδή «πολυχρονεμένος νάναι ο  βασιλιάς μας!» ακούονταν τότε, σαν άλλοτε. Μα ούτε και καμμιά ανθρώπινη μορφή πρόβαλλε  εκείνη τη  στιγμή από τα  αμέτρητα παράθυρα των απέραντων θαλάμων της στρατώνας αυτής. Μονάχα οι απαίσιες στη μορφή και στη φωνή τους καλιακούδες, οι  κάργιες δηλαδή, καθισμένες στη σειρά πάνω στο σαμάρι της σκεπής, εξακολουθούσαν τις πένθιμες κραξιές τους: «Κρρ! κρρ! κρρ!….»

Ποιός ξέρει! Ίσως να ήθελαν να θυμίσουν μ’ αυτές στους διαβάτες της στιγμής εκείνης το ξεφωνητό του Λατίνου ποιητή : «Sic transit gloria mundi», δηλαδή «Έτσι περνάει του κόσμου η  δόξα»….

Μα  νά! Για  απόδειξη, πως δεν αλήθευε για την περίσταση εκείνη το  νόημα των κραξιών αυτών, προβάλλει τη σιλουέττα του ένας Τούρκος φρουρός απ’ τη  μεσιανή πόρτα της στρατώνας. Είναι τη  στιγμή αυτή μοναδικός αντιπρόσωπος της καταλυόμενης σουλτανικής εξουσίας στη  σκλαβωμένη από 460 χρόνια πατρίδα μου. Εξόν από το όπλο, που ακουμπά στον ώμο, έχει φορτωμένο στις πλάτες και τον γυλιό του. Και, καθώς είναι ποδεμένος με τα γουρουνοτσάρουχά του, δείχνει πως ετοιμάζεται για φευγιό.

Και  στ’ αλήθεια! Μόλις αντίκρυσε το πλήθος εκείνο του κόσμου, που ερχόταν πίσω μας, σα να  φοβήθηκε, μήπως τον πιάσει  και  τον κρατήσει  αιχμάλωτο, τόβαλε στα πόδια κι άρχισε να τρέχει  κατά το  Μπουγάζι ! Έτσι κόπηκε  απ’ την πατρίδα μου κι ο τελευταίος κρίκος της πολύχρονης τουρκικής σκλαβιάς της.

Σε λίγο η μικρή πλατεία, όπου είχε στηθεί  αψίδα, γεμίζει από κόσμο. Οι μαστόροι εξακολουθούν ακόμη το συγύρισμά της, μα  και το πλήθος ολοένα τον ερχομό του. Οι πιο πολλοί είναι άντρες κι’ αγόρια, μεγάλα και  μικρά. Μόλο που  είναι καθημερινή, όλοι φορούν τα γιορτινά τους — μακρυά ίσαμε τα πόδια με ένα πολύ κοντό τσόχινο σακκάκι οι νοικοκυραίοι, χοντροΰφασμένη άσπρη πουκαμίσα η φτωχολογιά  κι’ όλοι με σιδερωμένο κοντό κόκκινο φέσι στο κεφάλι και  πλατύ, χρωματιστό, μάλλινο ζουνάρι, γυρισμένο σε κόμπο χοντρό καταμεσής στο στήθος. — «Στενά », παντελόνια δηλαδή, πολύ λίγοι φορούν και οι  καπελλωμένοι μετριούνται στα δάχτυλα του  ενός χεριού. Γυναίκες πολύ λίγες βγήκαν, για να  καλοδεχτούν «τό Ελληνικό». Όλες μεσόκοπες, φορούν μακριές μάλλινες μεταξωτές φούστες και  μπολερά τσόχινα μεταξωτά — σαλταμάρκες—.  Είναι ζωσμένες με μεγάλα θηλυκωτά χρυσοκαπνισμένα ζουνάρια κι’ όλες κεφαλοδεμένες,  οι πιο ηλικιωμένες με ασημένιο «τεπέ» πάνω από το φέσι  και οι πιο  νέες με τυλιγμένα τα μαλλιά τους σε μεταξωτή «σκέπη». Μονάχα οι δασκάλισσες του νηπιαγωγείου και  του παρθεναγωγείου φορούν καπέλλα και  είναι ντυμένες ευρωπαϊκά.

Οι μαθήτριες όλες στα κάτασπρα ντυμένες, με θαλασσιές ζώνες στη  μέση και  κορδέλλες στο κεφάλι. Ενώ οι μαθητές των 2 «αρρεναγωγείων», οι οποίοι συνοδεύονταν από τους δασκάλους των, είναι όλοι ντυμένοι με αντεριά και ξεσκούφωτοι. Νέα γυναίκα και  ανύπαντρη κοπέλλα δε φαίνεται καμμία. Στην υποδοχή δεν παραβρέθηκαν επίσης  και οι  μαθητές του  Ελληνικού  σχολείου, γιατί έτυχε να μην έχουν τότε δάσκαλο. Ο Αθαν. Ζαφειριάδης , που  ίσαμε τότε διεύθυνε το σχολείο μας αυτό από χρόνια, αποφασισμένος να πολιτευθεί , είχε παραιτηθεί  απ’ τη θέση του. Μαζί  με τους Χριστιανούς, που  είχαν μαζευθεί  στο μέρος εκείνο, για να  καλοδεχτούν « το Ελληνικό», θυμάμαι, είχαν έρθει καί 5 — 6  Οθωμανοί συμπολίτες μας-όχι βέβαια από λεπτότητα φερσίματος, όσο από σκοπιμότητα.  Με οποιοδήποτε όμως σκοπό κι αν ήρθαν τότε στην υποδοχή, ο ερχομός τους δεν τους εζημίωσε. Γιατί το επεισόδιο αυτό καθώς και το  κατοπινό πολύ – πολύ ευγενικό φέρσιμό τους στους αξιωματικούς και τους υπαξιωματικούς του ελληνικού στρατού, που έμεινε μόνιμα στον Τύρναβο, στάθηκαν αιτία να γίνουν τα χαϊδεμένα παιδιά εκείνων. Και τόσο πολύ, ώστε να σχολιάζεται πικρόχολα από τους Χριστιανούς η διακριτική αυτή διαγωγή των ελευθερωτών τους στρατιωτικών προς τους Τούρκους.

Θα  είχαν περάσει πιο πολύ από δύο ώρες, όταν ακούστηκαν από μακρυά τα πρώτα σαλπίσματα και  τα χαρούμενα ξεφωνητά: «’Έρχουντι! έρχουντι!» Και  νά! Σε λίγο βλέπουμε όλοι, οι μαζεμένοι εκεί , μια τετράδα καβαλλάρηδων σαλπιχτών να προβάλλει  από την καμπή του δημόσιου δρόμου και  πίσω απ’ αυτούς ακούμε να καλπάζει  ολόκληρη ίλη ιππικού μ’ επικεφαλής μουσική μπάντα, που  άρχισε να παίζει  στρατιωτικό εμβατήριο.

Αφοσιωμένος ως  τότε στο  να  κοιτάζω και  να  θαμάζω το  πλατύ γείσο του  πρωτοφόρετου καπέλλου μου, ξαφνιάστηκα και τάχασα κυριολεχτικά με ό,τι έβλεπα και  άκουγα εκείνη τη στιγμή. Και τόσο πολύ, ώστε να μου φαίνεται, πως  ονειρευόμουν.

Μα και  πώς να μην τα χάσει  ένα δωδεκαχρονίτικο μικρόπαιδο, σαν εμένα, που  ίσαμε τότε δεν είχε βγει  έξω απ’ τον Τύρναβο, κι ως εκείνη την ημέρα δεν είχε  ακούσει άλλα μουσικά όργανα εξόν από πίπιζες, νταούλια, κλαρίνα και  βιολιά; Μα και  σάμπως είχα ξαναϊδεί κι άλλοτε χρυσά γαλόνια και σπαθιά ξεγυμνωμένα και τόσο όμορφα ντυμένους αξιωματικούς και  στρατιώτες, που έβλεπα εκείνη τη στιγμή;  Γι αυτό και δεν  μπόρεσα να  κρατήσω τίποτε στη θύμησή μου από δω και πέρα ίσα με που  πέρασε  όλος  ο  στρατός κάτω απ’ την αψίδα, εξόν απ’ τη  σεβάσμια μορφή του  ξανθόμαλλου  γεροντάκου αρχηγού  του  στρατού εκείνου  και τα αραιά και  ξεψυχισμένα «Ζήτου ου ου !» του πλήθους.

Ούτε πώς έγινε από τον Μανώλη Μουζά , προσωρινό  τότε δήμαρχο,  η προσφώνηση για την παράδοση της πόλης μας και η  αντιφώνηση για την  παραλαβή της από τον αρχηγό του στρατού,  ούτε πότε συστήθηκαν οι δημογέροντες και οι Οθωμανοί συμπολίτες μου στον ίδιο, ούτε πότε τραγουδήθηκε απ’ τις μαθήτριες του ανώτερου παρθεναγωγείου μας  ο θούριος  του Ρήγα: « Δεύτε , παίδες των Ελλήνων !»

Τίποτε απ’ όλ’ αυτά δεν κράτησε η  θύμησή μου τότε. Και το κακό για μένα είναι, που κι αργότερα, όταν δηλαδή μπήκε στην πόλη ο  Ελληνικός στρατός  κι  έγινε στη μεγάλη κεντρική εκκλησία της «Αγίας  Φανερωμένης» δοξολογία  κι όταν μετά απ’ αυτή δεξιώθηκε η  Δημογεροντία τους αξιωματικούς της « καταλήψεως» στο  μητροπολιτικό μέγαρο — σχετικά με τα άλλα τα τυρναβίτικα σπίτια — εγώ δεν παραβρέθηκα σε όλα  αυτά τα εξαιρετικά επεισόδια της ημέρας εκείνης. Τα πληροφορήθηκα μαζί με τους άλλους σπιτικούς μου από τον πατέρα μου.

Εκείνο μονάχα, που  ύστερ’ από τόσα χρόνια μου μένει αξέχαστο, είναι  ο πρωτόφαντος για όλους τους σπιτικούς μου ενθουσιασμός του από τη  μητέρα παππού μου.

Δε φτάνει, που  όλη την ημέρα δεν μπορούσε να  κρύψει  τη  χαρά του, ούτε να  κλείσει  το  στόμα του αυτός,  ο πάντα σοβαρός και λιγόλογος γέρος. Μόλις είδε κάποιο τμήμα καβαλλάρηδων να  σταματάει  στο μπροστά στο σπίτι μας κοινοτικό πηγάδι, για να ποτίσει  τα άλογά του, δε  βαστάχτηκε. Άρπαξε το σκοινί των κουβάδων από τα χέρια του στρατιώτη κι άρχισε να βγάζει  αυτός νερό εξακολουθητικά, ώσπου πότισε  όλα εκείνα τα  ζώα. Στα τελευταία πότισε — μονάχος του πάλι — και  τους οδηγούς των αλόγων εκείνων με απανωτά ποτήρια κρασιού και τσίπουρου απ’ το σπίτι μας!

Έτσι την 1η Σεπτεμβρίου 1881 έγινε η «προσάρτηση » της πατρίδας μου στη μητέρα της, την Ελλάδα».

Πηγή ΔΗΜΟΣΘ. ΑΝΔΡΕΑΔΗ ΕΠΑΡΧΙΑ ΤΥΡΝΑΒΟΥ. Α’.-Ο ΤΥΡΝΑΒΟΣ ΣΤΑ ΠΡΩΤΑ 25 ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ (ΣΕΛ. 317-320). ΙΣΤΟΡΙΚΑΙ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ. Institutional Repository – Library & Information Centre – University of Thessaly.

* Η Κωνσταντινιά Πατσή είναι διευθύντρια του ΓΕ.Λ Τυρνάβου, πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, κάτοχος  Μεταπτυχιακού διπλώματος Master of Business Administration (MBA) του Staffordshire University.

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ ΗΜΕΡΩΝ