Το σχόλιο της ευρωκοινοβουλευτικής ομάδας του ΚΚΕ με αφορμή τα όσα απάντησε ο Πιέρ Μοσκοβισί εκ μέρους της επιτροπής στην ερώτηση του Λευτέρη – Νικολάου Αλαβάνου
Με την απάντησή της στην ερώτηση που κατέθεσε η Ευρωκοινοβουλευτική Ομάδα του ΚΚΕ για την απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ που αυξάνει τη φορολόγηση στο τσίπουρο και την τσικουδιά, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή«χαιρετίζει» προκλητικά τη συγκεκριμένη απόφαση, η εφαρμογή της οποίας θα έχει ολέθριες συνέπειες
για τους διήμερους αποσταγματοποιούς και τους αμπελουργούς (με άδειες απόσταξης) της χώρας μας. Προκλητική είναι και η τοποθέτηση της Επιτροπής ότι «δεν συμμερίζεται την άποψη ότι οι μικροί αποσταγματοποιοί θα εκτοπιστούν αναπόφευκτα λόγω της ορθής εφαρμογής της νομοθεσίας».
Η εν λόγω απόφαση επιβάλλει την εκτίναξη του ειδικού φόρου κατανάλωσης στο τσίπουρο και την τσικουδιά (αύξηση μέχρι και 18 φορές σε σχέση με το σημερινό φόρο) εξισώνοντάς τον με τον ΕΦΚ των ακριβών εισαγόμενων ποτών όπως το ουίσκι, «ώστε να αποφεύγεται η στρέβλωση του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς» όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο αρμόδιος Επίτροπος Π. Μοσκοβισί στην απάντησή του.Σημαντική θα είναι και η επιβάρυνση και για τα μικρά αποστακτήρια στα οποία επιβάλλεται διπλασιασμός του σημερινού φόρου. Το μέτρο θα πλήξει τη λαϊκή κατανάλωση των συγκεκριμένων παραδοσιακών αποσταγμάτων λόγω της μεγάλης αύξησης της τιμής τους.
Στην ανακοίνωσή της η Ευρωκοινοβουλευτική Ομάδα του ΚΚΕ αναφέρει:
«Αποδεικνύεται για άλλη μια φορά ότι όλα τα όργανα της ΕΕ (επιτροπή, δικαστήριο κ.λπ.) είναι ευθυγραμμισμένα στην εξυπηρέτηση του καπιταλιστικού ανταγωνισμού, ότι η ΕΕ βάζει πάνω απ’ όλα τα κέρδη των μονοπωλιακών ομίλων, στη συγκεκριμένη περίπτωση των ποτοβιομήχανων και των μεγαλοεισαγωγέων αλκοολούχων ποτών, που από καιρό είχαν στοχοποιήσει το καθεστώς φορολόγησης του τσίπουρου και της τσικουδιάς, ζητώντας επανειλημμένα την εφαρμογή του ευρωπαϊκού δικαίου που είναι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα τους.
Οι μικρομεσαίοι αμπελουργοί και οι διήμεροι αποσταγματοποιοί δεν έχουν να περιμένουν τίποτα από τις διάφορες προτάσεις που ακούγονται για “κατάθεση φακέλου στην ΕΕ, ανάλογου με αυτόν του ούζου”, καθώς ακόμα και αν η φορολόγηση του τσίπουρου/τσικουδιάς εξισωθεί με του ούζου, πάλι η επιβάρυνση θα είναι υπέρμετρη (εννιαπλασιασμός σε σχέση με τον σημερινό κατ’ αποκοπή φόρο). Άλλωστε, η ίδια η απάντηση της Επιτροπής επισημαίνει ότι “…τα κράτη μέλη δεν επιτρέπεται να θεσπίζουν, κατά τη διακριτική τους ευχέρεια, καθεστώτα που παρεκκλίνουν από τα προβλεπόμενα στις προαναφερόμενες οδηγίες” και ότι “μια εθνική παράδοση δεν μπορεί από μόνη της να απαλλάξει τα κράτη μέλη από τις υποχρεώσεις που υπέχουν βάσει του ενωσιακού δικαίου”.
Δεν πρέπει να υπάρξει καμιά αυταπάτη ή επανάπαυση. Σήμερα η μόνη απάντηση που μπορεί να δοθεί είναι η συσπείρωση στους αγροτικούς συλλόγους και ο οργανωμένος αγώνας ώστε η απόφαση να μην εφαρμοστεί».
Η ερώτηση του Λευτέρη Νικολάου – Αλαβάνου
Η ερώτηση του ευρωβουλευτή του ΚΚΕ Λευτέρη Νικολάου – Αλαβάνου, καθώς κι η απάντηση της Επιτροπής έχουν ως εξής:
«Ερώτηση με αίτημα γραπτής απάντησης προς την Επιτροπή – E-002329/2019.
Άρθρο 138 του Κανονισμού – Λευτέρης Νικολάου – Αλαβάνος
Θέμα: Απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ που αυξάνει τη φορολόγηση στο τσίπουρο και την τσικουδιά.
Με βάση την απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-91/18, η Ελλάδα απειλείται με την επιβολή κυρώσεων, αν δεν συμμορφωθεί με τις ευρωενωσιακές οδηγίες 92/83 και 92/84 σε σχέση με τη φορολόγηση του τσίπουρου και της τσικουδιάς.
Η εφαρμογή τους θα επιφέρει με μαθηματική ακρίβεια την εξόντωση 6.000 αμβυκούχων – διήμερων αποσταγματοποιών και θα συμπιέσει περαιτέρω το εισόδημα 30.000 αμπελοκαλλιεργητών, μικρών στην πλειονότητά τους παραγωγών, που διαθέτουν άδειες απόσταξης, καθώς, στην καλύτερη περίπτωση, θα εννιαπλασιαστεί η φορολόγηση των προϊόντων τους.
Πλήγμα θα δεχτούν και τα δεκάδες μικρά και μεσαία αποστακτήρια – εμφιαλωτήρια τσίπουρου και τσικουδιάς λόγω του επιβαλλόμενου σε αυτά διπλασιασμού του ισχύοντος Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στα προϊόντα τους.
Για άλλη μια φορά, οι μεθοδεύσεις της ΕΕ και οι αποφάσεις του ΔΕΕ έρχονται να ικανοποιήσουν τους πόθους των μονοπωλιακών ομίλων της μεταποίησης και της εμπορίας, εν προκειμένω των ποτοβιομήχανων και μεγαλεμπόρων – εισαγωγέων εμφιαλωμένων ποτών, για ενίσχυση της κερδοφορίας τους σε βάρος των παραγωγών – αμπελουργών, που ήδη υφίστανται τις ολέθριες για την παραγωγή τους και το εισόδημά τους συνέπειες της ΚΑΠ όλα τα προηγούμενα χρόνια και των μικρών μεταποιητικών μονάδων.
Ερωτάται η Επιτροπή:
Πώς τοποθετείται έναντι της προοπτικής εξόντωσης των μικρών αποσταγματοποιών και της περαιτέρω συμπίεσης του εισοδήματος των αμπελουργών στην Ελλάδα;
Η απάντηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
Απάντηση του κ. Moscovici εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής – E-002329/2019 -30.8.2019.
Η Επιτροπή οφείλει να εξασφαλίζει την ορθή εφαρμογή των ειδικών φόρων κατανάλωσης στην ΕΕ, ώστε να αποφεύγεται η στρέβλωση του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς. Η Επιτροπή χαιρετίζει την απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση Επιτροπή κατά Ελλάδας (Τσίπουρο). Το Δικαστήριο συμφωνεί με την Επιτροπή ότι δεν μπορεί να εφαρμόζεται μειωμένος συντελεστής ειδικού φόρου κατανάλωσης στο τσίπουρο και την τσικουδιά, διότι η οδηγία 92/83/ΕΟΚ και η οδηγία 92/84/ΕΟΚ δεν προβλέπουν τους εν λόγω μειωμένους συντελεστές, και διότι τα κράτη μέλη δεν επιτρέπεται να θεσπίζουν, κατά τη διακριτική τους ευχέρεια, καθεστώτα που παρεκκλίνουν από τα προβλεπόμενα στις προαναφερόμενες οδηγίες.
Όσον αφορά τους μικρούς διήμερους αποσταγματοποιούς, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης διευκρίνισε εκ νέου ότι μια εθνική παράδοση δεν μπορεί από μόνη της να απαλλάξει τα κράτη μέλη από τις υποχρεώσεις που υπέχουν βάσει του ενωσιακού δικαίου. Κατά την άποψη της Επιτροπής, η προστασία της κληρονομιάς των κρατών μελών, μεταξύ άλλων, με τη χρήση μέτρων που ευνοούν τους διήμερους αποσταγματοποιούς, θα πρέπει να επιδιώκεται με μέσα που είναι σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης και αποφεύγουν τις διακρίσεις εις βάρος προϊόντων της αλλοδαπής. Σε κάθε περίπτωση, η Επιτροπή δεν συμμερίζεται την άποψη ότι οι μικροί αποσταγματοποιοί θα εκτοπιστούν αναπόφευκτα λόγω της ορθής εφαρμογής της νομοθεσίας».