Μύδρους κατά τις κυβέρνησης εξαπέλυσε από το βήμα της βουλής το απόγευμα της Τετάρτης, ο αναπληρωτής τομεάρχης Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων του ΣΥΡΙΖΑ και βουλευτής Λάρισας κ. Βασίλης Κόκκαλης, στο πλαίσιο της συζήτησης του σχεδίου νόμου του υπουργείου Δικαιοσύνης σχετικά με «Τροποποιήσεις Ποινικού Κώδικα, Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και συναφείς διατάξεις».
Ο Λαρισαίος πολιτικός κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι με το συγκεκριμένο σχέδιο νόμου επιχειρεί να δώσει αμνηστία στους τραπεζίτες παραγράφοντας ενδεχόμενο δόλο για τις πράξεις τους, την ώρα όμως που χιλιάδες πολίτες λόγω του επιχειρήματος του «δόλου» χάνουν τις περιουσίες τους στα δικαστήρια.
«Λέτε, εξήγησε μεταξύ άλλων, ότι ο σκοπός αυτής της διάταξης είναι να βοηθήσουμε συμπολίτες μας όταν διαγραφούν τα δάνειά τους. Διορθώστε με αν κάνω λάθος…. Θέλουμε να προστατευτούν τα τραπεζικά στελέχη σε περίπτωση που γίνει μία μερική ή ολική διαγραφή του δανείου. Ωραίο ακούγεται, δεν ισχύει όμως και το εγκαταλείψατε. Γιατί ήδη με το νόμο 4472/2017 έχει προβλεφθεί η μη ποινική ευθύνη σε περίπτωση αναδιάρθρωσης δανείων. Δηλαδή να το πούμε απλά, όσα τραπεζικά στελέχη προβούν σε ρύθμιση δανείων δεν αντιμετωπίζουν ποινική ή αστική ευθύνη ήδη από το 2017. Οφείλετε λοιπόν να δώσετε εξηγήσεις για ποιο λόγο το κάνετε;
Ξέρετε ότι οι συμπολίτες που έχασαν σπίτια και περιουσίες κι εκείνοι που είναι στα δικαστήρια τι αντιμετωπίζουν από τις τράπεζες; Την ένσταση του δόλου. Τους λένε οι τράπεζες ότι «είχες δόλο όταν έπαιρνες το δάνειό σου, γι’ αυτό δε δικαιούσαι την ευνοϊκή διευθέτηση». Γιατί λοιπόν τους αδύναμους τους θεωρείτε κατώτερους, σε σχέση με τους τραπεζίτες που τους παραγράφετε το δόλο; Για ποιο λόγο το αδύναμο μέρος της κοινωνίας να πάρει πάνω του το βαρύ φορτίο; Είναι σύμφωνο με την αρχή της ισότητας αυτό το πράγμα; Αυτό αποδεικνύει και την έλλειψη κοινωνικού πρόσημου στην κυβέρνησή σας.
Οδηγεί χιλιάδες συμπολίτες μας στα δικαστήρια. Τους εξαναγκάζει να χάνουν τις περιουσίες τους λόγω του δόλου κι αυτόν τον δόλο τον αμνηστεύετε για τους τραπεζίτες. Αυτή είναι η επιστροφή στην κανονικότητα της διαπλοκής, της αδιαφάνειας και της διαφθοράς» κατέληξε.