Την αγωνία της αλλά και ένα σπουδαίο μήνυμα αλληλεγγύης εκφράζει μέσα από το κείμενο και την πρωτοβουλία της η εθελόντρια εκπαιδευτικός του 2ου ΣΔΕ Λάρισας, Θεατρολόγος Μαρία Παπουτσή, που αξιοποιώντας με τον καλύτερο τρόπο τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης επικοινωνεί τους προβληματισμούς και την ανησυχία για την κατάσταση που επικρατεί στις φυλακές Λάρισας
με αφορμή την εξάπλωση του κορωνοϊού στη χώρα μας.
Το χάσταγκ #νατακαταφερουν είναι πλέον γεγονός και έχει ήδη μεγάλη απήχηση στους χρήστες του διαδικτύου!! Δίχως περαιτέρω σχόλια και αχρείαστα ευχολόγια παραθέτουμε το κείμενο που συνοδεύει την κωδική ονομασία αναφοράς (hashtag), το οποίο έχει ως εξής:
“Να τα καταφέρουν #νατακαταφερουν
Αν με ρώταγε κανείς, τι μου λείπει περισσότερο τις μέρες του εγκλεισμού, θα απαντούσα, δίχως δεύτερη σκέψη, οι αγκαλιές των αγαπημένων μου, καθώς κι αυτό το κομμάτι της ρουτίνας μου:
Νωρίς το πρωί στέκομαι στην κεντρική είσοδο του Καταστήματος Κράτησης Λάρισας. Ακούγεται ο γνώριμος ήχος του ανοίγματος της ηλεκτρικής κλειδαριάς, ο πρώτος από μια σειρά πολλών που θα ακολουθήσουν. Μπροστά μου ο πρώτος έλεγχος, στο προαύλιο των φυλακών.
Ο υπάλληλος της εξωτερικής φρουράς με καλημερίζει με χαμόγελο και παραλαμβάνει το κινητό μου. Ο συνάδελφός του στην πόρτα, δίπλα από τον ανιχνευτή μετάλλων, με εξυπηρετεί βάζοντας σε μια άκρη του μικρού δωματίου την ομπρέλα μου (πάλι τζάμπα την κουβάλησα), για να την παραλάβω φεύγοντας και γελάει με την παράκληση μου: «παρακαλώ να μου την προσέξετε, γιατί ήταν του μπαμπά μου». «Μην ανησυχείτε, κυρία. Θα την ακουμπήσω εδώ και δε θα την πειράξει κανείς».
«Γεια σου ρε Μαράκι», με χαιρετά από το κιόσκι της αυλής ο Π., σωφρονιστικός κι αυτός, παλιός γνώριμος από τα εφηβικά μου χρόνια! Βιάζομαι σήμερα. Όταν ο χρόνος μας το επιτρέπει κάτι θα θυμηθούμε, κάτι θα νοσταλγήσουμε. Του γνέφω καλημέρα και συνεχίζω.
Μια τυπική μέρα της εθελόντριας δασκάλας του 2ου Σ.Δ.Ε. Φυλακών Λάρισας, έχει ξεκινήσει.
Βαδίζω προς τις σκάλες της εισόδου του κεντρικού κτιρίου. Ανεβαίνω πάντα από τη δεξιά είσοδο. Πέντε χρόνια εδώ μέσα και μια φορά δεν πήγα από την αριστερή. Κάνω (ξανά) την σκέψη πως αύριο θα αλλάξω αυτήν την παγιωμένη διαδρομή, αλλά (ξανά) από τη δεξιά μεριά ανεβαίνω. Κι άλλες καλημέρες, στους υπαλλήλους που στέκονται δίπλα στο όχημα των μεταγωγών, για να βρεθώ στην είσοδο του κεντρικού κτιρίου.
Ακούγεται ο ήχος του ξεκλειδώματος, αλλά εδώ η πόρτα θέλει μπράτσα! Βάζω δύναμη για να την σπρώξω και με τρία βήματα βρίσκομαι μπροστά στον έλεγχο της εισόδου στο κύριο μέρος της φυλακής. Η σωφρονιστική υπάλληλος στην υποδοχή του εσωτερικού ελέγχου, κυρία Σ., πάντα χαμογελαστή και ευγενής πλησιάζει για να επιβλέψει την είσοδό μου. Καλημέρα αλλά και σύντομη ανθρώπινη κουβέντα μαζί της. Μετά από πέντε χρόνια, ένα «πως είστε;» αν μη τι άλλο επιβάλλεται…
Καθώς η σύντομη κουβέντα μας εξελίσσεται, ξεκινά το τελετουργικό του ελέγχου, που θυμίζει αρκετά την περιγραφή του Δημήτρη Ψαθά, στο κλασικό «Η τσάντα και το τσαντάκι».
Αφαιρώ τα μεταλλικά αντικείμενα (ζώνες, κοσμήματα), τα ακουμπώ στο τραπέζι. Ανοίγω την τσάντα, βγάζω πλαστικά καλύμματα για τα παπούτσια (χειρουργικά, παρακαλώ, οπότε ρίχνω και ένα «μεταμόσχευση νεφρού έχω σήμερα» στη φύλακα, για να το σετάρω με το αξεσουάρ!). Κλείνω την τσάντα, την ακουμπάω στο τελάρο που θα περάσει από τον ανιχνευτή αντικειμένων. Βγάζω παπούτσια, βάζω καλύμματα. Τοποθετώ παπούτσια στον έλεγχο αντικειμένων. Περνάω πατώντας στις μύτες τον ανιχνευτή σώματος. Ξαναφοράω μεταλλικά αντικείμενα. Πηγαίνω στην έξοδο του ελέγχου αντικειμένων. Βγάζω καλύμματα από τα πόδια μου, φοράω παπούτσια. Παραλαμβάνω τσάντα και μπλε καρτελάκι επισκέπτη.
Πίσω μου, έτοιμη να ξεκινήσει την ίδια διαδικασία η Α., που εργάζεται στην Κοινωνική Υπηρεσία της Φυλακής. Πάντα κάτι θα πούμε στα βιαστικά. Για μια εκδήλωση ή μια δράση που ετοιμάζει, για το πώς είναι οι μέρες μας…
Ο έλεγχος ολοκληρώθηκε και έχω το ΟΚ από τους υπαλλήλους για να εισέλθω στο κύριο τμήμα της φυλακής. Ευχαριστώ, καλημερίζω και βαδίζω με κατεύθυνση πια προς τον μεγάλο διάδρομο που οδηγεί στο προαύλιο του Σ.Δ.Ε. Από το βάθος δεξιά ακούω τη Στ. να καλεί το όνομα μου. Κι αυτή της Κοινωνικής Υπηρεσίας. «Καλημέρα κορίτσι. Πως τα πας;». Έχει ένα χαμόγελο αυτή η κοπέλα που σου φτιάχνει τη μέρα!
Προχωρώ. Περνώ δύο πόρτες και πλέον βρίσκομαι στην ευθεία, που θα με οδηγήσει στο σχολείο. Εδώ, ανάλογα με τη μέρα, συναντώ πολύ κόσμο. Παλιούς εκπαιδευόμενους («Που είσαι κυρία Μαρία; Μου έλειψε το σχολείο»), εργαζόμενους σε διάφορους τομείς, έγκλειστους που δε γνωρίζω αλλά σπεύδουν να μου κρατήσουν τις βαριές πόρτες και να με καλημερίσουν.
Γενικά δίνουν και παίρνουν οι καλημέρες στον διάδρομο. Πάντα, όμως, κλέβω δυο στιγμές σιωπής, για να πω την προσευχή μου. Ήταν η συμβουλή της αγαπημένης μου θείας Κατίνας, παλιάς και έμπειρης εκπαιδευτικού, όταν της είπα πως θα εργαστώ εθελοντικά στο σχολείο των φυλακών. «Να πας», μου είχε πει. «Να κάνεις τον σταυρό σου και να ζητάς φώτιση, καθώς μπαίνεις και να πας».
Ο ήχος της τελευταίας ηλεκτρικής κλειδαριάς που ανοίγει την πόρτα για το προαύλιο του σχολείου φέρνει πάντα χαμόγελο στα χείλη μου. Στρέφω το βλέμμα, για να χαιρετίσω τον εδώ σωφρονιστικό υπάλληλο υπηρεσίας. Με χαρά βλέπω πως σήμερα είναι ο αγαπημένος μου συμμαθητής, ο Α.! Στη λήξη της μέρας θα βρούμε σίγουρα δυο λεπτά να τα πούμε, να χαζογελάμε και να θυμόμαστε όλα τα τέρατα που κάναμε πιτσιρίκια στην αυλή του δημοτικού σχολείου.
Μοιράζω και δέχομαι καλημέρες από κάθε κατεύθυνση. Ειδική στάση στο 2×2 τ.μ. δωματιάκι, δεξιά της εισόδου του σχολείου, για να χαιρετήσω τα «διαβαστερά», τους φοιτητές Ε.Α.Π. που μελετούν εκεί.
Βαδίζω προς την τάξη μου. Εκεί με περιμένουν οι εκπαιδευόμενοι της ομάδας του θεάτρου. Ξεκινάμε…]
Μια συνηθισμένη ημέρα, μια διαδικασία και μια διαδρομή που έχω επαναλάβει αμέτρητες φορές, για να εισέλθω στο σχολείο της Φυλακής Λάρισας. Πόσοι άνθρωποι, πόσες καλημέρες! Πάνε σχεδόν τρεις εβδομάδες από τότε που έζησα μια ανάλογη.
Βιώνω μαζί με όλους τη μεγάλη περιπέτεια του κορωνοϊού. Η σκέψη μου τρέχει ασταμάτητα στους ανθρώπους μου, σε όσους αγαπώ και υποχρεώνομαι να αποφύγω, για να προστατεύσω.
Ταυτόχρονα, όμως, το μυαλό μου διαρκώς ταξιδεύει στις κλειστές πόρτες της φυλακής, αλλά και όλων των ανάλογων δημόσιων ιδρυμάτων, όπως είναι οι δομές για ψυχικά νοσούντες και ειδικές ομάδες. Αυτές τις πόρτες που δε μου επιτρέπεται πια να περάσω, αλλά που εξακολουθούν να κλείνουν πίσω τους όλους αυτούς τους ανθρώπους.
Είναι όλοι τους εκεί. Δίχως μάσκες και γάντια, δίχως επαρκή μέτρα προστασίας. Άδειες και επισκεπτήρια έχουν απαγορευτεί. Οδηγίες σε χαρτιά έχουν δοθεί, όχι όμως και τα μέσα για να εφαρμοστούν σωστά. Οι άνθρωποι αυτοί, εργαζόμενοι και έγκλειστοι κινδυνεύουν, περισσότερο ίσως κι από εμάς. Κι εμείς, κλεισμένοι στα σπίτια μας τους ξεχνάμε ή επιλέγουμε να κάνουμε πως δεν υπάρχουν, γιατί – κακά τα ψέματα – για πολλούς είναι πολίτες δεύτερης κατηγορίας!
Δε διατηρώ την παραμικρή ψευδαίσθηση πως ένα τεράστιο μέρος της κοινωνίας έχει σταματήσει προ πολλού να διαβάσει το κείμενο αυτό. Ακούω ήδη τη σκέψη τους: «Εδώ ο κόσμος χάνεται και θα ασχοληθούμε με τους κατάδικους;». Νοικοκυρεμένα και τακτοποιημένα όλα στο μυαλό τους. Εμείς να ζήσουμε, οι άλλοι δε πα’ να πεθάνουν! Ας είναι… δε γράφω για αυτούς. Γράφω για σένα!
Πριν δύο χρόνια και στο πλαίσιο της λειτουργίας του προγράμματος του Θερινού Σχολείου στο Σ.Δ.Ε. Φυλακών Λάρισας, ο Ιλία, εξαίρετος εκπαιδευόμενος και από τα βασικά μέλη της θεατρικής ομάδας του σχολείου, έφτιαξε στίχους και ερμήνευσε ο ίδιος ένα τραγούδι, βασισμένο στο σενάριο της ταινίας μικρού μήκους του Μιλτιάδη Γρέκου, με τίτλο «Θα τα καταφέρω». Αυτές τις μέρες το ακούω και το ξανακούσω, όχι μόνο με περηφάνια για τον μαθητή μου, αλλά με ένα σφίξιμο στην καρδιά, καθώς η κατάφαση και η αποφασιστικότητα στην ερμηνεία του Ιλία, έχουν μετατραπεί μέσα μου σε μια αγωνιώδη ερώτηση: Θα τα καταφέρουν;
Είμαι κλεισμένη στο σπίτι. Προσέχω ιδιαίτερα, ως άτομο που ανήκει σε ευπαθή ομάδα. Θεωρητικά, τα χέρια μας είναι δεμένα, όχι όμως το μυαλό μας, ούτε φυσικά και η φωνή μας. Ξεκινά σήμερα με το κείμενο αυτό μια πρωτοβουλία για να κινητοποιήσουμε όσους ΚΑΙ μπορούν ΚΑΙ έχουν χρέος να προστατέψουν τους συνανθρώπους μας στα δημόσια ιδρύματα της χώρας!
Τα μεγάλα τα κάνουν οι ομάδες, κι όχι οι μονάδες. Είμαστε πολλοί, ας γίνουμε περισσότεροι! Κοινοποιούμε το παρόν κείμενο και προσθέτουμε την επισήμανση (hashtag) #νατακαταφερουν, δηλώνοντας την στήριξη και την αλληλεγγύη μας σε εργαζόμενους και έγκλειστους.
Επίσης, για πιο σύντομα, κοινοποιούμε το ταινιάκι σε σενάριο και σκηνοθεσία του Μιλτιάδη Γρέκου, πάνω στην οποία βασίστηκε το τραγούδι του Ιλία (στίχοι – εκτέλεση: Liakos Mc) με την προτροπή «Άμεσα μέτρα προστασίας όλων όσων βρίσκονται σε χώρους εγκλεισμού».
Αν αποφασίσετε να κοινοποιήσετε την ανάρτησή μου, παρακαλώ προσθέστε σαν σχόλιο από πάνω το hashtag #νατακαταφερουν και το αίτημα «Άμεσα μέτρα προστασίας όλων όσων βρίσκονται σε χώρους εγκλεισμού».
Με την ευχή να ξαναειπωθούν όλες τις καλημέρες που σας περιέγραψα στη διαδρομή για το Σ.Δ.Ε. των Φυλακών Λάρισας και με την ελπίδα να μη λείπει κανείς, όταν ξαναμετρηθούμε, κι εκεί και παντού, ας φωνάξουμε όλοι. Πριν να είναι αργά”.
Ε.Π.