Το Μπεζεστένι (υφασματαγορά) ήταν ένας πολύ σημαντικός θεσμός των οθωμανικών πόλεων (Τούρκικα: bezesten,Φαρσί (bazistān) – η λέξη προέρχεται από την αραβική λέξη μπεζ (bez) η οποία σημαίνει ρούχο – ύφασμα, χρησιμοποιείται και για τα κεντήματα και τα υπόλοιπα ακριβά αντικείμενα και την περσική κατάληξη -ιστάν ).
Ήταν σημαντικά κτήρια και οι Οθωμανικές πόλεις χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες, σε αυτές που είχαν μπεζεστένια και αυτές που δεν είχαν . Εκεί πωλούνταν πολύτιμα αντικείμενα, φυλάσσονταν έγραφα και περιουσιακά στοιχεία, γινόταν έλεγχος της ποιότητας των εμπορευμάτων και καθορίζονταν οι ισοτιμίες των νομισμάτων. Τα κτίρια στα οποία στεγάζονταν οι αγορές αυτές είχαν αρχιτεκτονική με θόλους.
Ο σχεδιασμός και η αρχιτεκτονική του βασιζόταν στην αρχιτεκτονική των ισλαμικών τεμενών. Χτίστηκε από τους Οθωμανούς και είναι ένα από τα λίγα μνημεία οθωμανικής αρχιτεκτονικής που διατηρούνται στον ελλαδικό χώρο. Το Μπεζεστένι της Λάρισας είναι ένα μεγάλο ορθογώνιο κτίριο διαστάσεων 30 επί 20 μέτρα χτισμένο από μεγάλες πέτρες και πλίνθους. Γίνονται μάλιστα υποθέσεις ότι μαρμάρινα αρχιτεκτονικά τμήματα από τον αρχαίο ναό της Πολιάδος Αθηνάς που υπήρχε στο χώρο είναι εντοιχισμένα σ’ αυτό.
Σε κάθε πλευρά του υπήρχε και μια είσοδος που οδηγούσε στο εσωτερικό του. Σήμερα διατηρείται μόνο η νότια είσοδος, ενώ οι άλλες χτίστηκαν. Έφερε θολωτή στέγαση αποτελούμενη από έξι θόλους πλινθόκτιστους και εξωτερικά σκεπασμένους με μολύβι, για να αντέχουν στην υγρασία. Μέσα υπήρχαν 21 μαγαζιά όλα τους σκεπασμένα με κεραμίδια. Στη βόρεια πλευρά του υπήρχε μία είσοδος που οδηγεί σε ένα μικρό δωμάτιο (3,5 επί 4,5 μέτρα). Η πόρτα της εισόδου αυτής ήταν επενδυμένη με σίδηρο.
Εικάζεται πως ο χώρος αυτός ήταν το θησαυροφυλάκιο, όπου φυλάσσονταν οι περιουσίες των πλουσίων της περιοχής καθώς και το αρχειοφυλάκιο της πόλης.
Η κατασκευή του διήρκεσε είκοσι δύο χρόνια από το 1484 έως 1506 μ.Χ. Μετά την ανέγερσή του αποτέλεσε τον εμπορικό πυρήνα της πόλης καθώς γύρω από αυτό αναπτύχθηκε η αγορά.
Στο Μπεζεστένι εκτός από το εμπόριο εισαγομένων και ντόπιων υφασμάτων γίνονταν αγοραπωλησίες χρυσού, ασημιού, κοσμημάτων, ειδών από κεχριμπάρι και πολύτιμων πετρών. Φυλάσσονταν πολύτιμα αγαθά, οι κληρονομιές των πολιτών και περιουσίες πλούσιων μουσουλμάνων. Επίσης, εκεί γινόταν ο έλεγχος της ποιότητας των εμπορευμάτων και καθορίζονταν οι ισοτιμίες των νομισμάτων.
Στη βόρεια πλευρά του υπήρχε το θησαυροφυλάκιο, όπου φυλάσσονταν αρχεία και διάφορα πολύτιμα έγγραφα. Ήταν το κέντρο της λαρισαϊκής αγοράς, το ζωτικότερο τμήμα της. Ήταν πυρήνας της οικονομικής δραστηριότητας και των πολυάριθμων επαγγελματικών συντεχνιών της, καθώς γύρω από αυτό οργανώθηκε το εμπορικό τμήμα της πόλης με το τσαρσί (μεγάλη μόνιμη αγορά) και το παζάρι (ο χώρος της υπαίθριας εβδομαδιαίας αγοράς).
Διατήρησε τον εμπορικό του χαρακτήρα μέχρι τον 18ο αιώνα. Στα τέλη του 19ου αιώνα χρησιμοποιήθηκε ως πυριτιδαποθήκη.
Τo Mπεζεστένι ήταν σημαντικός θεσμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι οθωμανικές πόλεις χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες, σε αυτές που είχαν Μπεζεστένι και αυτές που δεν είχαν. Η γεωπολιτική θέση της Λάρισας και η πλούσια ενδοχώρα της αποτελούν σημαντικά πλεονεκτήματα για τους Οθωμανούς κατακτητές, ώστε να αναπτυχθούν βιοτεχνικές και εμπορικές δραστηριότητες. Έτσι, κατατάσσεται ως πρώτη πόλη στη Θεσσαλία στην παραγωγή αλλά και στα φορολογικά έσοδα για το οθωμανικό κράτος. Η ύπαρξη του σε μία πόλη ήταν δείγμα πως η πόλη ήταν σπουδαίο εμπορικό κέντρο με πολύ σημαντική κίνηση.
Η πρώτη γραπτή αναφορά για το Μπεζεστένι της Λάρισας γίνεται σε οθωμανική απογραφή του 1506 μ. Χ που το φέρουν να ανήκει στον Ομέρ Μπέη. Σε κείμενο περιηγητή του 17ου αιώνα αναφέρεται ως ένα κτήριο, ίδιο φρούριο, σα να είναι το άπαρτο κάστρο της πόλης.
Ο Εβλιγιά Τσελεμπή (1668) , ο πρώτος περιηγητής που κάνει λόγο για το κτίριο, σημειώνει: «Στην καρδιά της πολιτείας, μέσα στην αγορά και το παζάρι βρίσκεται το μπεζεστένι, ίδιο φρούριο, με πετρόχτιστο θόλο και τέσσερις σιδερένιες πόρτες, που λες και είναι το καταφύγιο της πόλης και τ’ άπαρτο κάστρο της. Εκεί μέσα υπάρχουν πλούσιοι έμποροι που πουλάνε πολύτιμα πράγματα. Υπάρχουν και 21 εμπορικά μαγαζιά. Όλα τους σκεπασμένα με κεραμίδια…
Σαν κοντεύει να νυχτώσει κρούνε τα τύμπανα μέσα στην πόλη κι οι φύλακες, μαζί με τους αρματολούς, σφαλούνε όλες τούτες τις πόρτες κι αρχινάνε τη φύλαξή τους. Τα μαγαζιά βρίσκονται σε ένα μέρος γύρω από το μπεζεστένι, κι είναι μια αγορά και παζάρι πιο σίγουρο και από το κάστρο με πραμάτειες που αξίζουνε χιλιάδες φορές πιότερο από το θησαυρό της Αιγύπτου».
Η τελευταία γραπτή αναφορά για τη λειτουργία του είναι το 1779 όπου περιγράφονται μεταξύ άλλων οι μολύβδινοι θόλοι του. Πιθανότατα καταστράφηκε αρχικά στο σεισμό που έγινε το 1781 και η καταστροφή ολοκληρώθηκε από πυρκαγιά που ξέσπασε μετά από λίγα χρόνια. Μετέπειτα, αφού υπέστη αλλαγές στην εξωτερική μορφή του, χρησιμοποιήθηκε ως πυριτιδαποθήκη και οχυρό (γι’ αυτόν το λόγο και η ονομασία Φρούριο που απέκτησε και έχει σήμερα το κτίσμα). Το 1881 με την απελευθέρωση της Θεσσαλίας και κατά συνέπεια της Λάρισας υψώνεται στο Μπεζεστένι η ελληνική σημαία.
Σήμερα σώζονται μόνο οι τέσσερις πέτρινοι τοίχοι του κτίσματος, πάχους 1,6 μέτρων και μέχρι ένα ύψος περί τα 6,5 μέτρα πάνω απ’ την εσωτερική στάθμη του εδάφους. Το Μπεζεστένι έχει σήμερα 4 πόρτες, τρεις πύλες και μια μικρή πόρτα στη βόρεια όψη. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’70, το Μπεζεστένι ήταν σχεδόν όλο καλυμμένο με χώματα. Το 1976 η Αρχαιολογική Υπηρεσία αφαιρεί τις επιχωματώσεις και στηρίζει τους τοίχους του μνημείου. Μετά την ολοκλήρωση των εργασιών, τη δεκαετία του ’90, το κτίριο άρχισε να χρησιμοποιείται σαν αποθήκη και εργαστήρια κεραμικής και ψηφιδωτών από την 7η Εφορία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Λάρισας. Το Μπεζεστένι Λάρισας είναι μνημείο μεγάλης ιστορικής σημασίας και υπάρχουν σχέδια αναστήλωσης από τις αρμόδιες υπηρεσίες, ώστε να αναδειχθεί το μνημείο και να είναι επισκέψιμο.