Η εξέλιξη της νόσου Covid-19 σε παιδιά που μολύνονται από τον κορονοϊό SARS-CoV-2 είναι, σε σχέση με τους ενήλικες, σχετικά ήπια. Παρόλα αυτά στα βρέφη η νόσος μπορεί να εμφανίσει σοβαρές επιπλοκές. Ως εκ τούτου η κατανόηση της νόσου στα παιδιά αποτελεί σημαντικό βήμα για την ανάπτυξη στρατηγικών θεραπείας στην κλινική, αλλά και περιορισμού της μετάδοσής της, αναφέρει η Θεραπευτική Κλινική της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ που πραγματοποιεί αποδελτίωση των πιο σημαντικών δημοσιεύσεων και ανακοινώσεων.
Σε μια πολύ πρόσφατη δημοσίευση στο περιοδικό PEDIATRICS (Official Journal of the American Academy of Pediatrics) (Vol 145, No 6, June 2020) οι ερευνητές μελέτησαν δεδομένα από 2.135 περιπτώσεις παιδιών με COVID-19 που καταγράφηκαν στο κέντρο Ελέγχου νοσημάτων και πρόληψης της Κίνας. Η μέση ηλικία των παιδιών ήταν τα 7 έτη (εύρος ηλικιών 2-13 έτη) και 1208 παιδιά ήταν αγόρια. Παραπάνω από 90% των παιδιών ήταν ασυμπτωματικά ή εμφάνισαν ήπια ή ενδιάμεσης κλινικής βαρύτητας συμπτώματα, ενώ η μέση περίοδο από την εμφάνιση συμπτωμάτων μέχρι τη διάγνωση ήταν 2 ημέρες. Βρέθηκε ότι παιδιά όλων των ηλικιών είναι δεκτικά σε μόλυνση από τον ιό, χωρίς στατιστικά σημαντικές διαφορές (αν και εμφανίστηκε μια σχετική «προτίμηση» του ιού για τα αγόρια) όσον αφορά στο φύλο.
Αν και η κλινική εικόνα των παιδιών με Covid-19 είναι σημαντικά πιο ήπια σε σχέση με τους ενήλικες (καταγράφηκε ένας θάνατος μεταξύ των 2.135 παιδιών), η νόσος στα βρέφη είναι δυνατόν να εμφανίσει σοβαρή κλινική εικόνα. Ο λόγος για τον οποίο υπάρχει αυτή η διαφοροποίηση στην κλινική εικόνα της νόσου μεταξύ παιδιών και ενηλίκων παραμένει ασαφής, αλλά πιθανώς σχετίζεται με τη μικρότερη (σε σχέση με του ενήλικες) έκφραση στα παιδιά του υποδοχέα ACE2 μέσω του οποίου ο ιός επιμολύνει τα ανθρώπινα κύτταρα. Επίσης, η συχνή έκθεση των παιδιών σε ιογενείς επιμολύνσεις του αναπνευστικού τη χειμερινή περίοδο ίσως συντηρεί ένα πιο ενεργό ανοσοποιητικό σύστημα σε σχέση με τους ενήλικες. Εναλλακτικά, καθώς το ανοσοποιητικό σύστημα των παιδιών δεν έχει ολοκληρώσει την ανάπτυξη του ίσως αποκρίνεται διαφορετικά, σε σχέση με τους ενήλικες στα παθογόνα. Σε κάθε περίπτωση οι παραπάνω υποθέσεις παραμένουν υποκείμενες περαιτέρω έρευνας.
Μια άλλη μεγάλη μελέτη που πραγματοποιήθηκε στον ισλανδικό πληθυσμό και συμπεριέλαβε 9199 άτομα στους οποίους έγινε στοχευμένος έλεγχος, καθώς και 13080 άτομα που συμμετείχαν σε πληθυσμιακό έλεγχο χωρίς συγκεκριμένα κριτήρια, επιβεβαίωσε ότι τα παιδιά κάτω των 10 ετών ήταν λιγότερο πιθανό να έχουν θετικό τεστ από τους υπόλοιπους, τόσο κατά το στοχευμένο όσο και κατά τον πληθυσμιακό έλεγχο. Σε αυτό το πλαίσιο, υπενθυμίζεται ότι στην Ελλάδα, σύμφωνα με την ειδική επιτροπή που συντονίζεται από τις καθηγήτριες Βάνα Παπαευαγγέλου και Μαρίζα Τσολιά, έλεγχος για COVID-19 θα πρέπει να διενεργείται στα παιδιά́ ηλικίας κάτω των 16 ετών με:
1. Σοβαρή́ Οξεία Λοίμωξη του Αναπνευστικού́ που χρειάζονται νοσηλεία ή που νοσηλεύονται με πυρετό́ χωρίς άλλη σαφή́ αιτιολογία
2. Φιλοξενούμενα σε κλειστές δομές που εκδηλώνουν οξεία λοίμωξη του αναπνευστικού́ με πυρετό́ και βήχα ή δύσπνοια
3. Παιδιά́ με σοβαρή́ χρόνια υποκείμενη νόσο (π.χ. χρόνια πνευμονοπάθεια, χρόνιo καρδιαγγειακό́ νόσημα, σακχαρώδη διαβήτη, σοβαρή ανοσοκαταστολή) που εκδηλώνουν οξεία λοίμωξη του αναπνευστικού́ με πυρετό́ και βήχα ή δύσπνοια.
Σε σχέση με τα παραπάνω ευρήματα σε μια πρόσφατη δημοσίευση στο περιοδικό Nature Medicine μελετήθηκε η επιδημιολογική και κλινική εικόνα 10 παιδιών με θετική διάγνωση για COVID-19 και νοσοκομειακή παρακολούθηση. Δεν παρατηρήθηκαν ειδικά για τη νόσο συμπτώματα, ενώ κανένα παιδί δε χρειάστηκε αναπνευστική υποστήριξη. Επίσης, ο ακτινολογικός έλεγχος δεν έδειξε σημάδια πνευμονίας, μιας επιπλοκής που συνοδεύει συχνά τη νόσο στους ενήλικες.
Πληροφορίες από ΑΠΕ – ΜΠΕ