ΤΡΙΚΕΡΙ: ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΞΟΡΙΑΣ 5.000 ΓΥΝΑΙΚΩΝ 1948 – 1953 (ΦΩΤΟΡΕΠΟΡΤΑΖ)

Όταν έληξε ο εμφύλιος πόλεμος, ο τερματισμός των εχθροπραξιών δεν έκλεισε και τους λογαριασμούς μεταξύ των δύο αντίπαλων πλευρών. Πολλοί από τους ηττημένους κομμουνιστές που έμειναν στην Ελλάδα αντιμετώπισαν το εκτελεστικό απόσπασμα και ακόμη περισσότεροι βρέθηκαν στην εξορία. Ανάμεσά τους και χιλιάδες γυναίκες που αγωνίστηκαν με τον δημοκρατικό στρατό.
Τον δρόμο της εξορίας όμως πήραν και πολλές γυναίκες που δεν είχαν συμμετάσχει οι ίδιες στον εμφύλιο, αλλά ο πατέρας, ο αδελφός ή ο αγαπημένος τους ήταν κομμουνιστής. Όσες αρνήθηκαν να υπογράψουν δήλωση μετάνοιας και να αποκηρύξουν την οικογένεια,  τους φίλους  ή την ιδεολογία τους βρέθηκαν στα ξερονήσια.

Το Τρίκερι ήταν ένα σχεδόν ακατοίκητο νησί στην άκρη του Πηλίου, δεξιά μόλις μπαίνουμε στον Παγασητικό κόλπο. Απομονωμένο καθώς είναι – το περιτριγυρίζουν από τα δυτικά τα βουνά της Ρούμελης, από τα νότια της Εύβοιας οι κορφές κι από τα βόρεια κι ανατολικά ο κορμός του Πηλίου – κρίθηκε κατάλληλο για την ίδρυση στρατοπέδου συγκέντρωσης εξόριστων.

Είναι τόσο μικρό που δεν χρειάζεται περισσότερο από τρεις ώρες πεζοπορία για να κάνεις το γύρο του, κατάφυτο από λιόδεντρα κι αειθαλείς θάμνους, ήσυχο και υγρό. Βροχές ορμητικές πέφτουν όλο το χρόνο ακόμα και στη μέση του καλοκαιριού, γιατί πάντα είναι σκεπασμένο με υδρατμούς. Τους μήνες του χειμώνα, ο γραίγος το δέρνει και το χιονίζει.

Τον Απρίλιο του 1949 πάνω από χίλιες εξόριστες μεταφέρθηκαν σε ένα νησάκι που παρά το γνωστό κλισέ, δεν ήταν ξερό αλλά κατάφυτο. Ήταν το Τρίκερι, νότια του Πηλίου στον Παγασητικό κόλπο. Μόλις κατέβηκαν από το πλοίο στην έρημη παραλία, κάποιες δεν μπόρεσαν να κρύψουν τον ενθουσιασμό τους για την εκπληκτική θέα. Ένας καταπράσινος παράδεισος τις περίμενε και το μαγευτικό τοπίο τις ξεγέλασε. Το λάτρεψαν μόλις το είδαν, όμως γρήγορα η πραγματικότητα νίκησε τις πρώτες εντυπώσεις. Οι εξόριστες φορτώθηκαν τον μπόγο με τα λιγοστά υπάρχοντά τους και ανέβηκαν μια ανηφόρα προς ένα στρατόπεδο.

Εκεί θα ήταν το σπίτι τους κι εκεί έδωσαν την πρώτη μάχη για την επιβίωσή τους. Οι προηγούμενοι ένοικοι, δηλαδή τα ποντίκια που είχαν καταλάβει τις σκηνές και τα ερειπωμένα κτίρια, δεν είχαν σκοπό να αποχωρήσουν εύκολα. Ο θάλαμος από όπου βγήκαν τα περισσότερα, ήταν προφανώς εκείνος που προκάλεσε τις πιο ηχηρές αντιδράσεις των γυναικών. Αποτέλεσμα να ονομαστεί «Βίλα Λαχτάρα».

Τις πρώτες μέρες κάποιες έχασαν τα αυτιά τους, καθώς οι ποντικοί λάτρευαν να τα δαγκώνουν, αθόρυβα και χωρίς να προκαλούν πόνο, την ώρα που το θύμα τους κοιμόταν. Οι πρώτες άγριες βροχές την ώρα που στήνονταν οι σκηνές ήταν μια ακόμη ταλαιπωρία για τις εξόριστες και διασκεδαστικό θέαμα για τους χωροφύλακες, που είχαν εντολή να μη βοηθήσουν στο παραμικρό. Άλλωστε δεν επρόκειτο για απλές κρατούμενες: ήταν ο «μισητός εχθρός του έθνους».

Βασανιστήρια χωρίς σημάδια Πολλές γυναίκες έφτασαν στην εξορία με τα παιδιά τους. Γι’ αυτές τα πράγματα ήταν ακόμη πιο δύσκολα, καθώς είχαν την αγωνία να μη σημαδευτεί για πάντα η παιδική ψυχή. Τα βασανιστήρια ήταν και σωματικά και ψυχικά. Στο Τρίκερι συστηματικοί ξυλοδαρμοί δεν υπήρχαν, ωστόσο  η ταλαιπωρία  ήταν  στο  ημερήσιο  πρόγραμμα.

Το μαρτύριο της δίψας ξεκινούσε όταν τους έδιναν για φαγητό ρέγκες κι ύστερα έκοβαν το νερό. Το ψωμί είχε συχνά ακαθαρσίες ποντικιών ενώ στα όσπρια ήταν συνηθισμένο να βρίσκουν σκουλήκια και άλλα ζουζούνια. Ευτυχώς η εμπειρία της Κατοχής ήταν πολύτιμη: απέφευγαν την εξάντληση από την πείνα καθαρίζοντας την τροφή όσο καλύτερα μπορούσαν. Σταδιακά τους έπαιρναν τα ράντζα αναγκάζοντάς τες να κοιμούνται στο βρεγμένο χώμα.

Μεγάλο γεγονός για το στρατόπεδο των «προληπτικών» ήταν ο ερχομός στο Τρίκερι των γυναικών του στρατοπέδου της Χίου τις πρώτες μέρες του Απρίλη του 1949.

Οι καινούριες στεγαστήκαμε στις άδειες σκηνές του στρατοπέδου των ανδρών, ενώ οι «προληπτικές» έμεναν ακόμα στα κελιά και σε σκηνές γύρω από το Μοναστήρι. Αποτελούσαν ξεχωριστό τμήμα του στρατοπέδου.

Σύντομα οι χίλιες διακόσιες γυναίκες της Χίου ενώθηκαν με τις εξόριστες του Μοναστηριού, κι όταν το Μάη ήρθαν οι Σλαβομακεδόνισσες και οι Ηπειρώτισσες έφθασαν συνολικά τις τρεισήμισι χιλιάδες. Το Σεπτέμβριο του 1949 όλες μαζί με τα παιδιά ήμασταν τέσσερις χιλιάδες επτακόσιες γυναίκες απ’ όλη την Ελλάδα. Οι αποστολές αποτελούνταν από γυναίκες κάθε περιοχής χωριστά.

Στις 23 του Φλεβάρη έφτασε στο νησί μια καραβιά από διακόσιες περίπου Θεσσαλές.

Το Μάρτη του ίδιου χρόνου είχαν έρθει οι Ηπειρώτισσες και στις 24 του Μάη μια μεγάλη αποστολή με το αρματαγωγό από χίλιες πεντακόσιες γυναίκες και παιδιά, που τις είχαν μαζέψει από τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία και τη Ρούμελη.

Το Μάη του 1949 άρχισαν επίσης να’ ρχονται οι Σλαβομακεδόνισσες, κοπαδιαστά,  πεντακόσιες τόσες σε κάθε αποστολή, και το καλοκαίρι μαζεύτηκαν χίλιες επτακόσιες με δύο χιλιάδες γυναίκες και παιδιά.

Το Μοναστήρι του Τρίκερι χτίστηκε το 1841 στο ψηλότερο μέρος του νησιού. Στη μέση μιας πλακόστρωτης αυλής βρίσκεται η εκκλησία, αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου.

Ολόγυρα τα κελιά σχηματίζουν ένα παραλληλόγραμμο. Τα ισόγεια των κελιών τα χρησιμοποιούσαν  για αποθήκες, στάβλους, μαγειρειά, λουτρά κλπ. γιατί ήταν ακατάλληλα για να κατοικηθούν. Αργότερα κατοικήθηκαν κι αυτά. Τα πατώματα τους είναι γκρεμισμένα, δεν έχουν πόρτες μήτε παραθυρόφυλλα. Ήλιος ποτέ δεν μπήκε στο εσωτερικό τους, είναι υγρά και μουχλιασμένα. Από την άνοιξη του 1948 έβαλαν τις γυναίκες σε μικρά ατομικά αντίσκηνα γύρω από το Μοναστήρι, όταν όμως το φθινόπωρο άρχισαν οι βροχές κι η παγωνιά η Διοίκηση αποφάσισε να τις στριμώξει μέσα στα κελιά και στα υπόγεια.

Από τις 23 του Φλεβάρη που έφταναν οι μεγάλες αποστολές δεν υπήρχε τόπος να στεγαστούν. Τις άφηναν μέρες κάτω απ’ τα υπόστεγα του Μοναστηριού καταγής, να κοιμούνται μαζί με τα μωρά τους. Μα σαν οι βροχές έγιναν πιο συχνές, έστησαν στο λασπωμένο χώμα επτά μεγάλες αμερικάνικες σκηνές, που κανονικά χωρούν είκοσι ανθρώπους η κάθε μία. Εκεί μέσα, όμως έριξαν πενήντα με πενήντα πέντε γυναίκες.

Στρώματα δεν είχαν ούτε ρούχα. Έτσι έμειναν για πολλά βράδια όσο να μαζέψουν και να στρώσουν κλαδιά, στέκονταν όρθιες βαστώντας τα μωρά στην αγκαλιά τους ή κάθονταν σε κάποια στεγνή πέτρα.

Οι σκηνές αυτές έγιναν τα σπιτικά τους καθ’ όλη τη διάρκεια της εξορίας. Συχνά με τους αγέρηδες και τις θύελλες ξεριζώνονταν οι πάσσαλοι, χαλάρωναν τα σκοινιά και οι τέντες ανέμιζαν λασπωμένες πάνω απ’ τα κορμιά τους.

Μ’ όλο που ο αριθμός των γυναικών ολοένα αυξανόταν, η Διοίκηση αδιαφορούσε και δεν έστηνε καινούριες σκηνές. Κι υπήρχαν ακόμα πολλά υπόγεια κελιά κλειδωμένα , με την πρόφαση πως ήταν αποθήκες της εκκλησίας.

Μια πτέρυγα και μισή, από τα επάνω κελιά που ήταν πιο γερά, τη χρησιμοποιούσε η Διοίκηση για γραφεία.

Όταν την άνοιξη του 1949 μαζεύτηκαν τρεις χιλιάδες περίπου γυναίκες στο νησί, έστησαν και μικρά ατομικά λιόφυτα του Μοναστηριού. Όλες αυτές οι μικρές τέντες ήταν τρύπιες και καταστραμμένες και μόλις έβρεχε έσταζαν και μούσκευαν τα στρώματα ή τα ξερά χόρτα που πάνω κει πλάγιαζαν οι εξόριστες με τα μωρά τους. Ήταν τόσο χαμηλές, που έπρεπε να διπλώσεις το κορμί σου για να μπεις μέσα και να βρίσκεσαι συνεχώς καμπουριασμένη. Όταν έπεφταν οι μεγάλες βροχές τα πάντα πλημμύριζαν με λάσπη και νερά και τα μικρά έκλαιγαν αντάμα με τις μάνες και τις γιαγιάδες τους.

Σκοπός της Διοίκησης ήταν ν’ αχρηστέψει πολιτικά όσο μπορούσε περισσότερες εξόριστες και να εξευτελίσει στα μάτια τους το δίκαιο αγώνα που συνέχιζαν οι δικοί τους. Με διάφορα σωματικά βάσανα, με ψυχολογικά μέσα μελετημένα για να σπάνε το ηθικό, με την αδιαφορία στις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν, την απαγόρευση κάθε μέσου μόρφωσης, ψυχαγωγίας και ξεκούρασης επιδίωκαν να τους αποσπάσουν μια υπογραφή κάτω από μια «δήλωση μετανοίας».

Επέβαλαν στη ζωή τους στρατιωτική πειθαρχία. Δύο φορές την ημέρα, με βροχή και με χιόνι, τις ανάγκαζαν να βγαίνουν για το προσκλητήριο το πρωί οκτώ με εννιά και το βράδυ τέσσερις με πέντε. Εκεί τις είχαν να στέκονται ώρες, πεινασμένες και εξαντλημένες, έχοντας αφήσει τα μωρά τους μόνα μέσα στ’ αντίσκηνα.

Μόλις τελείωνε το προσκλητήριο, κατά τη διάρκεια του οποίου στέκονταν νηστικές από το προηγούμενο βράδυ γιατί έδιναν πρωινό ρόφημα, έτρεχαν στην ουρά για νερό πέρα στα πηγάδια. Και στις δώδεκα το μεσημέρι βιάζονταν να τρέξουν σ’ άλλη σειρά για το συσσίτιο, που μοιραζόταν κατά το στρατιωτικό σύστημα. Μετά το μεσημέρι έφτανε το καΐκι με τα εφόδια, που έπρεπε να το ξεφορτώσουν. Στις τέσσερις το απόγευμα όλες μαζεύονταν πάλι στην πλατεία για το βραδινό προσκλητήριο, κι αμέσως μετά για τη διανομή του δεύτερου συσσιτίου της μέρας. Στις οκτώ το βράδυ δεν έπρεπε να φαίνεται φως στις σκηνές και κάθε κυκλοφορία σταματούσε.

Κάθε μέρα στο πρωινό προσκλητήριο ο στρατοπεδάρχης διάβαζε το δελτίο ειδήσεων της ημέρα, για να τις πληροφορήσει πως ο αγώνας ολοένα εξασθενίζει και πως οι αντάρτες «καθημερινά παραδίδονται στα χέρια του νικηφόρου στρατού».

Η σκληρότητα και η απονιά των φρουρών ήταν απερίγραπτη. Εκτός από τις καθημερινές αγγαρείες έβαζαν τις γυναίκες, που οι περισσότερες ήταν μωρομάνες ή γερόντισσες, να τους κουβαλούν νερό, να τους πλένουν τα ρούχα και να τους καθαρίζουν τα κελιά που έμεναν. Κι όπως δεν έβρισκαν καμιά αντίδραση απ’ αυτές, τις έβαζαν να τους κουβαλούν και τα μπαούλα τους ακόμα από το λιμανάκι. Έτσι τις εξευτέλιζαν καθημερινά.

Το φαγητό ήταν λιγοστό και φτωχό. Τα γυφτοφάσουλα, τ’ άσπρα φασόλια και τα ρεβίθια ήταν τα πιο συνηθισμένα γεύματα. Σπάνια μαγείρευαν ζυμαρικά, πατάτες ή λαχανικά, και κρέας μαγείρευαν μία ή  δύο φορές το μήνα.

Πρωινό ρόφημα δεν έδιναν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, έτσι έμεναν νηστικές οι γυναίκες από τ’ απόγευμα της μια μέρας ως το μεσημέρι της άλλης. Τα 80 δράμια ψωμί δεν έφταναν παρά μονάχα για το μεσημεριανό γεύμα, γιατί απ’ αυτό έπρεπε να φάνε και τα παιδάκια, που δεν συμπεριλαμβάνονταν στον αριθμό των κρατουμένων. Έτσι τα διακόσια είκοσι τέσσερα παιδάκια, που ολοένα πλήθαιναν, τρέφονταν από το φαΐ που έδιναν στις μάνες τους.

Ποτέ δεν έδωσαν λάδι ή φωτιστικό πετρέλαιο για ν’ ανάβουν ένα φως μέσα στις σκηνές και οι γυναίκες αναγκάζονταν να φτιάχνουν μικρά καντηλάκια με τα 4 -5 δράμια λάδι που τους έδιναν για τις βραστές πατάτες. Για το μαγείρεμα του συσσιτίου κουβαλούσαν νερό από το μοναδικό με τρόμπα πηγάδι και έφερναν τα τρόφιμα από την αποθήκη που βρισκόταν κοντά στο λιμανάκι του νησιού, καμιά εφτακοσαριά μέτρα ανηφορικού δρόμου ως το Μοναστήρι.

Κουβαλούσαν ακόμα και τα ξύλα για τη φωτιά από μακριά, γιατί δεν υπήρχαν ζώα ή κάποιο άλλο μεταφορικό μέσο. Η αγγαρεία αυτή γινόταν πιο σκληρή τις μέρες του χειμώνα, που το καΐκι δεν μπορούσε να φέρει τα ξύλα του στρατοπέδου από τα χωριά του Πηλίου.

Κάθε μέρα στις εννιά ένας στρατιώτης οδηγούσε  στη γραμμή τις εξόριστες για να γεμίσουν τα κανάτια τους κι άλλοι δύο τις επέβλεπαν . Μα την άνοιξη του 1949, που οι γυναίκες πολλαπλασιάστηκαν γιατί συνεχώς έφταναν νέες αποστολές, η ανυδρία που χρόνια βασάνιζε τους εξόριστους άρχισε από το Πάσχα.

Όλο το πλήθος , πέντε χιλιάδες περίπου γυναίκες, έπρεπε να πιει, να μαγειρέψει και να πλυθεί απ’ το νερό τριών πηγαδιών. Έτσι αναγκάζονταν να ξεκινήσουν πριν χαράξει, για να γεμίσουν τους κουβάδες του συσσιτίου ή τα κανάτια τους. Οι τρόμπες απέδιδαν στην αρχή, μετά όμως αγκομαχούσαν ανεβάζοντας λάσπη. Δεν άκουγες όλη μέρα τίποτα άλλο παρά μόνο εκείνον τον κουφό κρότο που μεγάλωνε την απελπισία.

Μα η πιο εξαντλητική κι άσκοπη αγγαρεία, που θύμιζε το κάτεργο του Μακρονησιού, ήταν να κουβαλούν από το γιαλό βότσαλα, άμμο και νερό της θάλασσας για να φτιάξουν ένα πελώριο στέμμα σε μια πλαγιά του νησιού, ώστε  να φαίνεται από τη θάλασσα απ’ όπου περνούσαν τα πλοία.

Επειδή για πολύ καιρό αποχωρητήρια δεν υπήρχαν στο στρατόπεδο, οι εξόριστες αναγκάζονταν να αποπατούν στα γύρω χωράφια και στα λιόφυτα και κάθε βδομάδα να βγαίνουν με κασμάδες , φτυάρια ή ξύλα για να σκεπάσουν τις ακαθαρσίες, να κάψουν τα σκουπίδια και να ραντίσουν με ασβέστη τα χώματα. Μα και πάλι τα κοράκια κι οι κάργιες , που σμήνη πετούσαν στο νησί, ξέθαβαν τις ακαθαρσίες και σκορπούσαν τα ματωμένα κουρέλια.

Βλέποντας οι διάφοροι αξιωματικοί της φρουράς ή οι απλοί χωροφύλακες πως δούλευαν αδιαμαρτύρητα, καθημερινά τις φόρτωναν και τα δικά τους τρόφιμα ή τα μπαγκάζια από τα καΐκια για να τ’ ανεβάσουν από τον ανήφορο του Μοναστηριού κι αυτοί ακολουθούσαν πίσω τους με αδειανά τα χέρια χασκογελώντας και πειράζοντάς τες.

Όλη αυτή η βασανισμένη ζωή του σκλάβου, που καθημερινά γινόταν όλο και πιο βαριά, έκανε όσες είχαν παιδιά να τα παραμελούν μοιρολατρικά. Αδιάκοπα έκλαιγαν τα σπυριασμένα και ακάθαρτα εκείνα παιδάκια, ζητιανεύοντας και γυρεύοντας τις μάνες τους στα χωράφια. Όσο για τις ίδιες όσο περνούσαν οι μέρες τσακίζονταν από τις κακουχίες, χλώμιαζαν από την πείνα και κουρελιαζόταν η μοναδική τους φορεσιά και τα παπούτσια τους. Πάνω στα πρόσωπά τους ήταν φανερή η αγωνία για τους δικούς τους, που καιρό τώρα πολεμούσαν στα βουνά και είχαν χάσει τα ίχνη τους.

Γράμματα, επιταγές, εφημερίδες και λιγοστά δέματα έρχονταν μια φορά τη βδομάδα με το καΐκι του στρατοπέδου. Όλα τα λογόκριναν πολύ αυστηρά πριν τα δώσουν στις εξόριστες, καθυστερούσαν τα λίγα χρήματα από τις επιταγές κι έσβηναν ή έκοβαν ένα μέρος από το περιεχόμενο των γραμμάτων.

Συνηθισμένο ήταν να τα κρατούν, θέλοντας να τιμωρήσουν ορισμένες γυναίκες επειδή βαρυγκόμησαν την ώρα της αγγαρείας ή για να τις κρατούν σε αγωνία. Η στέρηση αυτή από τα γράμματα και τα μηνύματα ήταν η πιο πρόχειρη τιμωρία στα χέρια της Διοίκησης.

Το ταχυδρομείο το μοίραζε ο ίδιος ο Διοικητής στο πρωινό προσκλητήριο, όπου οι γυναίκες στέκονταν στη σειρά. Αν καμιά αργούσε να τρέξει μόλις φώναζε το όνομά της, κρατούσε το γράμμα και της το’ δινε ύστερα από μέρες, ενώ τα γράμματα που έρχονταν να φέρουν το μήνυμα για το θάνατο κανενός αντάρτη τα φύλαγε τελευταία και τα διάβαζε άπονα μπροστά στη δύστυχη μάνα, αδερφή ή σύζυγο. λέγοντάς της αμέσως να κάνει δήλωση γιατί λόγος πια δεν υπάρχει να βρίσκεται εκεί. Οι εξόριστες έγραφαν ένα γράμμα τη βδομάδα, που κι αυτό το λογόκριναν το ίδιο αυστηρά, και συχνά όλα τα μαζί τα έκαιγαν για να μην πάνε στον προορισμό τους.

Η ελονοσία ήταν καθημερινή αρρώστια στο στρατόπεδο. Πολλές γυναίκες και παιδάκια είχαν την ωχρότητα που τη χαρακτηρίζει. Η ελονοσία πρώτη, κι ύστερα η φυματίωση.

Για τις φυματικές δεν υπήρχε καμιά ξεχωριστή έγνοια. Κοιμόνταν μέσα στ’ αντίσκηνα μαζί με τις άλλες, πλάι  πλάι με τα μωρά. Εκεί αιμόπτυαν, εκεί έβηχαν κι αγκομαχούσαν.

Η Βαγγελίτσα Εργάτη, μια μικρή χωριατοπούλα 18 χρονών, πέθανε από φυματίωση λίγες μέρες μετά τον ερχομό της στο στρατόπεδο. Την έθαψαν εκεί σαν ζώο.

Μαύρα σμήνη από μύγες έφευγαν από τους λάκκους και τις ακάλυπτες ακαθαρσίες κι έβοσκαν πάνω στο ψωμί, στο φαΐ, κάθονταν επίμονα γύρω απ’ το στόμα και τα ματάκια των παιδιών. Οι μύγες μετέδιδαν τα μικρόβια της δυσεντερίας και του πονόματου, τις δυο πληγές του Τρίκερι. Η δυσεντερία ήταν η πιο συχνή κι η χειρότερη απ’ τις αρρώστιες στο στρατόπεδο. Έριχνε κάτω διμοιρίες ολάκερες, και συχνά απλωνόταν γρήγορα σ’ όλο το λόχο γιατί δεν υπήρχαν αποχωρητήρια και φάρμακα. Σιγά σιγά η ελεεινή αυτή αρρώστια γινόταν χρόνια, γιατί έβρισκε εξαντλημένους οργανισμούς. Ήταν σαν ένα είδος χολέρας που έφερνε αφυδάτωση, ωχρότητα και μελαγχολία.

Μα δεν έλειψε και ο τύφος, που ερχόταν από τα θολά νερά των πηγαδιών κι από τα κακό πλυμένα λαχανικά. Τα προσωπάκια των παιδιών ήταν πληγιασμένα από σπυριά, που τα βασάνιζαν και τα έκαναν γκρινιάρικα κι ενοχλητικά. Η σταφυλοκοκκίαση κι η ψώρα ήταν πολύ διαδεδομένες στις εξόριστες και πιο βασανιστικές και από τους ίδιους τους βασανιστές τους.

Γι’ αυτές τις φοβερές επιδημίες η Διοίκηση δεν έδινε ρύζι, ζάχαρη, λεμόνια, ούτε καν φάρμακα. Το συσσίτιο με τα όσπρια το πετούσαν στη θάλασσα να παχαίνουν τα ψάρια, γιατί οι πιο πολλές δεν μπορούσαν να το φάνε κι άλλες πάλι που το έτρωγαν γίνονταν χειρότερα.

Ο γιατρός του στρατοπέδου είχε το ιατρείο του σ’ ένα κελί του Μοναστηριού και δίπλα υπήρχε ένα δωμάτιο, το «αναρρωτήριο», που είχε τρία τέσσερα στρώματα για τις βαριά άρρωστες.

Από τα φάρμακα του Ερυθρού Σταυρού δεν έφταναν σε μας παρά μονάχα ασπιρίνη, ιώδιο, και ελάχιστο κινίνο για την ελονοσία. Δεν υπήρχε μήτε ψωραλοιφή ούτε αλοιφές με σουλφαμίδες για τα σπυριά των παιδιών.

Ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός ποτέ δεν ενίσχυσε αυτά τα παιδιά ούτε τα αναγνώριζε σαν κρατούμενους. Τα κρατούσαν εκεί ως αντίποινα για το «παιδομάζωμα» των ανταρτών.

Επειδή το σαπούνι και το νερό ήταν τόσο σπάνια κι ακριβά έμεναν λερωμένα, κουρελιασμένα, χλωμά και γεμάτα σπυριά. Σκιές, όμοιες με φαντάσματα παιδιών.

Μπροστά σ’ αυτή τη δυστυχία είναι περιττό ν’ αναφέρουμε πως τα μεγάλα παιδιά έμεναν δίχως καμιά εκπαίδευση ή παιδαγωγική φροντίδα, κι όλη μέρα τριγύριζαν στα χωράφια και στις απότομες ακρογιαλιές ή έμεναν ζαρωμένα μέσα στα μουχλιασμένα κελιά και στις σκοτεινές σκηνές χωρίς να παίζουν.

Τα βρέφη υπέφεραν περισσότερο γιατί γάλα δεν υπήρχε, κι αν ακόμα οι μητέρες τους είχαν να τα θηλάσουν οι καθημερινές αγγαρείες δεν τα άφηναν.

Οι κρατούμενες έγκυες γυναίκες – και υπήρχαν αρκετές σ’ αυτή την κατάσταση  – με τρόμο αντίκριζαν τη δύσκολη ώρα της γέννας. Δεν υπήρχε καμία φροντίδα για τις λεχώνες και τα μικρά. Μήτε σπάργανα για να τα τυλίξουν και να τα προφυλάξουν από την παγωνιά.

Το Σεπτέμβριο του 1949 μια Σλαβομακεδόνισσα γέννησε δίδυμα. Μέχρι τις τελευταίες  μέρες της εγκυμοσύνης της έτρεχε στις αγγαρείες  και κουβαλούσε με μια παράξενη περηφάνια την ανημπόρια της. Γέννησε δίδυμα πάνω στο χωματένιο πάτωμα ενός υπογείου του Μοναστηριού, χωρίς κανένας σχεδόν να το ξέρει. Το ένα μωρό πέθανε σε δυο μέρες και τ’ άλλο το βάφτισαν Ελευθερία μερικές κοπέλες από το κάτω στρατόπεδο. Πέθανε κι αυτό μια βδομάδα αργότερα.

Έξω από το Μοναστήρι, λίγα μέτρα από την κεντρική πύλη, ήταν το μικρό νεκροταφείο για τους κατάδικους του Τρίκερι. Δεν είχε τίποτα που να μοιάζει με τα νεκροταφεία που ξέρουμε. Είναι ένας μικρός τετράγωνος χώρος με πέντε έξι φρέσκα μνήματα, που με τα πρωτοβρόχια πρασίνιζε όπως τα γύρω χωράφια.

Κάποιοι παλιοί εξόριστοι είχαν φυτέψει σ’ εκείνο το μέρος μια πικροδάφνη και στερέωσαν  μέσα στη γη ένα ξυλόγλυπτο σταυρό από ελιά. Άλλοι μικρότεροι σταυροί ήταν σπαρμένοι τριγύρω, σάπιοι από τις βροχές και τον ήλιο, και πάνω τους μόλις που ξεχώριζαν κάτι αχνά γράμματα με το όνομα και την πατρίδα των νεκρών.

Οι τάφοι των μικρών παιδιών δεν ξεχώριζαν καθόλου. Τα νερά της βροχής μονάχα λίμναζαν στις μικρές λακουβίτσες τους και την άνοιξη πρωτο φυτρώνουν εκεί οι παπαρούνες και τα χαμομήλια.

Δυο βήματα από τους ανώνυμους αυτούς τάφους, που μόνο οι ίδιες τους ξέρανε, ήταν τ’ αντίσκηνα. Εκεί στο πλάι πηγαινοέρχονταν  οι γυναίκες και κάποτε παίζοντας τα παιδάκια πήγαιναν  και κρύβονταν πίσω απ’ τη φουντωτή πικροδάφνη και το μεγάλο ξύλινο σταυρό.

Ήταν όλοι τους τόσο κοντά στα μνήματα, που η καθημερινή γειτονιά τους με τους πεθαμένους δεν τους έκανε καμία εντύπωση. Ίσως επειδή ύστερα από μια βαριά κρίση ελονοσίας, μια πνευμονία, μια φυματίωση, μια γρίπη, ή ακόμα κι ένα γρατζούνισμα πάνω στα φαρμακερά σύρματα, μπορεί κι αυτές να βρίσκονταν κάτω από το αρμυρό χώμα.

Πηγή : κάτοικοι του νησιού και αναφορές επιζησάντων γυναικών

Φωτογραφίες – επιμέλεια : Δημήτρης Καστανάρας

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ ΗΜΕΡΩΝ