Οδοιπορικό με τον φακό του Δημήτρη Καστανάρα
Ένας από τους ακμαιότερους τεκέδες των Μπεκτασήδων στον ελλαδικό χώρο, ενεργός μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1970, βρισκόταν στο χωριό Ασπρόγεια Φαρσάλων, μέσα σε ένα ειδυλλιακό τοπίο.
“Τεκέδες” ονομάζονταν τα μοναστήρια των μωαμεθανών μυστικιστών και ήταν συχνά μεγάλα ιδρύματα στην ύπαιθρο, δομημένα και οργανωμένα μέσα σε περιβόλους, κατ’ αντιστοιχία με τα χριστιανικά μοναστήρια.
Το μουσουλμανικό μοναστήρι ήταν γνωστό παλαιότερα και με την προσωνυμία “Ιρενί Τεκές”, από το τουρκικό όνομα του χωριού Ασπρόγεια Φαρσάλων, που ήταν “Ιρενί” και υπήρξε ιδιαίτερα γνωστό καθ’ όλη τη διάρκεια λειτουργίας του, δηλαδή από τα τέλη του 15ου αιώνα έως το 1973, οπότε και απεβίωσε ο 33ος και τελευταίος μπουμπάς ή μπαμπάς (ηγούμενος) του μοναστηριού.
Όπως πολύ συχνά συνέβαινε με τους τεκέδες, ο Ιρενί τεκές χτίσθηκε επάνω στα ερείπια ενός Βυζαντινού, όπως ομολογείται, μοναστηριού του 10ου αιώνα, αφιερωμένο στον Άγιο Γεώργιο. Τόσο η ανοικοδόμηση, όσο και η λειτουργία του οφείλουν πολλά στα πρότυπα των χριστιανικών μοναστηριών.
Ως ιδρυτής του φέρεται ο Τούρκος, φανατικός Μπεκτασί – δερβίσης, Ντουρμπαλή, που καταγόταν από το Ικόνιο της Μικράς Ασίας και φαίνεται να φτάνει στην Ασπρόγεια περί τα 1492 / 911 έτος Εγίρας. Οι επίσημες τουρκικές αρχές της Θεσσαλίας παραχωρούν στο δερβίση Ντουρμπαλή την άδεια να ιδρύσει τεκέ στο Ιρενί, ως αναγνώριση των ανεκτίμητων στρατιωτικών υπηρεσιών, που εκείνος τους πρόσφερε στο πολεμικό πεδίο και οι οποίες συνέτειναν στην ολοκληρωτική κατάκτηση της Θεσσαλίας, την υποταγή του χριστιανικού πληθυσμού της και δυνάμει στον εξισλαμισμό του. Μέσα στους επόμενους αιώνες, ο τεκές του Ιρενί ενισχύθηκε με τα τσιφλίκια των χωριών Ιρενί (Ασπρόγεια Φαρσάλων) και Αρντουάν (Ελευθεροχώρι Μαγνησίας), μια έκταση, δηλαδή, τριάντα δύο χιλιάδων (32.000) στρεμμάτων, γεγονός που τον κατέστησε οικονομικά ισχυρό.
Σύμφωνα με την άποψη ορισμένων μελετητών, όπως ο παλαιός αρχαιολόγος Ν. Γιαννόπουλος, ο Ντουρμπαλή Σουλτάν ήταν μυθικό πρόσωπο και ο Τεκές οφείλει το όνομά του στην παραφθορά της τουρκικής λέξης τουρμπές ή ντουλμπές, που σημαίνει “τάφος”. Έτσι, λοιπόν, ονομάζονταν τα μαυσωλεία, πολλές φορές και τα τεμένη, ίσως εδώ και ολόκληρο το μοναστήρι, δηλαδή Ντουλμπαλή Τεκές = Τεκές των Τάφων ή των Ενταφιασμένων.
Η σέκτα των Μπεκτασί υπήρξε ένα από τα πολλά μυστικιστικά τάγματα που αναπτύχθηκαν μέσα στους κόλπους του Ισλάμ, το οποίο κατά την εξελικτική του διαμόρφωση ευνόησε τη δημιουργία εσωτερικών ταγμάτων και του μυστικισμού (tasavvuf). Οι μυστικιστές ήταν γνωστοί με το γενικό όρο “Δερβίσηδες” και δημιούργησαν ξεχωριστά τάγματα, το καθένα από τα οποία είχε το δικό του λατρευτικό τυπικό και τους δικούς του χώρους λατρείας.
Θεμελιωτής του Μπεκτασισμού θεωρείται ο Χατζή Μπεκτάς.
Η αίρεση των Μπεκτασήδων από δογματικής απόψεως τοποθετείται ανάμεσα στα δύο κυρίαρχα θρησκευτικά ρεύματα του Ισλάμ, τους Σουνίτες και τους Σιίτες. Στην πραγματικότητα στη μυστικιστική αυτή αίρεση συγκεράζονται στοιχεία των δύο βασικών θρησκειών που καθόρισαν τη ζωή στα Βαλκάνια της οθωμανικής περιόδου, δηλαδή το μουσουλμανισμό και το χριστιανισμό, αλλά ακόμη και το σαμανισμό, την Προ ισλαμική αρχέγονη θρησκεία των Τούρκων και την αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Σε αυτό το γεγονός, δηλαδή ότι στον Μπεκτασισμό εγκολπώθηκαν πολλά ετερόδοξα και ετερόκλητα στοιχεία, οφείλεται ο μεγάλος βαθμός ανεκτικότητας των πιστών του προς τις διαφορετικές θρησκευτικές πεποιθήσεις των ανθρώπων.
Επί πέντε συνεχόμενους αιώνες το τάγμα των Μπεκτασί ακολουθούσε μια ανοδική πορεία με σταθερά αυξανόμενη ισχύ, στην οθωμανική κοινωνία και θρησκευτική οργάνωση. Όταν το τάγμα και το συνδεδεμένο με αυτό στρατιωτικό σώμα των Γενίτσαρων, έφθασε στον κολοφώνα της δόξας και της δύναμης του, στις αρχές του 19ου αιώνα, θεωρήθηκε από το Σουλτάνο Μαχμούτ Β’ απειλητικό για το σουλτανικό καθεστώς, ο οποίος, το 1826, τα κατήργησε αμφότερα. Ο ολοκληρωτικός αφανισμός του Τάγματος των Μπεκτασί Δερβίσηδων επήλθε με το διάταγμα της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης του 1925, που, υπό τις οδηγίες του Κεμάλ Ατατούρκ , επέβαλε την καταστροφή όλων, ανεξαιρέτως, των υφιστάμενων τεκέδων στην τουρκική επικράτεια και τη δίωξη απάντων των μυστικιστικών μοναστικών ταγμάτων, που δρούσαν σε αυτή.
Ο Τεκές είναι χτισμένος επάνω σε ένα μικρό εξώστη του βουνού, από τον οποίο μπορεί κανείς να κατοπτεύσει ολόκληρη τη φαρσαλινή πεδιάδα, δίχως να γίνει αντιληπτός, στοιχείο σημαντικό για όποιον θέλει να ελέγχει την περιοχή και να οργανώνει την προστασία της, όταν εμφανίζεται κίνδυνος.
Η ασφάλεια του μοναστηριού συνδεόταν με την ύπαρξη ενός ψηλού, ισχυρού περιβόλου, ενισχυμένου με πολεμίστρες και πυργίσκους, μυστικές θυρίδες, υπόγειες διόδους και καταπακτές από τις οποίες μπορούσε εύκολα καθένας να κατεβεί στην πεδιάδα, δίχως να γίνει αντιληπτός.
Στην είσοδο του Τεκέ, προ των βασικών του οικοδομημάτων, μέσα σε μια συστάδα πλατάνων, υψώνεται λιθόκτιστη κρήνη. Ανήκει στον τύπο της μονόπλευρης ανοικτής βρύσης, που στην πρόσοψή της διαμορφώνεται εσοχή, που επιστέφεται από μεγάλο οξυκόρυφο τόξο, που βαίνει σε δύο χαμηλές παραστάδες. Φέρει απλό γείσο από πλακοειδείς λίθους. Στο κατώτερο τμήμα του τυμπάνου του τόξου ανοίγεται το στόμιο εκροής του νερού με αδρά λαξευμένη υδρορροή και υπέρ αυτής μικρό ορθογώνιο ερμάριο.
Στον κοινοβιακό περίβολο οδηγούσε μια ψηλή τοξωτή είσοδος, προστατευμένη από ένα τρίστυλο προστώο, που δεν υπάρχουν πια, παρά δυσδιάκριτα ίχνη των θεμελίων του. Η είσοδος φρασσόταν από ξύλινη, δίφυλλη θύρα, ενώ στεφανωνόταν από κόγχη με πολεμίστρες και δύο πυργίσκους δεξιά και αριστερά.
Εισερχόμενος ο επισκέπτης στο κοινόβιο βρισκόταν σε μια επιμήκη, πλακόστρωτη αυλή, που οριζόταν από σειρά οικοδομημάτων προς Α, Δ, Β.
Στο ανατολικό σκέλος της αυλής συναντούσε κανείς, κατά σειρά:
- το ηγουμενείο, ένα διώροφο λιθόκτιστο κτήριο, με τοξωτά θυρώματα στον ισόγειο χώρο. Στο οικοδόμημα αυτό οι δερβίσηδες, που επρόκειτο να γίνουν ηγούμενοι της Μονής, δηλαδή μπαμπάδες ή σεΐχηδες, περνούσαν την επιβεβλημένη και αναγκαία καθαρτήρια περίοδο, ώστε να καταστούν ικανοί να λάβουν το αξίωμά τους,
- τους φούρνους και τα μαγειρεία, από τα οποία μονάχα ερείπια αντικρίζουμε,
- τις αποθήκες, τους στάβλους και τους σιτοβολώνες.
Στο δυτικό σκέλος της αυλής παρατάσσονται οι ξενώνες, τα κελιά και η τράπεζα. Το δεσπόζον κτήριο του άξονα αυτού είναι το καλογερικό αναχωρητήριο, που φιλοξενούσε άλλοτε τα κελιά των δερβίσηδων και του ηγουμένου. Πρόκειται για ένα ογκώδες, διώροφο οικοδόμημα, με πολύστυλο χαγιάτι.
Στο βάθος του αύλειου χώρου προς Β ορθώνεται το μεϊντάν, το οικοδόμημα, δηλαδή, εκείνο στο εσωτερικό του οποίου φιλοξενούνταν οι τελετές που διοργανώνονταν στη μονή. Πρόκειται για ένα επίμηκες διώροφο, εξολοκλήρου λιθόδμητο οικοδόμημα, κοσμημένο με μεγάλα ανακουφιστικά τόξα στην κύρια όψη του.
Όλα αυτά τα οικοδομήματα του βορείου κοινοβιακού περιβόλου έχουν υποστεί πλήθος αυθαίρετων νεότερων επεμβάσεων, εξ όσων γνωρίζουμε από σύγχρονους Μπεκτασήδες, που καταφθάνουν εδώ και θεωρούν, καταχρηστικά, υποχρέωσή τους να επεμβαίνουν στον ερειπιώνα κατά το δοκούν.
Εντός του νοτίου ταφικού περιβόλου εκτείνεται το κοιμητήριο της Μονής. Εκεί δεσπόζουν δύο τουρμπέδες (μαυσωλεία), που περιβάλλονται από τριάντα τρεις τάφους. Ο δυτικότερος και παλαιότερος τουρμπές είναι ένα λιτό, μονόχωρο οικοδόμημα, μεγίστων διαστάσεων 6×7×7,5 μέτρων. Το μέγιστο ύψος του υπολογίζεται από την κορυφή του τρούλου, ο οποίος στηρίζεται σε τέσσερα ημιχώνια.
Στη νότια και στη δυτική πλευρά η τοιχοποιία διακόπτεται από τοξωτά, με ελαφρά οξυκόρυφη απόληξη, ανοίγματα. Η βόρεια, κύρια όψη του μαυσωλείου, κοσμείται με μικρή στοά, που συνίσταται από τέσσερις κίονες στεφανωμένους με τόξα, οι οποίοι διαμορφώνουν μια τριμερή διαίρεση στην πρόσοψη του κτηρίου. Η οροφή της στοάς, καθώς και ο τοίχος της εισόδου του τουρμπέ έφερε κάποτε πλουσιότατη γραπτή διακόσμηση με φυτικά θέματα, η οποία τώρα έχει καλυφθεί από λευκό χρώμα.
Κατά την κατασκευή του τουρμπέ χρησιμοποιήθηκε και αρχιτεκτονικό υλικό της βυζαντινής περιόδου σε β’ χρήση (κίονες και κιονόκρανο).
Η θύρα της εισόδου επιστέφεται από απλής μορφής κόγχη με σταλακτίτες.
Ανάλογης μορφής και διαστάσεων είναι και ο ανατολικός τουρμπές, ο οποίος στεγάζει τρεις τάφους επίσης. Ο αρχαιότερος τάφος των δυο μαυσωλείων έχει χρονολογηθεί στο 17ο αιώνα ενώ ο νεότερος το 1869 (έτος Εγίρας 1286).
Μια νεότερη τσιμεντένια κατασκευή αποτελεί το συνδετικό αρχιτεκτονικό στοιχείο των δύο μαυσωλείων, μέσω της οποίας τα οικοδομήματα επικοινωνούν, ενώ φιλοξενεί κι αυτή δύο επιπλέον τάφους.
Όλοι αυτοί οι τάφοι των στεγασμένων χώρων ανήκουν στους ηγουμένους (σεΐχηδες) της μονής.
Τα υπόλοιπα ταφικά μνημεία, που περιβάλλουν τα μαυσωλεία, ανήκουν σε δερβίσηδες, που μόνασαν στο χώρο και σώζουν αρκετές επιτύμβιες ενεπίγραφες ( με αναγλυφική αραβική γραφή) στήλες, ενίοτε και στην κεφαλή και στα πόδια, οι οποίες εξυμνούν τις αρετές των κεκοιμημένων. Άλλοι τάφοι έχουν απλούστερη μορφή, φέρουν στήλες επί της κεφαλής, δίχως επιγραφές, έχοντας μονάχα το σχήμα του τατς, ως δήλωση ότι οι νεκροί ήταν ιερωμένοι. Μια τρίτη κατηγορία ταφικών μνημείων φέρουν στήλες με κοίλωμα εν είδει γάστρας, εντός των οποίων οι Τούρκοι προσκυνητές άφηναν ως εισφορές χάλκινα νομίσματα. Ορισμένοι εκ των τάφων ανήκαν και σε λαϊκούς πιστούς του Μπεκτασισμού, που θέλησαν να ταφούν σε ένα ιερό τόπο, δίπλα σε βαθιά πιστούς μοναχούς.
Σήμερα, αν και είναι κηρυγμένο διατηρητέο μνημείο, η κατάσταση του ερημωμένου και ερειπωμένου μοναστηριού, όπου άπαντα τα οικοδομήματα βρίσκονται σε μικρό ή προχωρημένο βαθμό κατάρρευσης, χρήζει άμεσης και ουσιαστικής επέμβασης. Ένας χώρος ιστορικής μνήμης, διαπολιτισμικής και διαθρησκευτικής σημασίας, επιβάλλεται να διασωθεί και να αναστυλωθεί, ενώ θα ήταν ενδιαφέρον να στεγάσει ένα διεθνές κέντρο μελέτης των λαών και των θρησκειών της βαλκανικής των τελευταίων πέντε αιώνων. Προς αυτή την κατεύθυνση συγκεντρώνει τις δυνάμεις του ο Δήμος Φαρσάλων.
Θα ήθελα να ευχαριστήσω την προϊσταμένη της 7ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Λάρισας κ. Ρούλα Σδρόλια, τον Δήμαρχο Φαρσάλων κ. Μάκη Εσκίογλου την Αρχαιολόγο (πρώην συνεργάτη του δημάρχου Φαρσάλων) κ. Βάσω Νούλα και την συνεργάτιδα του Δημάρχου κ. Άννα Φλωρά.
Επιμέλεια – Φωτογραφίες : Δημήτρης Καστανάρας