Λύση από το υπουργείο μετά από παρέμβαση του Μ. Χαρακόπουλου
«Θα ήθελα να εκφράσω την ικανοποίησή μου για την θετική έκβαση του προβλήματος με την απώλεια της εξισωτικής αποζημίωσης στους συνταξιούχους χηρείας.
Η ηγεσία του ΥπΑΑΤ επέδειξε το απαραίτητο ενδιαφέρον και διόρθωσε μια πασιφανή αδικία, που είχαμε επισημάνει από τις 31.01.20. Η επαναφορά της εξισωτικής για τους δικαιούχους συντάξεων χηρείας, ήταν μια κοινωνικά δίκαια και ηθικά ορθή απόφαση. Η συνέχιση της αγροτικής δραστηριότητας από το επιζών μέλος, συνήθως τη σύζυγο, αποτελεί πέρα από αναγκαιότητα για επιβίωση και μια αξιοπρεπή στάση που η πολιτεία οφείλει να αναγνωρίζει, αντί να “τιμωρεί”».
Τα παραπάνω τονίζει σε δήλωσή του ο βουλευτής Λαρίσης της Νέας Δημοκρατίας, κ. Μάξιμος Χαρακόπουλος, με αφορμή την διορθωτική απόφαση του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, που επαναφέρει την εξισωτική αποζημίωση για τους δικαιούχους συντάξεων χηρείας.
Υπενθυμίζεται ότι ο Θεσσαλός πολιτικός ήδη από 31 Ιανουαρίου 2020, μετά από εύλογες διαμαρτυρίες κτηνοτρόφων, με ερώτησή του προς τους υπουργούς Αγροτικής Ανάπτυξης κ. Μάκη Βορίδη και Εργασίας κ. Γιάννη Βρούτση είχε ζητήσει να επανεξετάσουν τις διατάξεις που διέπουν τις προϋποθέσεις λήψης της εξισωτικής αποζημίωσης για τους δικαιούχους σύνταξης χηρείας και να προβούν στις απαραίτητες διορθωτικές ενέργειες.
Το όλο πρόβλημα δημιουργήθηκε όταν ο ΟΠΕΚΕΠΕ, στην εγκύκλιό του για την εξέταση των ενστάσεων για την πληρωμή του Μέτρου 13 που έγινε στο τέλος του 2019, ανέφερε ότι «περιπτώσεις παραγωγών που λαμβάνουν κύρια σύνταξη γήρατος ή/και θανάτου ή/και αναπηρίας εμπίπτουν στην περίπτωση καταβολής άμεσης σύνταξης προς το πρόσωπο του δικαιούχου».
Ο Μάξιμος Χαρακόπουλος στην ερώτησή του είχε επισημάνει ότι «οι συντάξεις θανάτου-χηρείας αποδίδονται στο μεγαλύτερο ποσοστό τους σε γυναίκες. Για αυτές, η σύνταξη χηρείας θα στηρίξει την οικογένεια σε δύσκολες συνθήκες και δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με τον ίδιο τρόπο με τις συντάξεις γήρατος, σαν άμεση δηλαδή σύνταξη, στερώντας τους την εξισωτική αποζημίωση. Επιπροσθέτως, υπάρχουν αναφορές ότι γυναίκες νέες σε ηλικία που συνεχίζουν την αγροτική ή κτηνοτροφική δραστηριότητα μετά το θάνατο του συζύγου, καθαρά για λόγους επιβίωσης, δεν είναι δικαιούχοι εξισωτικής, παρότι λαμβάνουν πολύ μικρά ποσά συντάξεων χηρείας, λόγω του σύντομου ασφαλιστικού βίου του θανόντος. Από τα παραπάνω, γίνεται φανερό ότι θα ήταν ηθικά και κοινωνικά δικαιότερο η πολιτεία να εξετάσει υπό διαφορετικό πρίσμα και με μεγαλύτερη ευαισθησία την απώλεια της εξισωτικής για τους δικαιούχους συντάξεων χηρείας».