Γράφει η Δήμητρα Σωτ. Καραγγέλη, Ασκούμενη Δικηγόρος
Περί υποκρισίας ομιλώντας, τους ορισμούς ας δώσουμε. Ποιος άραγε είναι ο υποκριτής; Ποιαν να ‘ναι πράγματι η υποκρισία; Ποιο λήμμα λεξικού να σε φωτίσει;
Μην απελπίζεσαι να βρεις τη λύση!
Ας είσαι και μιαν φορά «φυγόπονος», για τη σωστήν αιτία. Για ‘ κείνον εκεί τον λόγο που μόνον «φυγόδικος» δεν είναι.
Δια τι όμως;
Διότι, τη λύση, που τάχα γυρεύεις μες την πολλή τη γνώση και την επιστημοσύνη, η ίδιαν η εμπειρική και ιστορική παρατήρηση, σου την χαρίζει απλόχερα.
Μα, την αρνείσαι!
Την αρνείσαι σφαλερά ωσάν το φθονερό το ψέμα. Την αρνείσαι επιμόνως ως κάτι διόλου φανερό, ως μιαν «συνωμοσία»! Την αρνείσαι συνειδητά στο όνομα της πνευματικής σου ραστώνης. Την αρνείσαι ανέλεγκτα στο όνομα της ηθικής σου ένδειας.
Είσαι φυγόπνοος, βολικός, ξεστρατισμένος.
Είσαι σφόδρα ευθυνόφοβος και ολίγον πεθαμένος!
Οι Υποκριταί, καλέ μου άνθρωπε, δεν είναι άλλοι∙ είσαι εσύ!
Εσύ, που πάντα βερμπαλίζεις άνευ ουσιαστικού εν τοις πράγμασι υποβάθρου. Είσαι εσύ που έχεις αυτοακινητοποιηθεί. Είσαι εσύ ο αλληλέγγυος απάνθρωπος. Ο επιλεκτικά ευαισθητοποιημένος. Είσαι εσύ, πρωτοπαλίκαρο στη βοή της ανοησίας. Εσύ και μόνον εσύ, ο παραδομένος, ο υποτακτικός, ο μερικώς προδομένος και ο ολικά φαύλος. Είσαι εσύ, που μονάχα ως μέρος μιας μάζας εργάζεσαι. Και εργάζεσαι τυφλωμένος απ’ τις επιταγές του όχλου. Στην ουσία, όμως, απεργάζεσαι την καταδίκη σου. Είσαι εσύ και μόνον εσύ, ο θύτης και το θύμα της υποκρισίας.
Απ’ τη μιαν παρακολουθείς την βία, την αδικία και σιωπάς, στιγμιαία. Απλώς, την βιντεοσκοπείς. Την κοιτάς παθητικά, νωχελικά. Σχεδόν αδιάφορα, σχεδόν άσπλαχνα. Κρατάς το στιγμιότυπο και προχωράς. Απ’ την άλλη, κατόπιν εορτής – εν μέσω νηνεμίας, θα έλεγε κανείς – λαμβάνεις το σύνθημα της αγέλης σου και επαναστατείς, στιγμιαία. Εξεγείρεσαι, στιγμιαία. Μανιωδώς, βουβά και βροντερά συνάμα. Σκυφτά νομίζεις πως τάχα υψώθηκες.
Καλέ μου άνθρωπε, προσκυνητά δεν ελευθερώθηκε κανείς. Την σκλαβιά πολλοί ηγάπησαν, τον σκλάβο ουδείς! Θέλει αρετήν και τόλμη η λευτεριά!
Ομιλείς για διαφορετικότητα και εννοείς ισοπεδωτική ομοιότητα. Ομιλείς για Δημοκρατία και εννοείς κομφορμιστική δικτατορία. Ομιλείς για δικαιώματα και εννοείς υποταγή στις βουλές του ολοκληρωτισμού.
Ομιλείς, ομιλείς, ομιλείς….
Δεν έχεις ακούσει, βλέπεις. Δεν έχεις ακούσει για την αξία του σεβασμού. Γιατί, όλα τούτα, για τα οποία ομιλείς, μονάχα σεβασμό απαιτούν.
Ξέρεις, ο σεβασμός δεν είναι έννοια ουδόλως παθητική, ωσάν εσένα∙ υποκριτή! Ο σεβασμός είναι έννοια εξόχως δυναμική και επιδέχεται αλληλεπίδρασης μεταξύ του ανόμοιου, του έτερου, του άλλου. Αυτού που τάχα προασπίζεσαι, μα στην ουσία αντιμάχεσαι καθώς δεν σου μοιάζει.
Σε φυλακίζουν, μέρα με τη μέρα, πίσω από τείχη περίτεχνα χτισμένα, μα δεν νοείς να καταλάβεις. Σε ταΐζουν ψευδεπίγραφες αξίες μιας δήθεν «ισότητας» στο όνομα μιας δήθεν «ανοικτής» κοινωνίας – κατά βάθος θεόκλειστης, σχεδόν ελιτίστικης – . Περιχαρακώνουν τους αισθητήρες της κριτικής σου σκέψης, καμουφλάροντας το ψέμα με ολίγην αλήθεια. Σε σταυρώνουν, σε σκοτώνουν, σε διώκουν και μετά σου χαρίζουν φιλεύσπλαχνα το «δικαίωμα» να ξεθυμάνεις. Σου ρίπτουν το βρωμερό μπαλάκι και εσύ ευθύς το ανασηκώνεις. Κι αντί να τους το επιστρέψεις, παίρνεις φόρα και το πετάς με ακόμη περισσότερη μανία προς τον ίδιο σου τον εαυτό. Προς την ίδια την κοινωνία που τόσο υπερασπίζεσαι.
Αυτό δεν είναι αντίδραση ούτε αγώνας για δικαιοσύνη, ισότητα και ισονομία. Αυτό είναι ευθεία, κατάφωρη και ανεξέλεγκτη αυτοπροσβολή.
Δεν αντιδράς, γιατί πολύ απλά δεν δρας!
Το απειροελάχτιστο μέρος μιας ομοιόμορφης και επικίνδυνης μάζας είσαι.
Άχρωμος, άοσμος, ανύπαρκτος εν ολίγοις!
Οι «πύρινοι», οι υποκριτικοί λόγοι, σου απέμειναν. Μονάχα τούτους έχεις. Είναι ένα άλλοθι κι αυτοί, μπρος στην εγκληματική σου απραξία! Ίσως και να εξαγνίζουν, εν τέλει, τα ανομήματά σου.
Οι Υποκριταί, καλέ μου άνθρωπε, δεν ήσαν άλλοι, ήσουν Εσύ!