Ο κορωνοϊός έχει μπει για τα καλά στη ζωή μας και δυστυχώς δείχνει ότι θα μείνει για πολύ ακόμα. Ένα χρόνο μετά την ανακάλυψη του ασθενούς μηδέν οι επιστήμονες ακόμα προσπαθούν να κατανοήσουν τα παράδοξα του συγκεκριμένου ιού.
Ο Ειδικός Παθολόγος MD, cPhD, Χαράλαμπος Μοσχόπουλος, μας μιλάει για 2 από αυτά:
Πώς εξηγούνται οι περιπτώσεις ατόμων που ήταν υγιή, νεαρής ηλικίας, χωρίς υποκείμενα νοσήματα αλλά κατέληξαν τελικά στην εντατική και έδωσαν μάχη για τη ζωή τους;
Ο τρόπος με τον οποίο ο νέος κορωνοϊός μπορεί να προκαλέσει σοβαρή νόσο είναι ιδιαίτερα πολύπλοκος και όχι ακόμα πλήρως κατανοητός. Παρόλο που στατιστικά ο κίνδυνος για τα νεαρά άτομα να νοσήσουν βαριά από τον νέο κορωνοϊό παραμένει χαμηλός, δεν είναι όμως μηδενικός.
Στην Ελλάδα μέχρι στιγμής το ποσοστό των θανάτων από COVID-19 στους νέους ηλικίας έως 40 ετών είναι της τάξης του 1,1%, ενώ στα άτομα ηλικίας 40-64 ετών αγγίζει το 19%, ποσοστά αντίστοιχα με εκείνα πολλών άλλων χωρών. Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι ο κίνδυνος αρχίζει να αυξάνεται από την ηλικία των 40 ετών και κορυφώνεται στις ηλικίες άνω των 65.
Παρόλα αυτά, μέσα στο καλοκαίρι παρατηρήθηκε σημαντική μετατόπιση των νέων διαγνώσεων προς τις νεαρότερες ηλικίες, κάτι που οδήγησε και σε αύξηση του αριθμού των νέων ατόμων που νοσηλεύονται σε μονάδες εντατικής θεραπείας. Παράλληλα, καταβάλλονται μεγάλες προσπάθειες από την επιστημονική κοινότητα για να εντοπιστούν παράγοντες κινδύνου που οφείλονται στον ίδιο τον ασθενή, και όχι στον ιό.
Εκτός από τα υποκείμενα νοσήματα, ενδεχομένως υπάρχουν και άλλοι παράγοντες, γενετικοί ή περιβαλλοντικοί, που μπορεί να αυξάνουν την προδιάθεση ενός ατόμου να νοσήσει βαριά. Κάτι άλλο που έχει ιδιαίτερη σημασία για τους νέους που μολύνονται από τον κορωνοϊό, ακόμα κι αν δεν νοσήσουν σοβαρά, είναι οι πιθανές μακροχρόνιες επιπτώσεις του ιού για την υγεία.
Τα στοιχεία που έχουμε δείχνουν ότι ορισμένοι ασθενείς παρουσιάζουν συμπτώματα και επιπλοκές ακόμα και μετά την ανάρρωσή τους, ενώ επηρεάζεται σημαντικά και η ποιότητα της ζωής τους. Συνεπώς, παρόλο που η στατιστική αποτελεί σημαντικό εργαλείο για τους επαγγελματίες υγείας, το γεγονός ότι οι ηλικιωμένοι νοσούν σοβαρά συχνότερα δεν πρέπει να καθησυχάζει τους πιο νέους, θεωρώντας πως δεν κινδυνεύουν.
Iσχύει ότι αν κολλήσεις από ασυμπτωματικό άτομο το ιικό φορτίο θα είναι μικρότερο, άρα και η λοίμωξη πιο ελαφριά;
Για να απαντήσουμε σε αυτήν την ερώτηση πρέπει πρώτα να αναφέρουμε κάποια σημαντικά ευρήματα. Καταρχάς, οι έρευνες μέχρι τώρα έχουν δείξει ότι όταν ένα άτομο μολύνεται από υψηλό φορτίου του ιού πράγματι έχει αυξημένες πιθανότητες να νοσήσει πιο βαριά.
Από την άλλη μεριά, το ερώτημα είναι αν ένα ασυμπτωματικό άτομο έχει τη δυνατότητα να διασπείρει μεγάλη ποσότητα του ιού. Τα αποτελέσματα νεότερων μελετών δείχνουν ότι οι ασυμπτωματικοί δεν έχουν μικρότερο φορτίο του ιού στο αναπνευστικό τους από τους συμπτωματικούς, αλλά για κάποιους άλλους λόγους που δε γνωρίζουμε ακόμα δεν εκδηλώνουν τη νόσο.
Γι’ αυτό και είναι μεταδοτικοί. Ένας άλλος παράγοντας που επηρεάζει τη μεταδοτικότητα είναι η συμπεριφορά του ατόμου που φέρει τον ιό. Ο ασυμπτωματικός από τη μια δεν βήχει και δε φτερνίζεται, αλλά και δεν παίρνει μέτρα προστασίας, αφού δεν ξέρει ότι κουβαλάει τον ιό.
Από την άλλη ο συμπτωματικός ασθενής συνήθως θα περιορίσει τις επαφές του και πιθανότητα θα παραμείνει στο σπίτι του ή στο νοσοκομείο.
Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν δεδομένα που να υποστηρίζουν την άποψη ότι αν κάποιος μολυνθεί από ασυμπτωματικό ασθενή θα νοσήσει και ελαφρύτερα.
Σημαντικότερο ρόλο για τη βαρύτητα της νόσου φαίνεται ότι παίζουν παράγοντες του ίδιου του ασθενή, όπως η ηλικία, τα υποκείμενα νοσήματα και η γενετική του προδιάθεση.
ethnos.gr