ΓΡΑΦΕΙ Ο Αστέριος Χατζημίχος, ΔΔκηγόρος , c.LLM Ποινικών και Εγκληματολογικών Επιστημών Νομικής ΑΠΘ
Στις 7/10/2020 το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών έκρινε το πολιτικό κόμμα της Χρυσής Αυγής ως «εγκληματική οργάνωση» κατ’ άρθρο 187 ΠΚ. Τα μέχρι πρότινος κατηγορούμενα μέλη της Χρυσής αυγής δεν καταδικάζονται ασφαλώς για την αποτρόπαιη, αντιδημοκρατική και νεοναζιστική ιδεολογία τους αλλά για την εγκληματική τους δράση, που κατά το δικαστήριο στοιχειοθετεί ποινική ευθύνη τους για το έγκλημα της σύστασης , ένταξης και διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης.
Προχθές ανακοινώθηκε η απόφαση επί των επιβαλλόμενων ποινών. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η επιβληθείσα ποινή της κάθειρξης των δεκατριών (13) ετών για το διευθυντήριο της εγκληματικής οργάνωσης , όπου δεν τους αναγνωρίστηκε κάποιο ελαφρυντικό ( το απειλούμενο πλαίσιο ποινής είναι πέντε έως δεκαπέντε έτη) ενώ με χαμηλότερες ποινές τιμωρήθηκαν, όσοι καταδικάστηκαν για ένταξη μόνο στην εγκληματική οργάνωση. Στη συνέχεια, το δικαστήριο θα κληθεί να αποφασίσει για το εάν η έφεση των κατηγορουμένων θα έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα ή όχι. Με απλά λόγια θα αποφασισθεί, εάν οι καταδικασθέντες θα αρχίσουν να εκτίουν ή όχι την ποινή τους μέχρι την έκδοση της απόφασης του εφετείου .
Διαβάστε επίσης: Δίκη Χρυσής Αυγής: Ισόβια στον Ρουπακιά, κάθειρξη 13 ετών στο «διευθυντήριο»
Με αφορμή την πολύκροτη αυτή δίκη έχει επανέλθει έντονα στο προσκήνιο το ζήτημα των αλλαγών που επέφερε ο νέος Ποινικός Κώδικας στο χώρο του ουσιαστικού ποινικού δικαίου, καθώς στο πλαίσιο πολιτικής αντιπαράθεσης μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης έχει διανοίξει μια συζήτηση, που αφορά, το εάν οι τροποποιήσεις του ΠΚ ευνοούν ή όχι την εγκληματική οργάνωση της Χρυσής Αυγής. Επί του θέματος αυτού κρίνεται επιβεβλημένο να γίνουν κάποιες νομικές παρατηρήσεις:
Πρώτον:
Με τον νέο Ποινικό Κώδικα η (πρόσκαιρη) κάθειρξη έχει γενικά ως πλαίσιο ποινής από πέντε (5) έως δεκαπέντε (15) έτη αντί του πλαισίου πέντε (5) έως είκοσι (20) ετών, που προέβλεπε ο παλιός ποινικός κώδικας. Ο εξορθολογισμός του ύψους των απειλούμενων ποινών έγινε με το σκεπτικό να μην απειλούνται αδικαιολόγητα δυσθεώρητες ποινές και εν τέλει να εκτίονται πολύ μικρές . Υπενθυμίζεται ότι για την απόλυση υπό τον όρο της ανάκλησης πρέπει να εκτιθούν τα 3/5 της ποινής (άρθρο 105 Β ΠΚ).
Δεύτερον:
Η συγκρότηση και η ένταξη σε εγκληματική οργάνωση απειλούνταν υπό το προηγούμενο καθεστώς με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη ενώ σήμερα η απειλούμενη ποινή προβλέπει κάθειρξη ως δέκα (10 ) έτη και χρηματική ποινή (187παρ.1 ΠΚ). Βέβαια, λόγω του άρθρου 2 ΠΚ περί αναδρομικής εφαρμογής του ευνοϊκότερου νόμου, θα τύχει εφαρμογής ο παλιός ποινικός κώδικας. Η διεύθυνση της εγκληματικής οργάνωσης πλέον απειλείται με κάθειρξη πέντε (5) έως δεκαπέντε (15 ) ετών ενώ παλιά το πλαίσιο ποινής ξεκινούσε από δέκα (10) και έφτανε τα είκοσι (20) έτη . Η αλλαγή αυτή δεν αποτελεί μια αποσπασματική in concreto ρύθμιση (που εξάλλου δεν μπορεί να συμβεί) για το συγκεκριμένο μόνο αδίκημα αλλά εντάσσεται στη γενικότερη τροποποίηση του πλαισίου ποινής, που αφορά όλα τα εγκλήματα που απειλούνται στο νόμο με κάθειρξη, όπως για παράδειγμα το έγκλημα της ληστείας. Παρόλα αυτά, αναμφισβήτητα προκύπτει πως επί διευθύνσεως εγκληματικής οργάνωσης έχει επέλθει ευνοϊκότερο καθεστώς απειλούμενης ποινής λόγω της γενικής αυτής μεταβολής του Ποινικού Κώδικα , που εντάσσεται όμως σε μια γενικότερη διαφορετική θεώρηση αφενός της αναλογικότητας της απειλούμενης ποινής προς την απαξία του εγκλήματος και αφετέρου της συμπόρευσης της επιβλητέας ποινής με την δυνατή πραγματική έκτιση της.
Τρίτον:
Στον προηγούμενο ποινικό κώδικα στο άρθρο 187 ΠΚ οριζόταν πως τα μέλη μιας εγκληματικής οργάνωσης θα έπρεπε να επιδιώκουν την τέλεση κάποιου εκ των αναφερόμενων στη διάταξη κακουργημάτων (υπήρχε δηλαδή κατάλογος εγκλημάτων), ενώ πλέον με το νέο νομοθέτημα κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται. Κατά συνέπεια, μπορεί να επιδιώκουν τα μέλη μιας εγκληματικής οργάνωσης τη τέλεση οποιουδήποτε κακουργήματος. Επίσης, η νομοπαρασκευαστική επιτροπή του Νέου Ποινικού Κώδικα δεν έθεσε ως στοιχείο της πραγμάτωσης του εγκλήματος την επιδίωξη οικονομικού οφέλους , όπως προβλέπει η Σύμβαση του Παλέρμο, που θα περιόριζε κατά αυτό τον τρόπο δραστικά το αξιόποινο (βλ. και την ΣυμβΕφΑθ 215/2015, ΠοινΔικ, 6/2015 για το εν λόγω ζήτημα της επιδίωξης ή μη οικονομικού οφέλους).
Τέταρτον:
Στον προηγούμενο ποινικό κώδικα προβλεπόταν στο άρθρο 60 ΠΚ η πρόσκαιρη αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων αλλά εφόσον η απόφαση καταστεί αμετάκλητη, δηλαδή να μην μπορεί να προσβληθεί με ένδικο μέσο (άρθρο 65 ΠΚ). Επομένως και με βάση τον παλιό Ποινικό Κώδικα οι καταδικασθέντες δεν στερούνταν με την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι. Με τον νέο Ποινικό Κώδικα « η ποινή της αποστέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων καταργείται, γιατί κρίθηκε πλέον ως παρωχημένη» (βλ. Αιτιολογική Έκθεση, σελ.17) , αφού δε συνάδει με ένα φιλελεύθερο ποινικό σύστημα και μπορεί να προβλεφθεί μόνο από εξωποινικούς κανόνες δικαίου. Ο νέος Ποινικός Κώδικας έχει προβλέψει μόνο την αποστέρηση θέσεων και αξιωμάτων στο άρθρο 60 ΠΚ , ως παρεπόμενη ποινή, μόλις η απόφαση γίνει αμετάκλητη. Το Σύνταγμα ρητά ορίζει στο άρθρο 51 παρ.3 ότι :« ο νόμος δεν μπορεί να περιορίσει το εκλογικό δικαίωμα παρά μόνο αν δεν έχει συμπληρωθεί κατώτατο όριο ηλικίας ή για ανικανότητα δικαιοπραξίας ή ως συνέπεια αμετάκλητης καταδίκης για ορισμένα εγκλήματα». Συνακόλουθα ο εκλογικός νόμος (π.δ 26/2012) στα άρθρα 5 και 29, παραπέμπει στον παλιό (καταργηθέν) ποινικό κώδικα για τη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων (εκλέγειν και εκλέγεσθαι). Είναι ζήτημα, λοιπόν, της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας να προχωρήσουν σε τροποποίηση της εκλογικής νομοθεσίας και να ρυθμίσουν το θέμα της πρόσκαιρης στέρησης του εκλέγειν και εκλέγεσθαι μέσα στα διαγραφόμενα πλαίσια του συντάγματος (αρ.51 παρ.3). Η πρόβλεψη του περιορισμού του εκλογικού δικαιώματος δεν απαιτείται να είναι προγενέστερη της αξιόποινης πράξης και δεν τίθεται κανένα ζήτημα απαγορευμένης αναδρομικότητας βάσει του άρθρου 2 ΠΚ , διότι μια τέτοια ρύθμιση είναι συνταγματικού και όχι ουσιαστικού ποινικού δικαίου.(βλ. άρθρο Ε. Βενιζέλου , «Η δικαιοκρατούμενη δημοκρατία και η ευθύνη των πολιτών», Τα Νέα, 12/10/2020). Βέβαια , πρέπει να τονιστεί , ότι μέχρι την επέλευση του αμετακλήτου της καταδικαστικής απόφασης, δεν μπορούν οι καταδικασθέντες να στερηθούν τα πολιτικά τους δικαιώματα, όπως προβλέπει συναφώς το Σύνταγμα. Μόνο η λαϊκή εξουσία δύναται να αποτελέσει τροχοπέδη για την αποτροπή ενδεχόμενης εκλογής των καταδικασθέντων μελών της εγκληματικής οργάνωσης.
Πέμπτον:
Στον παλιό Ποινικό Κώδικα υπήρχε η διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 187 που όριζε πως : «η μη τέλεση οποιουδήποτε από τα επιδιωκόμενα εγκλήματα των παραγράφων 1 και 3 συνιστά ελαφρυντική περίσταση», ενώ σήμερα στο δήθεν πιο ευνοϊκό νομοθέτημα η ρύθμιση αυτή έχει απαλειφθεί. Στο πλαίσιο του άρθρου 2 ΠΚ περί αναδρομικής εφαρμογής του ευνοϊκότερου νόμου προτάθηκε από την εισαγγελέα της έδρας η χορήγηση του εν λόγω ελαφρυντικού για τους καταδικασθέντες για ένταξη σε εγκληματική οργάνωση. Ωστόσο πρέπει να τονιστεί πως βάσει της ερμηνείας της διάταξης αυτής από το γράμμα του νόμου και από την αιτιολογική έκθεση , προκύπτει πως δεν πρέπει η ίδια η εγκληματική οργάνωση να έχει προχωρήσει στη τέλεση κάποιου κακουργήματος και όχι τα καταδικασθέντα μέλη της ως φυσικά πρόσωπα. Ως εκ τούτου ορθά το δικαστήριο δεν χορήγησε το εν λόγω ελαφρυντικό, που σημειώνεται και πάλι ότι προβλεπόταν στον παλιό και όχι στον νέο κώδικα.
Έκτον:
Η σύνταξη του Νέου Ποινικού Κώδικα έγινε από μια νομοπαρασκευαστική επιτροπή εξαιρετικών νομικών με έντονο το χαρακτήρα του εκσυγχρονισμού και του φιλελευθερισμού. Ψηφίσθηκε επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ αλλά δέχθηκε δυο τροποποιήσεις από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας τον Ιούλιο και τον Νοέμβριο του 2019, δίχως να μεταβληθεί το πλαίσιο της ποινής της κάθειρξης (αν και πάλι λόγω του άρθρου 2 ΠΚ θα εφαρμοζόταν ο νυν ΠΚ) . Η κυβέρνηση, εντούτοις, έχει αφήσει αρρύθμιστο το ζήτημα της εκλογικής νομοθεσίας επί αμετάκλητης καταδίκης για ποινικό αδίκημα εδώ και μήνες και το νομοθετικό κενό με αφορμή την καταδικαστική απόφαση απλώς πιέζει προς ανάληψη νομοθετικών πρωτοβουλιών, τηρουμένων των επιταγών του συντακτικού νομοθέτη.
Κατόπιν όλων αυτών προκύπτει πως ο νέος Ποινικός Κώδικας δεν έχει επιφυλάξει μια in concteto ευνοϊκότερη μεταχείριση στην Χρυσή Αυγή αλλά έχει προχωρήσει σε ένα συλλήβδην εκσυγχρονισμό και εξορθολογισμό του θέματος των ποινών επί τη βάσει να μην απειλούνται δυσθεώρητες ποινές που δεν μπορούν εκ των πραγμάτων να εκτιθούν. Τέλος, όπως υπογραμμίστηκε, το ζήτημα των πολιτικών δικαιωμάτων των καταδικασθέντων επαφίεται από το Σύνταγμα να επιλυθεί από την ίδια την εκλογική νομοθεσία . Είναι ζήτημα συνταγματικού δικαίου και εκλογικού νόμου και όχι ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Όψιμοι υπερασπιστές των προβλέψεων του παλιού Ποινικού Κώδικα που λοιδορούν άνευ λόγου και αιτίας τις αναγκαίες και θετικές μεταβολές που επήλθαν, εμφορούνται προφανέστατα από ιδιοτελές πολιτικό και όχι νομικό ενδιαφέρον…