Περιήγηση στο σπήλαιο Καταφύκι με τον φακό του Δημήτρη Καστανάρα
Το σπήλαιο Καταφύκι είναι ένα από τα σημαντικότερα και πλέον εντυπωσιακά αξιοθέατα του νησιού της Κύθνου,, που συνδυάζει με μοναδικό τρόπο το φυσικό και το ανθρωπογενές στοιχείο. Βρίσκεται στο κέντρο του νησιού, στο νότιο άκρο του παραδοσιακού οικισμού της Δρυοπίδας, στη θέση Φιρές.
Το Σπήλαιο , κατά την περιηγητή J. Th. Bent, οφείλει την ύπαρξη του στην έκπλυση του βουνού μέσω μιας δυνατής καταρροής νερού. Θεωρείται πιθανόν οι πρώτοι κάτοικοι του χωριού να διάλεξαν τη συγκεκριμένη περιοχή λόγω της παρουσίας του Σπηλαίου εκεί, καθώς τους εξασφάλιζε έναν πολύ μεγάλο και με σταθερή θερμοκρασία (17 βαθμούς Κελσίου καθ΄όλη τη διάρκεια του έτους) αποθηκευτικό χώρο για τη φύλαξη γεωργικών και κτηνοτροφικών προϊόντων, αλλά φαίνεται πως συνέβαλε και στην υδροδότηση της Δρυοπίδας λόγω του νερού που υπήρχε εκεί .
Πρόκειται για έναν υπόγειο χώρο, σε υψόμετρο 190 μέτρων από το επίπεδο της θάλασσας, ο οποίος συγκροτείται από μεγάλο φυσικό σπήλαιο, αλλά και τεχνητές στοές μεταλλείου. Το μήκος του χαρτογραφημένου φυσικού σπηλαίου είναι λίγο πάνω από 600 μέτρα ενώ υπάρχει μία μεγάλη τεχνητή στοά που δημιουργήθηκε για το πέρασμα καροτσιών στη μεταφορά μεταλλευμάτων, με μήκος 2 χιλιομέτρων και που οδηγεί σε χερσαία έξοδο στην περιοχή Κύνιδος (μεταγενέστερη ονομασία της περιοχής: Πιαδάκια). Στο εσωτερικό της φυσικής σπηλιάς αναπτύσσονται δαιδαλώδεις διάδρομοι οι οποίοι καλύπτουν έκταση περίπου στα 3.500 τ.μ.
Οφείλει την ονομασία του πριν μερικούς αιώνες καθώς λειτούργησε ως καταφύγιο κατά τα χρόνια των πειρατών, των Φράγκων, της Τουρκοκρατίας αλλά της περιόδου του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Εκτός από Καταφύκι ονομάζεται και Σπήλαιο Γεωργίου Μαρτίνου (κοινώς: Συμπεθερούλη), του σημαντικού Κυθνιώτη γεωλόγου που αφιέρωσε τη ζωή του στην μελέτη και εξερεύνηση του σπηλαίου.
Η σπηλιά αποτελείται από σύστημα διαφόρων τούνελ που σχηματίστηκαν με τη βοήθεια του νερού για μεγάλες αποστάσεις και που δίνουν την εντύπωση λαβύρινθου για τους επιστήμονες. Τα υλικά της είναι λατομικά ορυκτά όπως μάρμαρα και σχιστολιθικές πλάκες αλλά και μεταλλεύματα με επικρατέστερο τον Αιματίτη, ένα από τα γνωστά ορυκτά του σιδήρου με ευρεία χρήση στην κοσμηματολογία αλλά και ως βασική πρώτη ύλη σε υψικαμίνους. Η έντονη παρουσία του μεταλλεύματος στο σπήλαιο συγκέντρωσε και το ενδιαφέρον των ντόπιων που ασχολήθηκαν επί σειρά ετών με την εξόρυξη του και συγκεκριμένα από το 1835. Σε νεότερα χρόνια απ’ το 1910 ως το 1940 ξένες μεταλλευτικές εταιρείες το χρησιμοποιούσαν για την εξαγωγή του σιδήρου.
Ξεκινώντας την περιήγηση από την κεντρική είσοδο της σπηλιάς συναντάμε σε λίγα μέτρα την «Μικρή Πιάτσα» (μικρή πλατεία) ενώ αμέσως μετά ακολουθεί μία μεγαλύτερη αίθουσα με όνομα «Μεγάλη Πιάτσα» (μεγάλη πλατεία). Στα δεξιά από αυτές τις αίθουσες εμφανίζονται μερικά στενά φυσικά τούνελ, πλάτους ενός μέτρου περίπου, με επιβλητικά πανύψηλα κατακόρυφα τοιχώματα που εντυπωσιάζουν. Οι φυσικές αυτές σήραγγες που σύνθεσε η φύση οδηγούν στην «Αίθουσα σταλακτιτών», ίσως το ομορφότερο κομμάτι του επισκέψιμου σπηλαίου. Εδώ θα αντικρύσετε μία σειρά από σταλαγμίτες που δημιουργήθηκαν πάνω στα μάρμαρα που υπέστησαν κατολισθήσεις πριν από αρκετά χιλιάδες χρόνια και που μαρτυρούν την ηλικία του σπηλαίου. Οι παλαιότεροι μας έχουν κληροδοτήσει διάφορα ονόματα για τους εν λόγω σταλαγμίτες, ονόματα ιδιαίτερα αντιπροσωπευτικά της μορφής που φέρουν. Έτσι θα διακρίνουμε το γιγάντιο «Πύργο της Βαβέλ», το «Μέδουσα ή Χταπόδι ή Πολυέλαιος», το «Έμβρυο», αλλά και το «Αρκουδάκι». Ακολουθώντας τη νότια κατεύθυνση του κεντρικού διαδρόμου και επιστρέφοντας προς την έξοδο θα συναντήσουμε στα δεξιά μας ένα καλά “κρυμμένο λαβύρινθο” με δαιδαλώδεις στοές. Συνεχίζοντας την κύρια διαδρομή, και πάλι προς τα δεξιά εμφανίζεται ένα “μυστικό” βαθύ βάραθρο ιδιαίτερα επικίνδυνο. Ακολουθώντας το δρόμο της επιστροφής και σε 20 περίπου μέτρα ανηφορίζουμε προς την επιβλητική αίθουσα «Γουρνάκι». Μία φυσική γούρνα με νερό που στάζει εδώ και χιλιάδες χρόνια δημιουργώντας ένα μοναδικό θέαμα. Το «Γουρνάκι» ξεπροβάλλει ανάμεσα σε διαβρωμένα πετρώματα απίστευτου κάλλους, σταλαγμίτες και σταλακτίτες προκαλώντας δέος και μαγεύοντας ταυτόχρονα το χώρο των αισθήσεων του κάθε επισκέπτη.
Τα τελευταία χρόνια επιτελείται μία σημαντική προσπάθεια από τοπικούς φορείς για την τουριστική ανάπτυξη του σπηλαίου. Παρ’ όλα αυτά ένα πολύ μικρό τμήμα είναι προσβάσιμο, ικανό όμως να γοητεύσει και να συναρπάσει τον κάθε επισκέπτη.
Ο επισκέπτης μπορεί να φτάσει ως εκεί εύκολα, μέσα από τα γραφικά σοκάκια της Δρυοπίδας.
Επιμέλεια – φωτογραφίες : Δημήτρης Καστανάρας