Ανακοίνωση της Γραμματείας των ΣΥΝΕΚ
Η Παγκόσμια Ημέρα για την Εξάλειψη των Φυλετικών Διακρίσεων φέρνει για άλλη μια φορά στη μνήμη μας τα τραγικά γεγονότα στο Σάρπβιλ, όταν 70 άνθρωποι δολοφονήθηκαν από τη ρατσιστική αστυνομία της Νότιας Αφρικής επειδή ζητούσαν το αυτονόητο, ίσα δικαιώματα και κατάργηση των νόμων του Απαρτχάιντ.
Δυστυχώς ακόμα και σήμερα, τα θύματα του ρατσισμού, των φυλετικών διακρίσεων, της ξενοφοβίας και της μισαλλοδοξίας είναι εδώ για να μας θυμίζουν ότι η ανθρωπότητα ελάχιστα βήματα προόδου έχει κάνει πάνω σε αυτό το θέμα. Οι διώξεις και οι εκτοπισμοί, η στέρηση της ζωής, η περιστολή του δικαιώματος της εργασίας, της εκπαίδευσης και της υγείας, τα βασανιστήρια, η υποβάθμιση της ποιότητας ζωής, ο φόβος και η έλλειψη ελευθερίας είναι τραγικές συνέπειες των φυλετικών διακρίσεων.
Στη χώρα μας, η μισαλλόδοξη πολιτική απέναντι σε πρόσφυγες και μετανάστες αμφισβητεί ακόμα και τα διεθνώς αναγνωρισμένα δικαιώματα. Με μια σειρά από θεσμικές παρεμβάσεις και παλινωδίες, εδώ και δύο χρόνια, επιχειρείται ο πλήρης αποκλεισμός προσφύγων και μεταναστών από την εκπαίδευση, την υγεία και την εργασία, υπονομεύοντας την κοινωνική τους ένταξη, απειλώντας το δικαίωμα στη ζωή και την αξιοπρέπεια και δυναμιτίζοντας τη συνοχή ολόκληρης της κοινωνίας: εμπόδια στις διαδικασίες απόδοσης ασύλου, κατάργηση του κριτήριο ευαλωτότητας σε ανήλικους έφηβους πρόσφυγες, στέρηση του ΑΜΚΑ, σταδιακός αποκλεισμός από την εκπαίδευση, δημιουργία κλειστών κέντρων κράτησης προσφύγων και μεταναστών μέσα σε απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης. Πλάι στις θεσμικές παρεμβάσεις, ακολουθείται στον πολιτικό και δημόσιο λόγο ρητορική μίσους που στοχοποιεί πρόσφυγες και μετανάστες μέσα από αυθαίρετες κρίσεις και διαπιστώσεις.
Η πανδημία του ιού COVID-19 υποβάθμισε ακόμα περισσότερο τις συνθήκες διαβίωσης όλων μας και όξυνε ακόμα περισσότερο την κοινωνική ανισότητα και τους αποκλεισμούς. Ειδικότερα, το αγαθό της εκπαίδευσης είναι πλέον προνόμιο λίγων. Τα παιδιά ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, των οικογενειών που αντιμετωπίζουν οικονομική δυσπραγία και ανεργία, τα παιδιά Ρομά, τα παιδιά πρόσφυγες και μετανάστες, οι έγκλειστοι των σωφρονιστικών καταστημάτων αντιμετωπίζουν πλέον εδώ και έναν χρόνο την περιορισμένη και αμφιβόλου ποιότητας πρόσβαση στην εκπαίδευση ή ακόμα και τον πλήρη αποκλεισμό από αυτήν. Ο τεχνολογικός εξοπλισμός της κάθε οικογένειας αναδεικνύεται σε προϋπόθεση για την εκπαίδευση των παιδιών, και μάλιστα σε μια Ελλάδα όπου το 31,8% του πληθυσμού βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας. Ειδικότερα, χιλιάδες παιδιά πρόσφυγες και μετανάστες βρίσκονται εδώ και έναν χρόνο σε πλήρη αποκλεισμό από την εκπαίδευση λόγω των κατάπτυστων ΚΥΑ που τους απαγόρευαν την κυκλοφορία εκτός προσφυγικής δομής και λόγω της έλλειψης ψηφιακών υποδομών για πρόσβαση στην τηλεκπαίδευση.
Η αδράνεια στη λήψη μέτρων προκειμένου να αποσοβηθούν οι συνέπειες μιας άνευ προηγουμένου εκπαιδευτικής κρίσης, η αδιαφορία απέναντι σε όλους τους μαθητές και μαθήτριες που είναι αποκλεισμένοι/ες από την εκπαίδευση μας αναγκάζει να μιλάμε πλέον για ένα «Υπουργείο Παιδείας μόνο για λίγους», γεγονός που δεν περιποιεί τιμή για τη χώρα μας, ιδιαίτερα μια τέτοια ημέρα.